Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Η σταυρική θυσία του Χριστού

Πάνω στον Σταυρό, ο Χριστός κατέσχισε το χρεόγραφο των αμαρτιών μας μια για πάντα. Οι αμαρτίες μας είναι αναρίθμητες. Το αίμα του Κυρίου που έβαψε το Τίμιο Σταυρό, εξαφάνισε τα χρέη μας. Το  σώμα και το αίμα του Χριστού που παίρνουμε στη θεία Λειτουργία, με την κατά το δυνατόν επαρκή προετοιμασία, μας ξεπλένει από κάθε κηλίδα και ρύπο. Απέναντι στην τόσο μεγάλη δωρεά του Θεού, εμείς τι κάνουμε; Δεν μπορούμε να συγχωρήσουμε το μικρό ή μεγάλο σφάλμα του διπλανού μας,  έστω και απέναντί μας; Πώς θα μας συγχωρέσει ο Χριστός; 
Όταν απαγγέλλουμε το '' Πάτερ ημών '', ας προσέξουμε τα λόγια που λέμε: παρακαλούμε τον Κύριο να αφήσει τα χρέη μας, έχοντας όμως σαν δεδομένο ότι εμείς συγχωρούμε τα χρέη του πλησίον μας σ`εμάς όποια και όσα κι αν είναι αυτά· δε σύγκριση με αυτά που θα μας έχει συγχωρέσει ο Χριστός, αυτά που καλούμαστε να συγχωρέσουμε είναι '' σταγόνα στον ωκεανό ''. Άρα, αν κάποιος ισχυριζόταν ότι λέμε ψέματα στο '' Πάτερ ημών '', σαφώς και δεν θα είχε άδικο.
                                                                                                                         Αρχιμ. Ε.Τ.
          
                                                            ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ
                                                       ΑΡΙΘ. ΦΥΛ. 34(3195)

Ο Εσταυρωμένος και οι ρίζες της Ευρώπης

Κωνσταντίνος Χολέβας- Υποψήφιος Ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας
Η Εβδομάδα των Παθών θυμίζει σε κάθε Ορθόδοξο Έλληνα τη Σταυρική θυσία του Χριστού και ταυτοχρόνως μάς δίνει το μήνυμα ότι πάντα μετά τη Σταύρωση ακολουθεί η Ανάσταση. Για εμάς τους Έλληνες το Πάσχα είναι η σημαντικότερη εορτή του έτους. Όμως και για τους ευρωπαίους εταίρους μας, που ανήκουν σε διαφορετικές Χριστιανικές ομολογίες, η Σταύρωση και η Ανάσταση αποτελούν τις ρίζες του πολιτισμού τους και το θεμέλιο του πολιτιστικού, καλλιτεχνικού, νομικού και κοινωνικού οικοδομήματος που ονομάζεται Ευρώπη.
Ο αντικληρικαλισμός της Γαλλικής Επαναστάσεως και ορισμένες άλλες αντιλήψεις οδήγησαν τους Ευρωπαίους να απαλείψουν από τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, τον καταστατικό Χάρτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, την ρητή αναφορά στον Χριστιανισμό. Όμως καλό είναι να θυμόμαστε ότι οι πρωτεργάτες της ευρωπαϊκής ιδέας, ο Αντενάουερ, ο Ντε Γκάσπερι, ο Σουμάν, ο Ντε Γκώλλ και άλλοι ,ήσαν πιστοί Χριστιανοί Ρωμαιοκαθολικοί και τόνιζαν ότι οραματίζονται μία Ευρώπη βασισμένη στις αρχές του Ευαγγελίου. Ο καλλιτέχνης που σχεδίασε το έμβλημα με τα δώδεκα αστέρια της Ευρ. Ένωσης έλαβε έμπνευση από το στεφάνι της Παναγίας όπως το αναπαριστούν τα αγάλματα των Ρωμαιοκαθολικών.
Κορυφαίοι διανοητές όπως ο Πωλ Βαλερύ, ο Τόμας Έλλιοτ, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, η Ελένη Αρβελέρ κ.α. παραδέχονται ότι δεν νοείται Ευρώπη χωρίς την Αρχαία Ελληνική σκέψη, το Ρωμαϊκό Δίκαιο και τη Χριστιανική διδασκαλία. Ο Χριστιανισμός μαλάκωσε τις σκληρές καρδιές των ανθρώπων, δίδαξε για πρώτη φορά τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, μίλησε για την ισότητα ανδρός και γυναικός, βοήθησε την ίδρυση των πρώτων Πανεπιστημίων και Νοσοκομείων στο Ορθόδοξο Βυζάντιο και στη Μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη. Ακόμη και αυτοί που δεν θέλουν να αποδεχθούν την Χριστιανική ταυτότητα της Ευρώπης, σιωπηρά ακολουθούν τα Χριστιανικά ήθη και έθιμα. Η μονογαμία, η Κυριακή αργία, οι διακοπές των Χριστουγέννων είναι για τους Δυτικοευρωπαίους θεσμοί σεβαστοί ασχέτως αν κάποιος πηγαίνει την Κυριακή στην Εκκλησία ή όχι.
Όταν μία άθεη μητέρα ζήτησε από το ιταλικό σχολείο των παιδιών της να κατεβάσει την εικόνα του Εσταυρωμένου τότε το ιταλικό Συμβούλιο της Επικρατείας (Ανώτατο Διοικητικό-Ακυρωτικό Δικαστήριο) απεφάνθη ότι ο Εσταυρωμένος πρέπει να παραμείνει στις σχολικές αίθουσες διότι δεν αποτελεί απλώς ένα θρησκευτικό σύμβολο, αλλά τη ρίζα του ανθρωπισμού, του δικαίου και του πολιτισμού των Ιταλών. Η ισχυρή βούληση του Ιταλικού κράτους και του λαού να διατηρήσει τη Χριστιανική του ταυτότητα ανάγκασε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης και όχι της Ευρωπαϊκής Ενώσεως) να αλλάξει την αρχική του απόφαση και να αποδεχθεί την παρουσία του Χριστού μας σε κάθε ιταλικό σχολείο.
Η άρνηση των Χριστιανικών ριζών της Ευρώπης δεν είναι προοδευτική αντίληψη. Αντιθέτως είναι βαθύτατα ανιστόρητη και ανοίγει την πόρτα σε ανελεύθερα καθεστώτα και ολοκληρωτικές ιδεολογίες. Ο Ναζισμός του Χίτλερ και ο σοβιετικού τύπου κομμουνισμός υπήρξαν αντιχριστιανικές ιδεολογίες. Οι Ναζί ήσαν νεοπαγανιστές και λάτρευαν αρχαίους γερμανικούς θεούς, οι δε Κομμουνιστές του Λένιν και του Στάλιν γκρέμισαν Ορθοδόξους Ναούς και εξετέλεσαν χιλιάδες κληρικούς. Μόνο μία Χριστιανική Ευρώπη μπορεί να εγγυηθεί την κατοχύρωση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και την προστασία των μειονοτήτων. Ο Χριστιανός εμμένει στα πιστεύω του, αλλά σέβεται τη διαφορετική θρησκεία ή τον διαφορετικό πολιτισμό. Αν δεν τα σέβεται, τότε δεν είναι αληθινός Χριστιανός.
Στις επικείμενες Ευρωεκλογές της 25ης Μαίου καλούμεθα να επιλέξουμε ανθρώπους, οι οποίοι θα αγωνισθούν  για να υπενθυμίσουν στην Ευρώπη τις ελληνικές, ρωμαϊκές και χριστιανικές καταβολές της. Χριστιανική Ευρώπη σημαίνει περισσότερη δημοκρατία, ανθρωπιά, κοινωνική δικαιοσύνη και ελπίδα. Για εμάς τους Έλληνες είναι τώρα η ευκαιρία να ενισχύσουμε τον λόγο της Ορθοδοξίας μέσα στην Ευρώπη και να προβάλουμε   πατροπαράδοτες αρχές και αξίες. Καλή Ανάσταση!
δημοκρατία

Τό μυστήριο τού Σταυρού καί τής Αναστάσεως τού Χριστού


Η σταυρική θυσία τού Χριστού στόν Γολγοθά, πού συνδέεται στενά μέ τήν Ανάσταση τού Χριστού, είναι κεντρικό σημείο στήν διδασκαλία καί τήν ζωή τής Εκκλησίας καί μάλιστα γίνεται λόγος γιά τό μυστήριο τού Σταυρού καί τής Αναστάσεως τού Χριστού, πού αφορά τήν νίκη τού Χριστού πάνω στήν αμαρτία, τόν διάβολο καί τόν θάνατο.
Γίνεται διάκριση μεταξύ τής «εν σώματι σταυρώσεως καί αναστάσεως τού ενσαρκωθέντος Λόγου τού Θεού» καί «τού μυστηρίου τής δυνάμεως τού σταυρού καί τής αναστάσεως τού Χριστού, τού οποίου μάρτυρες υπήρξαν οι Προφήτες καί μερικοί Απόστολοι πρίν τήν σταυρική θυσία στόν Γολγοθά». Όμως, παρά τήν διάκριση αυτή, υπάρχει στενή σχέση μεταξύ τού μυστηρίου τού Σταυρού καί τής σταυρικής θυσίας τού Χριστού στόν Γολγοθά.
Ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος, μιλώντας γιά τόν Σταυρό τού Χριστού, γράφει ότι «η πράξις τού σταυρού διπλή εστι». Η μία ενέργεια τού Σταυρού «καλείται πράξις» καί βιούται ως υπομονή στίς θλίψεις τής σαρκός, η οποία εκφράζεται στό θυμικό μέρος τής ψυχής, η άλλη ενέργεια «καλείται θεωρία» καί συνίσταται στήν λεπτή εργασία τού νού, βρίσκεται στήν θεία αδολεσχία καί στήν διαμονή στήν προσευχή πού συντελούνται στό επιθυμητικό μέρος τής ψυχής. Έτσι, Σταυρός είναι η πράξη καί η θεωρία.
...
Ο Σταυρός τού Θεού είναι η αγάπη Του, πού είναι η άκτιστη ενέργειά Του.
«Η δύναμη τού Σταυρού καί τής Αναστάσεως είναι η αγάπη τού Θεού η οποία ενεργεί "πρό τού τόν κόσμον είναι παρά τώ Θεώ", κατά τήν δημιουργία καί κυβέρνηση τού κόσμου, πρό τής ενανθρωπήσεως, κατά τήν ενανθρώπηση, πρό τής σταυρικής θυσίας, κατά τήν σταυρική θυσία καί μετά από αυτήν».
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Εμπειρική Δογματική κατά τίς προφορικές παραδόσεις τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη, τόμ. Β')

Ὁ Θάνατος τοῦ Θεοῦ καί Ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου.Παναγιώτης Νέλλα.

Θάνατος το Θεο καί νάσταση το νθρώπου

 Παναγιώτης Νέλλας

Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα ἀπό τά κεντρικά θέματα ὄχι μόνο τῆς σύγχρονης δυτικῆς φιλοσοφίας καί λογοτεχνίας, ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς θεολογίας. Τά τελευταῖα χρόνια γράφτηκαν χιλιάδες σελίδες σχετικές μ᾽ αὐτό, ἀνέβηκαν ἔργα στό θέατρο, γυρίσθηκαν ταινίες, τό θέμα ξέφυγε ἀπό τά μελετητήρια τῶν εἰδικῶν καί ἀπασχολεῖ τό εὐρύτερο κοινό. Τό σύντομο αὐτό δοκίμιο ἔχει σκοπό νά δώσει, στήν ἀρχή μιά γενική ἐνημέρωση καί μιά ἑρμηνεία γιά τό φαινόμενο, καί νά προσπαθήσει στή συνέχεια, ἀφοῦ τό τοποθετήσει μέ βάση τά ὀρθόδοξα κριτήρια, νά σκιαγραφήσει τή συμβολή, πού θά μποροῦσε νά προσφέρει ἡ Ὀρθοδοξία συμμετέχοντας στή σχετική συζήτηση.

Στό χῶρο τῆς φιλοσοφίας τό θέμα ἀρχίζει μέ τό Nietzsche, γιά τόν ὁποῖο, ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται καί ταυτόχρονα εἶναι ταυτόσημος μέ τήν ἀνατροπή ὅλων τῶν ἀξιῶν, ὁλόκληρης τῆς ὑπεραισθητῆς περιοχῆς σύμπαντος τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν καί τῶν ἰδανικῶν. Μοναδική καί ὕψιστη ἀξία μένει γιά τό Nietzsche ὁ ἄνθρωπος, ὁ ″ὑπεράνθρωπος″: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός;» Γράφει ἤδη στά 1882. «Θά σᾶς τό πῶ ἐγώ. Τόν σκοτώσαμε. Ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε οἱ φονιάδες του... ὁ Θεός εἶναι νεκρός... ὁ Θεός θά μείνει νεκρός. Τί ἄλλο εἶναι οἱ ἐκκλησίες παρά οἱ τάφοι καί τά μνήματα τοῦ Θεοῦ;»

Ὁ Nietzsche στήν ἐποχή του ἀναγκάζεται νά βάλει τά λόγια αὐτά στό στόμα ἑνός τρελοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά ὁ Sartre ἐπαναλαμβάνει μέ πλήρη ἄνεση τό ἴδιο κήρυγμα κατά τήν ἔναρξη τοῦ Β’ παγκοσμίου πολέμου, μιλώντας σέ μιά δημόσια συγκέντρωση στή Γενεύη: «Κύριοι, ὁ Θεός πέθανε. Σᾶς ἀναγγέλλω, κύριοι, τό θάνατο τοῦ Θεοῦ.»
Τό τί σημαίνει γιά τήν ἄθεη ὑπαρξιακή φιλοσοφία ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ, μᾶς τό ἀποκαλύπτει μέ ἐνάργεια ἡ ἀντίστοιχη λογοτεχνία. Ἀφοῦ δέν ὑπάρχει Θεός, ἄρα δέν ὑπάρχει παρά ἡ βιολογική ζωή. Μέ διονυσιακή ἀγαλλίαση ὁ Camus ὑμνεῖ στά πρῶτα του ἔργα τό μεγαλεῖο καί τή χαρά αὐτῆς τῆς ζωῆς τήν ὁμορφιά πού κλείνει μέσα της μιά ζεστή μέρα στήν ἀκροθαλασσιά, μιά χειμωνιάτικη νύχτα, πού ἡ οἰκογένεια εἶναι μαζεμένη γύρω στή φωτιά. Ἀλλά ἡ βιολογική ζωή εἶναι ἡ ″ἐν φθορᾷ ζωή″ καί ὁ ἴδιος ὁ Camus ὅσο προχωρεῖ, ἀνακαλύπτει μέσα στή ζωή τό σαράκι αὐτό τῆς φθορᾶς, πού κλέβει τή χαρά, πού ἀπομυζᾶ τήν οὐσία καί ἀφήνει ἀνούσια καί ἀνόητη τή ζωή, πού δημιουργεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο τήν αἴσθηση τοῦ χάους καί τοῦ κενοῦ, πράγμα πού τόσο ἔντονα περιγράφεται στόν «Ξένο», καί πού ὁ Sartre μέ τόση ἐπιτυχία ὀνομάζει στό ὁμόνυμο ἔργο του «Ναυτία».

Ὁ ὑπαρξιστής ἄνθρωπος νοιώθει τό θάνατο ὄχι σάν κάτι μακρινό, κάτι πού τόν περιμένει στό τέλος τῆς ζωῆς του, ἀλλά σάν κάτι πού βρίσκεται μέσα του. Ἡ δαμόκλεια σπάθη τοῦ θανάτου κρέμεται ἀδιάκοπα πάνω του καί μέσα του, ἀκρωτηριάζει τά ὄνειρά του, κόβει στή μέση τίς πιό εὐγενικές προσπάθειές του, περιορίζει ἀσφυκτικά τά ὅρια τῆς ὕπαρξής του, εἶναι, ὅπως λέει ὁ Camus, ἕνας Σίσυφος, πού ἀγωνίζεται νά ἀνεβάσει ὥς τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ τήν πολύτιμη πέτρα τῆς ζωῆς του καί, μόλις κοντεύει νά φτάσει στό τέρμα, ἡ πέτρα τοῦ φεύγει καί κατρακυλάει πάλι στό βυθό. Αἰσθάνεται ἐγκαταλειμμένος καί ἔρημος. Καταδικασμένος νά βλέπει, καταλαβαίνει καί συνειδητοποιεῖ ὅτι ζεῖ τό παράλογο. Ὁ Heidegger ὁμολογεῖ ὅτι βρίσκεται, χωρίς νά τό ἐπιδιώξει, ριγμένος καί ἐγκαταλειμμένος σ᾽ ἕνα καντόνι τοῦ σύμπαντος, ὑποχρεωμένος νά ζεῖ.

Μέ τή γεύση αὐτή τοῦ κενοῦ στήν ψυχή, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος βρίσκεται μπροστά στό καθιερωμένο ἀπό αἰῶνες κήρυγμα τοῦ μεταγενεστέρου δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, πού προσφέρει ὡς λύση στήν ταλαιπωρία τῆς ἐπίγειας ζωῆς τήν ὑπόσχεση γιά τή μακαριότητα τῆς μετά θάνατο ζωῆς, πού θεωρεῖ αὐτή ἐδῶ τή ζωή σχεδόν ἀποκλειστικά σάν τό χῶρο, στόν ὀποῖο μέ τά ἔργα (Ρωμαιοκαθολικοί) ἤ τήν πίστη (Προτεστάντες), γίνεται ἤ δέ γίνεται κανείς ἄξιος νά κληρονομήσει τήν αἰωνιότητα.

Μπροστά ὅμως στήν ἄποψη αὐτή, πού διακρίνει ὑπερβολικά τό χρόνο ἀπό τήν αἰωνιότητα, τή γήινη ἀπό τήν οὐράνια ζωή, καί σχετικοποιεῖ ἀπελπιστικά τή σημασία τῆς πρώτης, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος στέκεται μέ ἀποτροπιασμό. «Ἄν ὑπάρχει μιά ἁμαρτία κατά τῆς ζωῆς», γράφει ὁ Camus, «δέν εἶναι τόσο τό νά ἀπελπιστοῦμε, ἀπό αὐτή, ὅσο τό νά ἐλπίσουμε σέ μιάν ἄλλη ζωή, τό νά ἀφήσουμε νά ξεκλέψει τήν ἀγάπη μας γιά τή συγκεκριμένη ζωή τό ἀνελέητο μεγαλεῖο μιᾶς δῆθεν αἰώνιας ζωῆς». Καί στό ὄνομα τῆς καθημερινῆς, χειροπιαστῆς ζωῆς, ὁ Camus ἀρνεῖται νά πιστέψει σέ μιάν ἄλλη, ὡραία ἔστω καί αἰώνια, ἀλλά πάντως ἄλλη ζωή.

Ὁ Sartre εἶναι στό σημεῖο αὐτό περισσότερο ἀπόλυτος. Ἡ πίστη σέ μιά ἄλλη ζωή, λέει, εἶναι ἀκριβῶς ἐκείνη πού φέρνει τό θάνατο σ᾽ αὐτήν ἐδῶ καί ἰσοδυναμεῖ μέ αὐτοκτονία. Καί, προωθώντας τήν ἀμφισβήτησή του ὥς τόν ἴδιο τό Θεό, ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἕνας Θεός, πού δέν παίρνει στά σοβαρά αὐτήν ἐδῶ τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν ἐνδιαφέρεται γιά τά συγκεκριμένα ἱστορικά προβλήματά του, ἀλλά πού ὑποβιβάζει τόν ἀνθρώπινο βίο σέ μιά περίοδο ἐξιλασμοῦ καί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης, μπορεῖ βέβαια νά εἶναι δίκαιος, ἀλλά δέν εἶναι ἀσφαλῶς φιλάνθρωπος Θεός. Εἶναι ἕνας πατέρας ἐγωιστής καί σαδιστής, πού ἀρέσκεται νά βλέπει τό τέκνο του νά βασανίζεται καί νά ἐκλιπαρεῖ γιά νά ἔχει ὁ ἴδιος τή χαρά νά τοῦ προσφέρει, ὅποτε αὐτός θελήσει, τή σωτηρία. Ἀλλά μιά τέτοια σωτηρία εἶναι γιά τό σύγχρονο, ἐνήλικο ὅπως αὐτοχαρακτηρίζεται ἄνθρωπο, ἀπαράδεκτη καί ἕνας τέτοιος πατέρας εἶναι ἄχρηστος. Εἶναι προτιμότερο, κατά τήν ἄποψη αὐτή, γιά τό παιδί, νά κόψει κάθε σχέση μέ τόν πατέρα καί νά προσπαθήσει νά σωθεῖ μόνο του. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Sartre πού δέν ἔχει γνωρίσει τή διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, γιά τή θεανθρώπινη συνεργία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ πίστη δέν καταπιέζει, ἀλλά ἀναπτύσσει καί ὁλοκληρώνει τόν ἄνθρωπο, τονίζει κατηγορηματικά ὅτι ἡ πίστη στό δίκαιο ἀλλά σαδιστή Θεό ὑποβιβάζει, ἐξευτελίζει καί ψευτίζει τόν ἄνθρωπο.

Συνέπεια λογική τῆς τοποθέτησης αὐτῆς εἶναι ὅτι γιά νά ὑπάρξει ἐλεύθερος καί γνήσιος ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά μήν ὑπάρχει ὁ Θεός. Στό φοβερό ἔργο του πού ἔχει τόν εἰρωνικό τίτλο «Ὁ διάβολος καί ὁ θεούλης», ὁ κεντρικός ἥρωας, μετά ἀπό μιά ἐναγώνια ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας κοντά στό διάβολο καί κοντά στό Θεό παρουσιάζεται νά συμπεραίνει: «Ἐγώ ὑπάρχω... μόνος ἐγώ. Ἱκέτευα ὅλον αὐτό τόν καιρό γιά ἕνα σημεῖο, ἀλλά δέν πῆρα καμία ἀπάντηση. Ὁ Οὐρανός ἀγνοεῖ ἀκόμα καί τό ὄνομά μου. Διερωτόμουνα κάθε στιγμή τί μποροῦσα νά εἶμαι ἐγώ στά μάτια τοῦ Θεοῦ. Τώρα τό ξέρω: Τίποτε. Ὁ Θεός δέν μέ βλέπει, ὁ Θεός δέν μέ ἀκούει. Ὁ Θεός δέν μέ ξέρει. Βλέπεις αὐτό τό κενό πάνω ἀπό τά κεφάλια μας; εἶναι ὁ Θεός. Αὐτό τό φάγωμα στήν πόρτα; εἶναι ὁ Θεός. Αὐτή τήν τρύπα στή γῆ; εἶναι ὁ Θεός.Ἡ σιωπή, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ἀπουσία, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ μοναξιά τῶν ἀνθρώπων, αὐτό εἶναι Θεός. Ὅλον αὐτό τόν καιρό δέν ὑπῆρχα παρά ἐγώ. Ἐγώ ἀποφάσισα τό κακό. Ἐγώ μόνος μου βρῆκα τό καλό. Ἐγώ ἁμάρτησα. Ἐγώ ἔκανα τίς καλοσύνες πού ἔκανα. Ἐγώ σήμερα κατηγορῶ τόν ἑαυτό μου καί ἐγώ μόνος μου μπορῶ νά τόν συγχωρήσω. Ἐγώ ὁ ἄνθρωπος. Ἄν ὁ Θεός ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι μηδέν. Ἀλλά δέν ὑπάρχει Θεός. Χαρά. Δάκρυα χαρᾶς. Ἀλληλούια. Δέν ὑπάρχει Θεός.» Καί βλέποντας τή Χίλντα, μιά γυναίκα, πού πιό πρίν δέν τολμοῦσε οὔτε ν᾽ ἀτενίσει γιά τό φόβο τῆς ἁμαρτίας, νά μπαίνει στή σκηνή, τήν πιάνει ἀπό τά χέρια φωνάζοντάς της: «Ὁ Θεός πέθανε. Δέν ἔχουμε πλέον μάρτυρα. Μόνος μπορῶ νά βλέπω τά μαλλιά καί τό μέτωπό σου. Ὤ! πῶς εἶσαι μπροστά μου ἀληθινή, ἀπό τή στιγμή πού δέν ὑπάρχει ὁ Θεός. Ἐπί τέλους εἴμαστε μόνοι».

Τά κείμενα αὐτά δείχνουν μέ σαφήνεια πώς τό μεγαλύτερο τμῆμα τῆς σύγχρονης ὑπαρξιακῆς φιλοσοφίας καί λογοτεχνίας προσπαθεῖ νά καταξιώσει τόν ἄνθρωπο ἀνεξάρτητα ἤ καί ἐνάντια στό Θεό, πράγμα πού ὀφείλεται, ὅπως εἴδαμε, στή λαθεμένη ἀντίληψη ὅτι ὁ Θεός δέν ἐνδιαφέρεται καί δέν ἀγαπᾶ, ἀλλά τιμωρεῖ καί ἐξουθενώνει τόν ἄνθρωπο. Καί δέν εἶναι χωρίς σημασία τό γεγονός ὅτι τά κείμενα αὐτά εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνα, πού ἔθρεψαν τή νέα εὐρωπαϊκή γενιά. Στήν Ἀμερική πάλι, ἡ ἴδια ἀντίδραση κατά τοῦ Θεοῦ τῶν σημερινῶν χριστιανῶν καί τῆς σύγχρονης συμβατικῆς θρησκευτικῆς ζωῆς παρουσιάστηκε, κυρίως κατά τήν προηγούμενη δεκαετία, κατά τρόπο πολύ πιό, θά λέγαμε, βιολογικό, μέ τήν ἐπαναστατημένη νεολαία πού φωνάζει: «Κύριοι, ὁ Θεός γιά τόν ὁποῖο μᾶς μιλᾶτε δέν ζεῖ. Καί ἡ ἴδια ἡ ζωή σας εἶναι νεκρή. Ἕνας Θεός πού δέν ἀγγίζει τήν ὕπαρξή μας, πού δέν ἔχει σχέση μέ τό σῶμα μας, μᾶς εἶναι ἄχρηστος. Ἐμεῖς θά μπορούσαμε νά παραδεχθοῦμε τόν Ἰησοῦ, πού μίλησε γιά τήν ἀγάπη. Ὁ δικός σας Θεός εἶναι ἁπλῶς χρήσιμος, γιατί σᾶς βολεύει. Τόν χρησιμοποιεῖτε ὅπου θέλετε. Ὅπως ἐμεῖς χρησιμοποιοῦμε τή μαριχουάνα. Ἄν ὑπάρχει ὁ Θεός ἄς ἔρθει νά μᾶς βρεῖ ἐδῶ πού εἴμαστε. Ἀλλοιῶς δέν ὑπάρχει Θεός.»

Ἡ πρόκληση αὐτή τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἔφερε, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀναστάτωση στήν Καθολική καί Προτεσταντική Ἐκκλησία. Καί ἡ δυτική θεολογία προσπάθησε νά ἀπαντήσει. Τό ἐλπιδοφόρο ὅμως κίνημα μερικῶν Γάλλων κυρίως θεολόγων νά ξαναγυρίσουν στίς πηγές καί, τοποθετώντας στό κέντρο τῶν θεολογικῶν τους ἀναζητήσεων τήν ἔννοια τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας, νά δημιουργήσουν μιά βιβλική, λειτουργική καί πατερική ἀνανέωση βάθους, δέν μπόρεσε νά ἐπιβληθεῖ. Ἡ κίνηση αὐτή φαίνεται ὅτι μάλλον ξεπεράστηκε ἀπό τούς μοντερνιστές, πού, παρασυρμένοι ἀπό τά σύγχρονα ρεύματα, προσκολλήθηκαν στήν ἐπιφάνεια καί δημιούργησαν, ἀντίστοιχη πρός τή φιλοσοφία καί τή λογοτεχνία, τή λεγόμενη ″θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ″.

Δυό εἶναι οἱ βασικές κατευθύνσεις τῆς σχολῆς αὐτῆς: Πρώτη ἡ γραμμή τοῦ Bultmann ὁ οποῖος, ἐπηρεασμένος βασικά ἀπό τόν Heidegger βλέπει τήν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ στή σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, σχέση ἡ ὁποία καί φέρνει ἤ, καλύτερα, ἡ ὁποία εἶναι ἡ σωτηρία. Ἡ ἱστορική διάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔρχεται, στήν τοποθέτηση αὐτή, σέ ἐντελῶς δεύτερη μοίρα, ὁ ἱστορικός Ἰησοῦς, ἡ ζωή, τά θαύματα, ἡ ἴδια ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μύθος, μιά δηλαδή ἀπό τίς πολλές ἐκφράσεις πού μποροῦν νά περιβάλλουν τήν οὐσία, καί ἀφοῦ σήμερα ἡ ἔκφραση, ἡ γλώσσα τοῦ κόσμου, ὁ πολιτισμός, ἔχει ἀλλάξει, εἶναι ἀνάγκη νά ἀλλάξει καί ἡ ἔκφραση τῆς οὐσίας τοῦ Χριστιανισμοῦ. Πρόκειται γιά τήν περίφημη θεωρία τῆς ″ἀπομυθεύσεως″.

Τίς ἀκραῖες συνέπειες τῆς γραμμῆς αὐτῆς ἀποκαλύπτει καί ὑποστηρίζει ἡ δεύτερη κατεύθυνση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία γιά νά μπορέσει ἡ Ἐκκλησία νά προσεγγίσει τόν ἐκκοσμικευμένο ἄνθρωπο τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, εἶναι ἀνάγκη νά θέσει μερικά θεμελιώδη ἐρωτήματα πάνω στή ἔννοια τοῦ Θεοῦ, νά φθάσει νά διερωτηθεῖ σοβαρά γιά τήν πραγματικότητα τῶν μυστηρίων καί τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀντιμετωπίσει τό θεμελιακό ἐρώτημα, μήπως ὁ Θεός δέν βρίσκεται πλέον στίς σκέψεις καί τίς περιγραφές πού δίνει τό Εὐαγγέλιο, καί στίς ἰδέες-δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά στήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου, μήπως δηλαδή τό πραγματικότερο μυστήριο σήμερα, τό ἀληθινό ἔργο τοῦ λαοῦ, ἡ σύγχρονη χριστιανική λειτουργία (λαοῦ-ἔργον) πρέπει νά εἶναι ὄχι ἡ θεία Εὐχαριστία, ἀλλά ἡ πρός τόν πλησίον ἀγάπη, ἡ πολιτική καί ὁ συνδικαλισμός. Γύρω ἀπό αὐτή τήν προβληματική γράφτηκαν βιβλία μέ τούς χαρακτηριστικούς τίτλους «Θεός χωρίς Θεό», «Τό Εὐαγγέλιο τοῦ ἄθεου Χριστιανισμοῦ», «Ἡ νέα οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ», «Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ καί ὁ πολιτισμός τῆς μεταχριστιανικῆς ἐποχῆς» κ. ἄ.

Πρός στό πολύπλευρο καί πολυσήμαντο αὐτό φαινόμενο τοῦ ″θανάτου τοῦ Θεοῦ″ ποιά μπορεῖ ἄραγε νά εἶναι ἡ στάση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς; Ὅπως σέ κάθε θέμα, δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι καί ἐδῶ ταυτόχρονα κριτική καί οἰκοδομητική.

Προσπαθώντας νά ἑρμηνεύσει ὁ ὀρθόδοξος μελετητής τό φαινόμενο τοῦ ἄθεου οὐμανισμοῦ, διαπιστώνει ὅτι πρόκειται στήν οὐσία γιά τό ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ καί ὅτι ἡ διαδικασία ἀνάπτυξης τοῦ σύγχρονου ἀθεϊσμοῦ ἐπαναλαμβάνει, ὅπως ἀποκαλύπτουν τά ἴδια τά κείμενά του, στίς κεντρικές γραμμές τή διαδικασία τῆς πτώσεως.

Ἡ Ἁγία Γραφή διδάσκει πράγματι ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν Ἀδάμ καί τοῦ ἔδωσε τόν προορισμό νά ἑνωθεῖ μαζί Του. Ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου ἦταν νά ὑψωθεῖ σέ Θεάνθρωπο. Γιά νά γίνει αὐτό, ἔπρεπε ὁ Ἀδάμ νά προσανατολισθεῖ σωστά, νά τοποθετηθεῖ θετικά μπροστά στό Θεό καί νά βαδίσει τό δρόμο πού ὁδηγοῦσε σ᾽ Αὐτόν. Ἀλλά ὁ διάβολος κατόρθωσε νά τόν πείσει ὅτι ὁ Θεός τόν ζηλεύει καί θέλει νά τόν κρατᾶ δοῦλο Του καί ἔτσι τόν κίνησε σέ ἀνταρσία, τόν παρέσυρε σ᾽ ἕναν ἄλλο δρόμο, πού θά τόν ὁδηγοῦσε δῆθεν ἀμέσως καί θά τόν ἔκανε τόν ἴδιο καί κατά τρόπο αὐτόνομο Θεό. Ὁ δρόμος ὅμως αὐτός ἦταν οὐσιαστικά ἀνύπαρκτος καί ἔτσι ἡ ἀλλαγή πορείας τοῦ Ἀδάμ δέν ἦταν στήν πραγματικότητα παρά ἕνας ἐκτροχιασμός, μιά συντριβή στό κενό. Μακριά ἀπό τό χῶρο στόν ὁποῖο ἀκούγεται ὁ ζωηφόρος Λόγος τοῦ Θεοῦ, στή χώρα τῆς ἀν-ὑπακοῆς, ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε πλέον καί μακριά ἀπό τήν ἀληθινή ζωή. Ἔχασε τήν ″πνοή τῆς ζωῆς″, πού τοῦ ἔδωσε κατά τή δημιουργία ὁ Θεός. Ξανάγινε πάλι ″χοῦς ἀπό τῆς γῆς″, ξέπεσε στήν ἁπλή βιολογική, τήν ἐν φθορᾷ ζωή, πού εἶναι ὁ θάνατος. Ὁ ζόφος καί τό σκοτάδι, ἡ κυριαρχία τῶν ἐνστίκτων, τό ἄγχος τῆς αὐτοσυντηρήσεως κάνει στό ἑξῆς, μακριά ἀπό τό Θεό, τόν ἄνθρωπο ἀποκρουστικό καί ἐχθρό τόν ἕνα γιά τόν ἄλλο. Ὁ Κάϊν σκοτώνει τόν Ἄβελ καί ὁ ἀνθρωπιστής Sartre ἀνακαλύπτει μέ φρίκη ὅτι «οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ κόλασή του».

Ἡ ἐπαγγελία τοῦ αὐτονόμου ἀνθρωπισμοῦ ἀποδεικνύεται μέ τόν τρόπο αὐτό πώς εἶναι ἡ διαβολική πρόκληση πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἐξορίσει ἀπό τόν κόσμο του τό Θεό: «Θέλω ἀνθρώπους παντοῦ, γύρω μου, πάνω μου, ἀνθρώπους πού νά μοῦ κρύβουν τόν οὐρανό» (Sartre). Τό διώξιμο ὅμως τοῦ Θεοῦ ἀφήνει ἀναπόφευκτα στόν κόσμο ἕνα φρικαλέο κενό: «Σκότωσα τό Θεό, γιατί μέ χώριζε ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά πού ὁ θάνατός του κάνει τελεσίδικο τό χωρισμό» (Sartre).

Ἡ φιλάνθρωπη διάθεση τοῦ γιατροῦ τῆς «Πανούκλας» (Camus) παραχωρεῖ ἔτσι γρήγορα τή θέση της στόν ἀδιάφορο γιά ὅλους καί ὅλα «Ξένο». Ἡ περιγραφή τοῦ μακάβριου κενοῦ τοῦ θανάτου ὁλοκληρώνεται στό «Νεκροί χωρίς τάφο». Ἐνῶ ἡ ἀποσύνθεση τῆς ζωῆς ἀποκαλύπτεται σ᾽ ὅλη της τήν τραγικότητα σέ ἔργα σάν τόν «Τεῖχο» καί τό «Περιμένοντας τόν Γκοντό».

«Τί μέρα εἶναι σήμερα;» ρωτάει ὁ ἕνας ἀλήτης στό ἔργο αὐτό.

- «Πέμπτη.

- Πέμπτη εἶπε ὅτι θά ᾽ρθει.

- Κι ἄν σήμερα εἶναι Παρασκευή;

- Μπορεῖ νά ᾽ναι καί Τρίτη.

- Τί λές, ξαναρχόμαστε αὔριο;

- Ναί, ἀλλά νά φέρουμε καί τό σχοινί.

- Κι ἄν δέν ἔρθει;

- Θά κρεμαστοῦμε.

- Ἄν ἔρθει;

- Θά σωθοῦμε».


Καί σέ λίγο:

- «Εἴμαστε ἀνεξάντλητοι», λέει ὁ ἕνας.

- «Γιά νά μή σκεφτόμαστε», ἀποκρίνεται ὁ ἄλλος.

- «Ὅλο καί βρίσκουμε κάτι πού μᾶς δίνει τήν ἐντύπωση πώς ὑπάρχουμε»!

- «Ὑπάρχουμε, πάλι ὑπάρχουμε, αὐτή ἡ προαιώνια δυστυχία»!...

«Καί ὅλο λένε νά φύγουν», σημειώνει ὁ κριτικός, «καί ὅλο κάθονται ἐκεῖ, στό ἄδειο μέρος. Ἄλλωστε καί νά φύγουν καί πού μένουν δέν ἔχει νόημα. Εἶναι τό ἴδιο. Γιατί τίποτε δέν πρόκειται νά ἀλλάξει. Κι ἀλλοῦ δέν ὑπάρχει παρά ὁ ἀκίνητος θάνατος, κι ἐδῶ δέν ὑπάρχει παρά ἡ θανάσιμη ἀκινησία».

Ἔτσι γίνεται φανερό ὅτι στήν προσπάθειά τους νά σκοτώσουν τό Θεό, ὁ Ἀδάμ καί οἱ σύγχρονοι ἀθεϊστές δέν κατορθώνουν παρά νά σκοτώσουν τόν ἄνθρωπο. Ἀπομακρύνοντας ἀπό τήν κοινωνία τους τό Θεό, χάνουν τό κέντρο τῆς ζωῆς τους, μένουν ἀνέστιοι, ἔρημοι καί νεκροί. Τά ἴδια τά κείμενά τους, ἐνῶ μιλᾶνε γιά τό θάνατο τοῦ Θεοῦ δέν ἀποδεικνύουν στήν πραγματικότητα παρά τό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. Φαίνεται πώς τό ἐρώτημα «νά ζεῖ κανείς ἤ νά μή ζεῖ» βρῆκε ἀπάντηση στήν ἐποχή μας: Νά ζεῖ κανείς καί νά μή ζεῖ.

Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τώρα τήν προσπάθεια τῆς δυτικῆς θεολογίας νά λύσει τό ὀξύ περί Θεοῦ πρόβλημα, ὁ ὀρθόδοξος μελετητής βρίσκεται στήν ἀνάγκη νά ὁμολογήσει μέ εἰλικρίνεια πόσο συμπαθής τοῦ εἶναι ἡ προσπάθεια αὐτή ἀλλά καί πόσο ἀνεπιτυχής καί ἐπικίνδυνη ἀποκαλύπτεται, στό φῶς τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, ἡ λύση πού δίνεται.

Τό νά μιλήσει πράγματι ὁ θεολόγος τή γλώσσα τῆς ἐποχῆς του εἶναι καθῆκον πρωταρχικό. Ἡ μεταγλώττιση τοῦ κηρύγματος εἶναι δικαίωμα ἀναφαίρετο πού τό χάρισε μέ τόν Παῦλο ὁ Χριστός στήν κάθε ἐποχή καί πού τό ἐπιβεβαίωσε ἡ πράξη τῶν Πατέρων τοῦ Δ’ καί τοῦ ΙΔ’ αἰώνα. Ἀλλά καί ἡ πιστότητα στήν ἱστορικότητα τοῦ Χριστοῦ, στό γεγονός δηλαδή ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἀληθινά καί πραγματικά ἄνθρωπος τόν καιρό τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου καί ὅτι σταυρώθηκε, πέθανε καί ἀναστήθηκε καί, μολονότι ἀναλήφθηκε, συνεχίζει νά βρίσκεται ἀληθινά καί πραγματικά, ἱστορικά, μέ τά μυστήρια μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ στούς αἰῶνες τό ἱστορικό σῶμα του, ἀποτελεῖ τόν πυρήνα τοῦ χριστιανισμοῦ. Καί αὐτόν τόν πυρήνα κινδυνεύουν νά ἀρνηθοῦν οἱ δυτικοί θεολόγοι τῆς σχολῆς τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ. Στήν καλοπροαίρετη καί εὐγενική προσπάθειά τους νά προσεγγίσουν τόν ἄθρησκο σημερινό ἄνθρωπο, ἀντί νά κατέβουν στήν οὐσία καί νά προσφέρουν στόν ἄνθρωπο τόν ἀληθινό Θεό, βγαίνουν στήν ἐπιφάνεια, ἐγκαταλείπουν διαδοχικά καί οἱ ἴδιοι τή θρησκεία, τήν Ἐκκλησία, τό Χριστό, φθάνουν σ᾽ ἕνα Θεό χωρίς Χριστό, σ᾽ ἕνα Θεό ἄσαρκο , σέ μιάν ἰδέα, πού μπορεῖ βέβαια νά εἶναι ἕνας κάποιος φιλοσοφικός Θεός, ἀλλά δέν εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ, ὁ Θεός πού σώζει. Ἔτσι ἡ θεολογία αὐτή μπορεῖ νά εἶναι ἐπίκαιρη, ἀλλά δέν εἶναι κήρυγμα σωτηρίας καί παρόλη τή συμπάθεια πού μπορεῖ νά τρέφει ἕνας ὀρθόδοξος γιά τίς προθέσεις της, δέν μπορεῖ παρά νά τονίσει ὅτι, ἄν τελικά ἐπικρατήσει στή Δύση, θά σημάνει ἀναπόφευκτα τό ἱστορικό τέλος τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ.

Ἐκτός ὅμως ἀπό αὐτό τό βασικό κίνδυνο πρέπει νά τονισθεῖ πώς ἡ θεολογία τῆς σχολῆς αὐτῆς εἶναι ἀνίκανη νά συζητήσει στήν οὐσία μέ τόν ἀθεϊσμό. Καί τοῦτο, ἐπειδή ἡ λύση τήν ὁποία προσφέρει εἶναι ἐπιφανειακή καί θεωρητική, δέν ἀγγίζει τήν οὐσία τῶν πραγμάτων καί δέν αἴρει οὔτε στό παραμικρό τίς οὐσιώδεις περί Θεοῦ καί ἀνθρώπου παρεξηγήσεις, πού ὁδήγησαν στήν κατά τοῦ Θεοῦ ἐπανάσταση τοῦ οὐμανισμοῦ.

Τό σύγχρονο ὑπαρξιακό κίνημα ζητάει κατά τρόπο ἐπίμονο καί ἀπόλυτο ἕνα ἀξιοπρεπές νόημα γιά τή ζωή καί ἕναν ἀξιοπρεπή προορισμό γιά τόν ἄνθρωπο. Ἀλλά ἡ θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ, ἀντί νά ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο, ἐκκοσμικεύει τό Θεό καί ἔτσι ἀναπόφευκτα ὑποβιβάζει ἀκόμα περισσότερο τόν ἄνθρωπο. Στό φαῦλο κύκλο πού δημιουργεῖται, ἡ κίνηση εἶναι φυγόκεντρη καί ἀπομακρύνει ὅλο καί περισσότερο τή δυτική σκέψη, φιλοσοφική καί θεολογική, ἀπό τήν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας πού εἶναι ἡ ἱστορική ἀνασυγκρότηση καί ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἡ νοηματοποίηση, ἑνοποίηση καί ἀθανατοποίηση τῆς μιᾶς καί μοναδικῆς ἐπίγειας μαζί καί οὐράνιας ζωῆς του.

Στό σημεῖο αὐτό ἀποκαλύπτεται ἡ κεντρική ἀδυναμία τῆς δυτικῆς σκέψης, δηλαδή ὁ χωρισμός καί ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στό ἱστορικό καί τό ὑπερβατικό, τό ἐπίγειο καί τό οὐράνιο, τό χρονικό καί τό αἰώνιο. Ὅσα εἴπαμε ὥς ἐδῶ ἔδειξαν ὅτι ἡ μεταγενέστερη δυτική θεολογία ὑποτίμησε τό ἱστορικό γιά χάρη τοῦ ὑπερβατικοῦ, ὅτι ὁ οὐμανισμός, φθάνοντας στό ἄλλο ἄκρο ἀπέρριψε τό ὑπερβατικό γιά νά διασώσει τό ἱστορικό, καί ὅτι ἡ μοντέρνα δυτική θεολογία, γιά νά πλησιάσει τόν οὐμανισμό, κηρύττει ἕνα νέο σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου ἐκκοσμικευμένο Θεό. Ἀλλά ἔτσι ἡ ἀπομάκρυνση εἶναι μεγάλη καί ἡ ἀνάγκη γιά τήν παρέμβαση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποκαλύπτεται ἄμεση.

Ποιά ὅμως θά μποροῦσε νά εἶναι ἡ συμβολή τῆς Ὀρθοδοξίας στή λύση τοῦ προβλήματος αὐτοῦ; Τά ὅρια ἑνός δοκιμίου δέν ἐπιτρέπουν νά δοθεῖ στό ἐρώτημα πλήρης καί διεξοδική ἀπάντηση. Μετά τήν παρουσίαση καί τήν ἑρμηνεία τοῦ φαινομένου, ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά γίνει στή συνέχεια εἶναι νά προσδιορίσουμε μιά νέα κατεύθυνση λύσεως, μιά νέα προοπτική μέσα στήν ὁποία τό πρόβλημα εἶναι νά κατανοηθεῖ πληρέστερα καί νά λυθεῖ ἀνετότερα, νά ὑπογραμμίσουμε δηλαδή μερικές βασικές καί ἀναγκαῖες γιά τή λύση τοῦ προβλήματος προϋποθέσεις.

Ἡ νέα αὐτή προοπτική πού προτείνει ἡ Ὀρθοδοξία, μπορεῖ ἀπό τήν ἀρχή νά χαρακτηριστεῖ ὄχι σάν κλασματική καί ἀποσπασματική, ἀλλά ὡς συνθετική καί καθολική. Στήν προοπτική αὐτή τά πράγματα ἀντί νά χωρίζονται ἤ νά ἀντιδιαστέλλονται, ἀλληλοσυμπληρώνονται καί ἑνώνονται. Αὐτό φαίνεται καθαρά καί στά τρία ἀντιθετικά ζεύγη, αἰωνιότης ἤ χρόνος, μέλλουσα ἤ παρούσα ζωή, Θεός ἤ ἄνθρωπος, πού ὅπως εἴδαμε βρίσκονται στή ρίζα τοῦ προβλήματος τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ καί ταλαιπωροῦν τίς τελευταῖες δεκαετίες τή Δύση. Γιά τή Δύσι ἡ ταλαιπωρία αὐτή εἶναι φυσική καί ἀναπόφευκτη, γιατί ἀπό τή στιγμή πού οἱ πραγματικότητες πού ἀποτελοῦν τά παραπάνω ζεύγη χωριστοῦν καί τοποθετηθοῦν μπροστά στόν ἄνθρωπο ἀντιθετικά, χάνουν τή γνησιότητά τους, μετατρέπονται σέ δυό φοβερές χοάνες, ἔτσι ὥστε σέ ὁποιαδήποτε κι ἄν προτιμήσει νά πέσει ὁ ἄνθρωπος, καταποντίζεται.

Ἐνῶ στήν ὀρθόδοξη προοπτική οἱ πραγματικότητες αὐτές συνυπάρχουν, ἡ μιά προσδιορίζει τήν ἄλλη καί ταυτόχρονα ὁλοκληρώνεται ἀπό τήν ἄλλη.

Ὁ Γιάννης Ξενάκης ἔλεγε πρό καιροῦ ὅτι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει στή σύνθεση τῆς μουσικῆς του εἶναι ἡ μονοδιάστατη ἀντίληψη τοῦ χρόνου πού διαθέτουμε, ὁ εὐθύγραμμος χωρισμός τοῦ χρόνου σέ παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Καί διαλογιζόταν ποιές καινούργιες προοπτικές θά ἀνοίγονταν στή μουσική, ἀλλά καί στίς ὑπόλοιπες δημιουργίες τοῦ ἀνθρώπου, ἄν μποροῦσε νά ὑπάρξει μιά ἄλλη ἀντίληψη τοῦ χρόνου πού θά ξεπερνοῦσε αὐτό τό γνωστό μας σχῆμα. Ἀλλά ἡ ἄλλη αὐτή ἀντίληψη ὑπάρχει. Ὁ χρόνος στόν ὁποῖο τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία ἔχει μέσα του πραγματικά ἐνεργό τόσο τό παρελθόν, ὅσο τό παρόν καί τό μέλλον. Μέσα στήν ὀρθόδοξη παράδοση τό νόημα τοῦ χρόνου βρίσκεται ἀκριβῶς στό ὅτι προσδιορίζει, κάνει συγκεκριμένη καί ἀποκαλύπτει τήν αἰωνιότητα, ἐνῶ ἀπό τό ἄλλο μέρος ἡ αἰωνιότης ὁλοκληρώνει τό χρόνο, ἀποτελεῖ τό τέλος του, δηλαδή τό σκοπό καί τό περιεχόμενό του.

Ἡ σχέση αὐτή ἀποκαλύπτεται μέ μεγαλύτερη σαφήνεια στό δεύτερο ζεῦγος, σέ ὅ,τι δηλαδή ἀφορᾶ τή μέλλουσα καί τήν παρούσα ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Γιά τήν Ὀρθοδοξία ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία καί ἑνιαία, εἶναι ἡ ζωή ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ προσώπου, τό ὁποῖο ἀρχίζει νά ὑπάρχει ἐδῶ καί συνεχίζει νά ὑπάρχει χωρίς καμιά διακοπή στόν οὐρανό. Ἔτσι ἡ μέλλουσα ζωή δέν συνθλίβει οὔτε σχετικοποιεῖ τήν παρούσα, ἀλλά ἀντίθετα, τῆς δίνει νόημα καί συνέχεια, ἀφοῦ ὅ,τι κάνουμε σ᾽ αὐτή τή ζωή δέν εἶναι τυχαῖο καί ἀποσπασματικό, ἀλλά εἶναι κάτι πού προορίζεται νά μείνει καί στήν ἄλλη. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἄποψη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μιά ψυχή φυλακισμένη σ᾽ ἕνα σῶμα, δηλαδή μιά ψυχή πού θά ἀρχίσει νά ζεῖ ὅταν ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ἕνα πρόσωπο πού ἀρχίζει νά ζεῖ μιά χρονική στιγμή καί καλεῖται νά μήν πεθάνει, ἀλλά νά ζήσει αἰώνια. Ψυχή, ὅπως εἶναι γνωστό, σημαίνει στή γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ζωή ἀληθινή καί αἰώνια καί τό «τί ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος ἐάν τόν κόσμον ὅλον κερδίσῃ τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ ζημιωθῇ» σημαίνει ἀκριβῶς «τί θά ὠφεληθεῖ ἕνας ἄνθρωπος ἄν κερδίσει ὅλο τόν κόσμο καί χάσει τή ζωή του;» ἤ «τί ἀντάλλαγμα μπορεῖ νά δώσει κανείς σ᾽ ἕναν ἄνθρωπο γιά νά πάρει τή ζωή του;»

Ἔτσι ἡ ἀντίδραση τοῦ Camus στό νά δεχθεῖ τή μέλλουσα ζωή, πού εἴδαμε ὅτι ὀφείλεται στό γεγονός πώς δέν βλέπει νά ὑπάρχει καμιά σχέση ἀνάμεσα σ᾽ αὐτή καί σέ τούτη ἐδῶ τή ζωή, γίνεται φανερό ὅτι στήν προοπτική αὐτή αἴρεται. Εἶναι μάλιστα ἀπό τήν ἄποψη αὐτή χαρακτηριστική ἡ ἀναφώνησή του ὅταν διάβασε τό βιβλίο τοῦ Λόσσκυ, «Ἡ μυστική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς»: «Ἐπί τέλους τώρα μποροῦμε νά συζητήσουμε μέ τό Χριστιανισμό».


Ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς καθολικῆς αὐτῆς ὀρθόδοξης προοπτικῆς εἶναι φανερή καί στήν ἄρση τοῦ τρίτου ἀντιθετικοῦ ζεύγους, στήν κατάργηση τῆς ἀντιδικίας ἀνάμεσα στό Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Ἡ σχετική διδασκαλία τῶν ὀρθόδοξων Πατέρων τῆς Ἀνατολῆς θεωρεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς τήν «δόξα», δηλαδή τή φανέρωση καί τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι γιά τήν Ὀρθοδοξία ἀληθινά καί πραγματικά ἡ ἐν χρόνῳ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ταυτόχρονα καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέ βρίσκει τήν ὁλοκλήρωση καί τήν πληρότητά του παρά μόνο στό Θεό. Τό ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο «κατ᾽ εἰκόνα Του» σημαίνει γιά τούς ὀρθόδοξους Πατέρες ὅτι τόν ἔπλασε μέ τόν προορισμό νά ἑνωθεῖ μαζί Του. Ὁ ἄνθρωπος, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι «Θεός κεκελευσμένος». Τείνει πρός τό Θεό, καλεῖται νά ὑψωθεῖ ὥς τό Θεό, νά γίνει θεάνθρωπος. «Καί γάρ διά τόν καινόν Ἄνθρωπον» (τόν Θεάνθρωπο), γράφει ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, συζητώντας τόν ΙΔ’ αἰώνα μέ τούς ἀνθρωπιστές, «ἀνθρώπου φύσις συνέστη τό ἐξ ἀρχῆς.καί νοῦς καί ἐπιθυμία πρός Ἐκεῖνον κατεσκευάσθη. Καί λογισμόν ἐλάβομεν, ἵνα τόν Χριστόν γινώσκωμεν.ἐπιθυμίαν, ἵνα πρός Ἐκεῖνον τρέχωμεν. Μνήμην ἔσχομεν ἵν᾽ Ἐκεῖνον φέρωμεν, ἐπεί καί δημιουργημένοις Αὐτός ἀρχέτυπον ἦν». Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο κατά τόν ἴδιο Πατέρα, ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τό ὕψιστο «κατάλυμα τῶν ἀνθρωπίνων ἐρώτων», τό ἔσχατο καί τό ἀκρότατο τῶν ἐφετῶν. Ἔτσι ὁ Θεάνθρωπος, πού, ἀντί νά χωρίζει ἑνώνει ὑποστατικά, ἀσύγχυτα, καί ἀδιαίρετα, τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο, εἶναι ἡ καλύτερη ἀποκάλυψη καί τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ, τό κλειδί γιά τήν κατανόηση ὁλοκλήρου τοῦ ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ὁλοκληρώνει τόν ἄνθρωπο, ἀποκαλύπτει τό Θεό, εἶναι ἡ τελείωση τῆς Ἱστορίας. Γι᾽ αὐτό καί ἀποτελεῖ τό ὕψιστο καί ἔσχατο κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὁ Θεός καί ἄνθρωπος Χριστός εἶναι, πρῶτα, ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθινῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, γιατί εἶναι ὁ τελειότατος Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, τό ὕψιστο γέννημα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὁ Ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἀναδύεται, ἐμφανίζεται στήν ἱστορία, τή στιγμή πού ἡ ἀνθρώπινη φύση φθάνει στόν ἔσχατο προορισμό της, πού ἑνώνεται ὑποστατικά μέ τή θεία. Ὑπῆρξαν πολλοί ἄθεοι μέσα στούς αἰῶνες πού ὑποστήριξαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει Θεός ἀνεξάρτητα ἀπό τό Θεό. Ἀλλά ἡ αἵρεση ποτέ δέν εἶναι τόσο τολμηρή ὅσο ἡ ἀλήθεια. Καί κανένας ποτέ αἱρετικός δέν ἔφθασε στήν τόλμη τῶν ὀρθόδοξων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι, ὅπως τούς ἑρμηνεύει μέ σαφήνεια ἀπαράμιλλη στίς Θεομητορικές ὁμιλίες του ὁ Καβάσιλας, τονίζουν ὅτι μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ὄχι ἁπλῶς μπορεῖ νά γίνει Θεός, ἀλλά καί νά γεννήσει μέσα στήν ἱστορία τό Θεό. Γιά τήν Ὀρθοδοξία τό μεγαλεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσης εἶναι ἀκριβῶς τό ὅτι ἀξιώνεται νά γίνει Θεοτόκος. Καί αὐτό τό μεγαλεῖο ἀποκαλύπτει, διασφαλίζει καί πιστοποιεῖ ὁ Μονογενής Υἱός τῆς Θεοτόκου.

Ἀλλά ὁ Θεός καί ἄνθρωπος Χριστός ἀποκαλύπτει καί τήν πραγματική φύση τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀποκαλύπτει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, καί εἶναι γνωστό ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα βεβαιώνει μέ τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν». Πρόκειται γιά μιά ἀγάπη πού δέν εἶναι οἶκτος ἤ ἐλεημοσύνη, ἀλλά πραγματική φιλία, βαθύς δηλαδή σεβασμός καί ἐκτίμηση, φιλανθρωπία. Γιατί ὁ Θεός, παρόλο πού μπορεῖ, δέ νικᾶ ὁ Ἴδιος μέ τή δύναμή Του τό θάνατο καί τό διάβολο, δέν χαρίζει συγκαταβατικά στόν ἄνθρωπο τή σωτηρία, ἀλλά γίνεται ἀληθινός καί πραγματικός ἄνθρωπος, ἔτσι ὥστε ἕνας ἄνθρωπος νά νικήσει τό θάνατο, γιά νά μποροῦν στή συνέχεια ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά τόν νικήσουν. Ὑπομένει ὁ Θεός, ὡς ἄνθρωπος πού ἦταν, τούς ἐμπτυσμούς καί τούς κολαφισμούς, γιά νά καθαρισθεῖ καί νά λάμψει στό ἀρχέγονο κάλλος του ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Πιλάτος τή Μ. Παρασκευή, δείχνοντας τόν ταπεινωμένο Θεό, ἀναφωνεῖ τό ἀποκαλυπτικό: «Ἴδε ὁ Ἄνθρωπος».

Ἀκόμα περισσότερο, ὁ Θεός συγκαταβαίνει, πεθαίνει ἀληθινά καί πραγματικά ὡς ἄνθρωπος πραγματικός πού ἦταν, καί ἀφοῦ ἦταν Θεός, ἀνασταίνεται. Καί ἔτσι μέσα στό Χριστό ἀνασταίνεται ὁ ἄνθρωπος. «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν... τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Ὁ σκοπός συνεπῶς γιά τόν ὁποῖο πεθαίνει ὁ Θεός, γίνεται ἔτσι φανερό, ὅτι εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτό ἀκριβῶς τό σκοπό θέλει νά κάνει φανερό καί νά πιστοποιήσει ὁ Κύριος, ὅταν λίγες μέρες πρίν ἀπό τό θάνατό Του περνάει ἀπό τή Βηθανία κι ἀνασταίνει τό Λάζαρο. «Τήν κοινήν ἀνάστασιν πρό τοῦ Σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τόν Λάζαρον, Χριστέ ὁ Θεός», τονίζει τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς.

Ἀλλά ἤδη γίνεται φανερό πώς ἡ ὀρθόδοξη προοπτική, στήν ὁποῖα προσπαθήσαμε νά τοποθετήσουμε τό θέμα μας, μᾶς ὁδηγεῖ στόν πυρήνα τοῦ προβλήματος, τόν ἱστορικό δηλαδή καί πραγματικό θάνατο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί φθάνοντας στόν πυρήνα βλέπουμε νά ξεπηδάει μπροστά μας καί ἡ λύση. Γιατί ἡ ἴδια ἡ φύση τῶν πραγμάτων μᾶς παρουσιάζει μέ σαφήνεια ὡς ὀρθόδοξη ἀπάντηση στό κήρυγμα τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου.

Τό σημεῖο αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά κεντρικά θέματα τῆς χαρμόσυνης ἀγγελίας τῆς σωτηρίας. Ἀκριβέστερα, εἶναι ἡ ἴδια ἡ σωτηρία. «Εἰ γάρ νεκροί οὐκ ἐγείρονται», διακηρύττει ὁ Ἀπ. Παῦλος, «μάταια ἡ πίστις ἡμῶν». «Νυνί δέ Χριστός ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων». Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος καλεῖ τούς ἀνθρώπους σέ πανηγυρισμό: Κανείς πλέον ἄς μή θρηνεῖ γιά ἁμαρτίες καί πταίσματα, «συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος». Πλέον «ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες. Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι. Ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐν τῷ μνήματι».

Ἀπό τό ὕψος αὐτό τῆς ἀληθινῆς καί πραγματικῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου ὁλόκληρη ἡ προβληματική τῶν φιλοσόφων καί τῶν θεολόγων τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ γίνεται φανερό πώς βρίσκεται σέ δεύτερη μοίρα. Εἴδαμε πράγματι, ὅτι οἱ ἐκπρόσωποι τῆς σχολῆς αὐτῆς μιλοῦν ὄχι γιά τόν ἱστορικό θάνατο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γιά τό θάνατο μιᾶς ἰδέας περί τοῦ Θεοῦ. Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ εἶναι γι᾽ αὐτούς ἕνα λεκτικό τέχνασμα, πού χρησιμοποιεῖται γιά νά καλύψει τήν ὄζουσα πραγματικότητα, πού, ὅπως μᾶς ἔδειξε ἡ σύντομη μελέτη τῶν κειμένων τους, εἶναι καί γι᾽ αὐτούς τούς ἰδίους ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά τό κήρυγμα τῆς Ὀρθοδοξίας, πού δέν εἶναι μιά ἰδεολογία ἤ μιά φιλοσοφία, ἀλλά μιά πραγματική ἱστορία, εἶναι ὁ πραγματικός καί ἱστορικός θάνατος τοῦ Θεοῦ, πού φέρνει ἀκριβῶς τήν πραγματική καί ἱστορική ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου. «Ὁ δέ Ἰησοῦς... κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τό πνεῦμα. Καί ἰδού τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο, καί ἡ γῆ ἐσχίσθη καί αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν καί τά μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καί πολλά σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη καί ἐξελθόντα ἐκ τῶν μνημείων εἰσῆλθον εἰς τήν ἁγίαν πόλιν καί ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς».

Ἔτσι γίνεται φανερό πώς ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μπορεῖ νά κηρύξει πολύ πιό πραγματικά ἀπό τούς ἀθέους τό θάνατο τοῦ Θεοῦ. Τήν Μ. Παρασκευή στόν Ἐπιτάφιο οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί γιορτάζουν ἀληθινά καί πραγματικά αὐτό τό θάνατο. Ἀλλά τό θαῦμα τῆς Μ. Παρασκευῆς εἶναι ὅτι οἱ πιστοί κηδεύοντας τό Θεό πανηγυρίζουν τή νέκρωση τοῦ θανάτου καί τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. «Τέτρωται Ἅδης ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος τόν τρωθέντα λόγχῃ τήν πλευράν. Καί στένει πυρί θείῳ δαπανώμενος, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελῳδούντων, Λυτρωτά, ὁ Θεός εὐλογητός εἶ». «Σύ γάρ τεθείς ἐν τάφῳ κραταιέ, ζωαρχική παλάμῃ τά τοῦ θανάτου κλεῖθρα διεσπάραξας καί ἐκήρυξας τοῖς ἀπ᾽ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι λύτρωσιν ἀψευδῆ, Σῶτερ, γεγονώς νεκρῶν πρωτότοκος». Ὁ Χριστός λοιπόν πέθανε πραγματικά, ἀλλά πέθανε γιά νά συναντήσει τόν ἄνθρωπο ἐκεῖ πού βρίσκεται, μέσα στή φθορά καί τό θάνατο, μέσα στήν ὀδύνη καί τήν ἀπογοήτευση, μέσα στό ἀνόητο καί τό παράλογο, καί νά τόν ἀναστήσει.

Ἄν δέν πέθαινε, ἡ σάρκωσή του δέν θά ἦταν πλήρης, θά ἦταν φαινομενική. Ἀλλά πέθανε πραγματικά, γιατί πῆρε στά σοβαρά τή θνητή κατάστασή μας. Γιατί ἔγινε σέ ὅλα τά σημεῖα, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία, ὅ,τι εἴμαστε κι ἐμεῖς. Ὁ ἄνθρωπος ἐγκατέλειψε τό Θεό, ἐκτροχιάστηκε στό κενό καί ἐξαφανίστηκε μέσα στήν ἁμαρτία. Καί ὁ Θεός κενώνεται μέσα στό χῶρο τῆς ἁμαρτίας, φοράει ἀναμάρτητα ὡς σάρκα του τή σάρκα τῆς ἁμαρτίας καί τήν ἁγιάζει. Χύνεται σάν μύρο στό βόρβορο τῆς δυσωδίας καί μετατρέπει τή δυσωδία σέ εὐωδία. Ζεῖ τήν ἁπλή καθημερινή ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς δίνει νόημα, τή γεμίζει ἀπό τήν αἰωνιότητα. Ἐργάζεται χειρωνακτικά γιά νά φανερώσει ὅτι καί ἡ πιό μονότονη καθημερινή δουλειά ἔχει αἰώνιο σκοπό καί περιεχόμενο. Ὑποφέρει, θλίβεται, ἀγωνιᾶ γιά νά μή μείνει κανένα τμῆμα καί καμιά μορφή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, πού νά μή τήν ἔχει ὁ Ἴδιος ζήσει. Καί, ὁλοκληρώνοντας αὐτή τή συμμετοχή στά ἀνθρώπινα, φθάνει ὥς τό θάνατο. Γιατί θέλει νά εἶναι κοντά μας ὁπουδήποτε κι ἄν βρισκόμαστε. Ἔτσι, ἄν βρεθοῦμε στή χειρότερη ἀπελπισία, πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι δίπλα μας, γιατί ἔζησε τήν ἀπελπισία. Ἄν βρεθοῦμε στήν ἀγωνία, ὁ Χριστός εἶναι πάλι δίπλα μας, γιατί ἔζησε τήν ἀγωνία. Ἄν βρεθοῦμε σέ ἐγκατάλειψη καί μοναξιά, μποροῦμε νά ξέρουμε πώς κανείς δέν ὑπῆρξε περισσότερο μόνος ἀπό Αὐτόν πού ἔνιωσε πάνω στό Σταυρό νά τόν ἐγκαταλείπει ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας του. Ὅσο χαμηλά καί νά κατεβοῦμε, ὅσο καί νά ξεπέσουμε, ὁ Χριστός εἶναι κάτω ἀπό μᾶς, ἀφοῦ βρίσκεται στόν Ἅδη. Ἀκόμα κι ἄν πεθάνουμε, μέσα στό χάος τοῦ θανάτου μᾶς περιμένει ὁ Χριστός.

Γι᾽ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἡ ἀπογοήτευση, ἀλλά ἡ παρηγοριά καί ἐλπίδα τῶν πιστῶν. «Ὁ Σταυρός Σου, Κύριε, ζωή καί ἀνάστασις ὑπάρχει τῷ λαῷ σου». Καί τό κήρυγμα τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύεται ἔτσι τό καύχημα, ἡ νίκη καί ἡ δόξα ὄχι τῶν ἀπίστων, ἀλλά τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ εἶναι ταυτόσημος μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός πέθανε, ἀλλά ὁ Χριστός ἀνέστη. Μιά Κυριακή πρωί στήν Ἰερουσαλήμ ἐπί Ποντίου Πιλάτου ἀνέστη ἀληθινά καί πραγματικά ὁ Χριστός. Πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἀνέστη ἀληθινά καί πραγματικά ὁ ἄνθρωπος. Γιατί ὁ Χριστός ἀναστάς συνέτριψε τά δεσμά τῆς φθορᾶς καί ἐλευθέρωσε τόν αὐτοδεσμώτη ἄνθρωπο, νέκρωσε τό κεντρί τοῦ θανάτου καί χάρισε στόν ἄνθρωπο τή ζωή. Γκρέμισε τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ, «ἥνωσε τά τό πρίν διεστῶτα», ἔφερε στό θάνατο τή ζωή, στό χρόνο τήν αἰωνιότητα, στή γῆ τόν οὐρανό, στόν ἄνθρωπο τό Θεό, «πάντα ἀναμίξ γέγονε».

Ἀφοῦ ὅμως ἡ ἀνάσταση αὐτή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάσταση ὄχι μονάχα τῆς ψυχῆς, μά καί τοῦ σώματός του, εἶναι φυσικό νά ἀκολουθεῖται καί ἀπό τήν ἀνάσταση τῶν ἔργων τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πολιτισμοῦ, καί μαζί καί τῆς κτίσης, πού εἶναι ἡ προέκταση τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου. Μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ , τό Ἅγιο Πνεῦμα ξεχύνεται σέ ὁλόκληρη τήν κτίση, τό ψωμί καί τό κρασί μετατρέπονται σέ Σῶμα καί σέ Αἷμα Χριστοῦ. Σπάζουν οἱ περιορισμοί τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου, ἀρχίζει ὁ καινούργιος λειτουργικός χρόνος καί ὁ καινούργιος λειτουργικός χῶρος, ἐγκαινιάζονται οἱ καιροί τῶν ἐσχάτων.

«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια. Ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις τήν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται».

«Φωτίζου, φωτίζου, ἡ νέα Ἰερουσαλήμ. Ἡ γάρ δόξα Κυρίου ἐπί σέ ἀνέτειλε. Χόρευε νῦν καί ἀγάλλου Σιών. Σύ δέ ἁγνή τέρπου Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου σου».

Τό ὅτι πέθανε λοιπόν ὁ Θεός ἔγινε φανερό πώς σημαίνει γιά τήν Ὀρθοδοξία ὅτι ἀνέστη ὁ ἄνθρωπος καί καθετί πού δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅτι, σέ τελευταία ἀνάλυση, ἔχει νόημα καί ἐνδιαφέρον, ὅτι γίνεται ὡραία καί ἀθάνατη ἡ ζωή.

Η αληθινή αγάπη φωτίζει με υπερφυσικό φως το πρόσωπο αυτού…

Η αληθινή αγάπη φωτίζει με υπερφυσικό φως το πρόσωπο αυτού… Μίμηση του Χριστού σημαίνει πρώτ’ απ’ όλα μίμηση της αγάπης του Χριστού προς τον άνθρωπο. Να θυσιάζουμε «τα θελήματα της σαρκός» (Εφ. 2, 3) χάριν της αγάπης του αδελφού μας.
Αυτός, που αγαπά τον πλησίον του με την αληθινή, τη σύμφωνη με το θέλημα του Θεού αγάπη, νοιώθει μέσα του απέραντη ειρήνη και χαρά. Αυτός, που «αγαπά» με την ψεύτικη, την επιφανειακή, την υποκριτική, τη σαρκική, τη φιλήδονη «αγάπη», νοιώθει μέσα του σύγχυση και ταραχή.
Η αληθινή αγάπη είναι συνυφασμένη με πνεύμα ταπείνωσης, θυσίας και προσφοράς. Αυτός, που αγαπά σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, θυσιάζει τις επιθυμίες του και την ανάπαυσή του χάριν αυτού, που αγαπά. Η αγάπη, που δεν είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, συνδέεται με πνεύμα εγωισμού. και αυτός, που έχει τέτοια «αγάπη», αντί να θυσιάζεται για τον άλλο, όλο ζητά να θυσιάζεται ο άλλος γι’ αυτόν.
Η αγάπη προς τον εχθρό μας κρύβει μεγάλη σοφία. Όταν ανταποδίδουμε καλό αντί κακού, γινόμαστε μιμητές του Χριστού. Τότε έρχεται και μας επισκιάζει η Χάρις Του! Μας πλημμυρίζει η Χάρις του Αγίου Πνεύματος! Οι Άγιοι αγαπούσαν ακόμα και τους διώκτες τους. Και αυτό ακριβώς το γεγονός ήταν καθοριστικό, ώστε να αναδειχθούν από τον Χριστό γνήσιοι φίλοι Του, Άγιοί Του!
Η αγάπη προς τον πλησίον μας δεν πρέπει να μένη μόνο στα λόγια, αλλά κυρίως να προχωρά στα έργα. Η αληθινή αγάπη φωτίζει με υπερφυσικό φως το πρόσωπο αυτού, ο οποίος αγαπά. Το πρόσωπο εκείνου, ο οποίος μισεί, είναι συνωφρυωμένο και συννεφιασμένο, μέχρι και σκοτεινό.
Η αληθινή αγάπη δεν χαίρεται με τις συμφορές του πλησίον, ούτε λυπάται με τις επιτυχίες του.
Η αγάπη μας προς τον Θεό και προς τους συνανθρώπους μας είναι αλληλένδετες. Δεν μπορεί να υπάρχη η μία, χωρίς να υπάρχη και η άλλη. Διαφορετικά, ούτε τον Θεό αγαπούμε αληθινά, ούτε τον πλησίον μας πραγματικά.
Πιο πολύ να αγαπούμε αυτούς, που μας ελέγχουν, παρά αυτούς, που μας κολακεύουν.
Δεν υπάρχει αληθινή αγάπη, χωρίς το πνεύμα της θυσίας. Η αγάπη του Χριστού προς εμάς είναι αχώριστα συνδεδεμένη με τη Σταυρική Του θυσία. Σταυρός και Αγάπη πάνε αχώριστα μαζί.
Πολέμησε το μίσος, που δείχνει ο άλλος προς εσένα, με όπλο την αγάπη, που εσύ θα δείχνης προς αυτόν. Δείξε αγάπη σ’ αυτόν, που σου δείχνει κακία. Έτσι και μόνον έτσι υπάρχει ελπίδα να μετατρέψης τη μοχθηρία του σε καλωσύνη.
Αυτός, που έχει κακία, γεύεται θάνατο, ενώ αυτός, που έχει αγάπη, γεύεται αιώνια ζωή.
Ο ωραιότερος και αποτελεσματικώτερος τρόπος να εκδικηθής αυτόν, που σε έβλαψε, είναι να τον ευεργετήσης.
Γέροντας Γερμανός Σταυροβουνιώτης
Πηγή: xristianos

Ο Σταυρός. Το θεμέλιο της νέας εν Χριστώ Ζωής



Του π. Ηλία Βολονάκη

Η Εκκλησία μας στα μέσα της αγίας και μεγάλης Τεσσαρακοστής προβάλλει στο μέσο του ναού τον Τίμιο Σταυρό. Τον υψώνει για να τον δούμε, να πάρουμε δύναμη, να παρηγορηθούμε, να χαρούμε, να δοξολογήσουμε και να ασφαλιστούμε. Ο Τίμιος και ζωοποιός Σταυρός άνοιξε τις στράτες και προς τον ουρανό και προς τους ανθρώπους.

Ο απόστολος Παύλος τονίζει ότι ο Σταυρός είναι η συμφιλίωση του ανθρώπου με τον Θεό. “Παρότι ήμασταν εχθροί με τον Θεό, μας συμφιλίωσε μαζί του ο σταυρικός θάνατος του Υιού του” (Ρωμ. Ε’10).

Μάλιστα. Ο Ιησούς είναι το παν για μας η πρώτη και στερνή μας αγάπη.

Ο μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος, ,μας λέγει. Καθώς βλέπουμε τον Χριστό πάνω στον Σταυρό νοιώθουμε σαν να ρωτά τον καθένας μας:

“Είσαι ευχαριστημένος που υπέφερα για σένα; Αν εσύ είσαι ευχαριστημένος, είμαι κι εγώ ευχαριστημένος. Είναι μια χαρά, μια ευδαιμονία, μια ατέλειωτη ικανοποίηση για μένα το ότι κάτι υπέφερα για σένα. κι αν μπορούσα να υποφέρω περισσότερο, θα υπέφερα”.

Ο Ιουστίνος Πόποβιτς γράφει:

Ο Σταυρός είναι η δύναμη του Θεού και η δόξα του Θεού, γι αυτό είναι και ανθρώπινη δύναμη και ανθρωπινη δόξα.

Ο Σταυρός του Χριστού είναι θεμέλιο της νέας ζωής εν Χριστώ Ιησού.

Είναι θεμέλιο όλου του Ευαγγελίου, της πίστεως, της ελπίδας, της αγάπης, της προσευχής, της νηστείας, της ταπεινοφροσύνης, της πραότητας, της ανοχής, της απάθειας και της θεοποίησης. Ο Σταυρός είναι η δύναμη του Θεού, με την οποία οι άνθρωποι που πιστεύουν νικούν όλους τους θανάτους, όλες τις αμαρτίες, όλα τα κακά.

Βέβαια ο Χριστός δεν μας προσφέρει ένα δρόμο που παρακάμπτει την οδύνη, αλλά ένα δρόμο μέσα απ’ αυτήν. Οχι υποκατάσταση, αλλά λυτρωτική συμπόρευση. Ο Ιησούς μας εβεβαίωσε: “Κι εγώ θα είμαι μαζί σας πάντα, ως τη συντέλεια του κόσμου” (Ματθ. Κη’20).

Και κάτι για τον σύγχρονο άνθρωπο. Ο Θεός δεν είναι αφηρημένη ιδέα που πρέπει να πιστέψεις. Οϋτε η προσωποιποίηση του καλού που πρέπει ναθαυμάσεις, ούτε μια απόμακρη οντότητα που πρέπει να ανακαλύψεις.

Ο Θεός είναι πρόσωπο που πρέπει ο κάθένας μας να συναντήσει και να συμπορευθεί.

Η μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι μια περίοδος “επαναπροσδιορισμού”, της ύπαρξής μας. Μια περίοδος συναίσθησης της προσωπικής μας αστοχίας και αποτυχίας στο να ολοκληρωθούμε σαν πρόσωπα μεταξύ μας και με το Θεό και να ζήσουμε μια νέα ζωή (Ρωμ., στ4)

Ετσι αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο της μεγάλης Τεσσαρακοστής, “όστις θέλει” διαλέγει ελεύθερα να συμπορευθεί μαζί με τον Χριστό στο δρόμο για το Μυστικό δείπνο, τον κήπο των ελαιών, το φρικτό Γολγοθά και φθάνοντας ελπιδοφόρα στον Πανάγιο Τάφο, προσμένει - νηφάλιος και ειρηνικός - την προσωπική του ανάσταση.

Το αίμα της Σταυρικής θυσίας του Χριστού δεν μας δίνει απλά τη δυνατότητα να σωθούμε, αλλά είναι ο τρόπος για να ζήσουμε αιώνια ενωμένοι με το Χριστό.

Μάλιστα από αυτόν τον κόσμο μέσα από το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας που τελείται στην Εκκλησία.

Για να επανέλθουμε στον Τϊμιο Σταυρό κλείνουμε με τα λόγια του Αγίου Ανδρέα Κρήτης:

“Ο Σταυρός είναι σκάλα, που ανεβάζει εις τους ουρανούς, οδός που οδηγεί προς την αρετή.

Είναι πρόξενος ζωής πνευματικής, κατάργησης του θανάτου, απαλλαγή από την φθορά. Δίδει στην ψυχή την παρόρμηση προς τον Θεόν. Είναι το κλειδί δια την βασιλεία των Ουρανών”.

«…ζητείτε την βασιλείαν του Θεού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». (Ματθ. 6, 33)

«… ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.»
Με τη βοήθεια του Θεού, πέρασε ένας χρόνος από την προηγούμενη συνάντησή μας εδώ μέσα στον Ι. Ν. του Αγίου Νικολάου. Δόξα τω Θεώ ξανασυναντιόμαστε. Ευχαριστώ τον Σεβασμιώτατο Δεσπότη μας για την πρόσκληση και σας που συγκεντρωθήκατε να ανταμώσουμε, να προσευχηθούμε και να πούμε δυο λόγια με αφορμή τη φράση του Ιερού Ευαγγελίου εκ του κατά Λουκάν, (κεφ. 12 στιχ. 31) «… ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.»
Να διαβάσουμε σε μετάφραση όλο το κομμάτι: Είπε τότε ο Ιησούς στους μαθητές Του: «Γι’ αυτό σας λέω να μην αγωνιάτε για τη ζωή σας τι θα φάτε και για το σώμα σας τι θα ντυθείτε. Η ζωή σας είναι σπουδαιότερη από το φαγητό, και το σώμα σας από τα ρούχα. Παρατηρήστε τα κοράκια: ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν, και δεν έχουν ούτε κελάρι ούτε αποθήκη· κι όμως ο Θεός τα τρέφει. Εσείς αξίζετε πολύ περισσότερο από τα πουλιά. Ποιος από σας μπορεί με τις φροντίδες του να προσθέσει έναν πήχυ στο ανάστημά του; Αν, λοιπόν, δεν έχετε τη δυνατότητα να πετύχετε ούτε τόσο λίγο, γιατί αγωνιάτε για τα υπόλοιπα; Παρατηρήστε τα κρίνα πώς μεγαλώνουν: δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν· κι όμως σας βεβαιώνω πως ούτε ο Σολομών σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια δεν ντυνόταν όπως ένα απ’ αυτά. Κι αν ο Θεός ντύνει έτσι το αγριόχορτο, που σήμερα υπάρχει κι αύριο το ρίχνουν στη φωτιά, σκεφτείτε, ολιγόπιστοι, πόσο περισσότερο θα φροντίσει για σας! Μη σας απασχολεί, λοιπόν, τι θα φάτε και τι θα πιείτε, και μη σας πιάνει άγχος. Για όλα αυτά αγωνιούν όσοι δεν εμπιστεύονται το Θεό. Ο Πατέρας σας όμως ξέρει καλά ότι έχετε ανάγκη απ’ αυτά. Εσείς να επιζητείτε μόνο τη βασιλεία του Θεού, κι όλα αυτά θ’ ακολουθήσουν.»
Και συνεχίζει. «Μη φοβάσαι, μικρό μου ποίμνιο. Σ’ εσάς ευαρεστήθηκε ο Πατέρας σας να δώσει τη βασιλεία του. Πουλήστε τα υπάρχοντά σας και δώστε τα χρήματα στους φτωχούς. Αποκτήστε πορτοφόλια που δεν παλιώνουν, πλούτη μόνιμα στον κόσμο του Θεού, όπου ούτε κλέφτης τα αγγίζει ούτε σκόρος τα καταστρέφει. Γιατί όπου είναι τα πλούτη σας εκεί θα είναι και η καρδιά σας.»
  Ο Χριστός μιλάει πολύ καθαρά. Επιζητείτε την Βασιλεία του Θεού και ο ουράνιος Πατέρας θα σας δώσει όσα έχετε ανάγκη σ’αυτή τη ζωή. Μιλάει για το μικρό ποίμνιο που πιστεύει στο Θεό και τον αισθάνεται Πατέρα, γιατί δεν πιστεύουμε όλοι και ο Πατέρας φροντίζει για όλους μας χωρίς βέβαια να μην νοιάζεται και για όσους δεν τον έχουν στη ζωή τους. Η Πρόνοιά Του αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, όλη την κτίση. Μια τρίχα λέει αλλού ο Ευαγγελιστής δεν πέφτει από το κεφάλι μας χωρίς την έγνοια Του.
  Όσοι είμαστε εδώ μαζεμένοι απόψε, υποτίθεται πιστεύουμε στο Θεό, προσπαθούμε να ζούμε μια χριστιανική ζωή, εξωτερικά τουλάχιστον κοινωνικά αποδεκτή ζωή, αλλά πόσοι αφηνόμαστε στα χέρια Του έχοντας ως κύριο στόχο τη Βασιλεία Του; Θα έλεγα πολύ λίγοι. Το συμπεραίνω από συζητήσεις είτε στην εξομολόγηση, ή σε ανοιχτότερους κύκλους σ’ αυτούς που μας επισκέπτονται στο Άγιον Όρος, που οι περισσότεροι έχουν μια θρησκευτική ζωή.
  Και το πρόβλημα εντοπίζεται στην θρησκευτικότητα. Είμαστε Θρακιώτες και ξέρουμε ότι εδώ υπάρχουν τα πρώτα θρησκευτικά δείγματα στην ιστορία. Όλοι οι άνθρωποι είχαν ανάγκη της θρησκείας.
  Ο Χριστός ήρθε για να μας ανοίξει τον Ουρανό, να μας ελευθερώσει, να μας ξεκολλήσει από συστήματα και να ανοίξει για τον καθένα μας το δικό του ξεχωριστό μονοπάτι για να μας πάρει κοντά του για να ενωθούμε μαζί του. Αυτό γίνεται όταν ζητούμε την Βασιλεία του Θεού.
  Θεωρητικά όλοι μιλάμε για σωτηρία της ψυχής, για παράδεισο. Τα τελευταία χρόνια, που έγιναν μάλιστα πιο προσιτά τα πατερικά κείμενα και για καθάρσεις και για θεώσεις κλπ. Μιλάμε θεωρητικά χωρίς όμως η καρδιά μας να θέλουμε να ξεκολλήσει από τα γήϊνα, τα κοσμικά και λέγοντας κοσμικά δεν εννοώ απαραίτητα καλοπέραση και διασκεδάσεις αλλά το ότι μένουμε στα πρόσκαιρα του κόσμου τούτου και δεν ενδιαφερόμαστε για την αιωνιότητα. Φροντίζουμε να έχουμε εξωτερικά τουλάχιστον καλή συμπεριφορά, κάνουμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα όσο μπορούμε το αποτέλεσμα όμως…ούτε εσωτερική ειρήνη ούτε χαρά που υπόσχεται ο Χριστός όταν ακολουθούμε το δρόμο Του, αλλά άγχος, κατήφεια, κατάθλιψη και τα τοιαύτα που σίγουρα δεν είναι καρποί του Αγίου Πνεύματος.
  Συστηματικά διώχνουμε τη σκέψη του θανάτου από τη ζωή μας σαν να είμαστε πλασμένοι να ζούμε αιώνια σ’ αυτό τον κόσμο. Θέλουμε όλοι να πάμε στον Παράδεισο αλλά κανένας μας δεν θέλει να πεθάνει. Αν δεν πεθάνουμε δεν θα μας αναστήσει ο Χριστός.  Και πρώτα πρέπει να πεθάνει μέσα μας το φρόνιμα το κοσμικό, αυτό που μας κρατάει καθηλωμένους στη γη, στα πρόσκαιρα και μας αποκλείει από την αιωνιότητα. Αν δεν έχουμε πίστη στην ανάσταση η σκέψη του θανάτου είναι μαυρίλα. Εμείς όμως υποτίθεται «προσδοκώμεν ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος.» Καθημερινά η Εκκλησία μας θέσπισε να διαβάζουμε το ΠΙΣΤΕΥΩ, το σύμβολον της πίστεως από το Μεσονυκτικό την πρώτη ακολουθία της ημέρας έως το Απόδειπνο, την τελευταία. Τις περισσότερες φορές γίνεται ξερή ανάγνωση ως θρησκευτικό καθήκον χωρίς ουσιαστική εμβάθυνση στα νοήματα.
  Πριν λίγους μήνες μας επισκέφθηκε ένας πατέρας με τον εικοσιπεντάχρονο καρκινοπαθή γιό του. Μας είχαν παρακαλέσει τηλεφωνικά πριν από καιρό να προσευχόμαστε για την υγεία του παιδιού και όταν αυτός αισθάνθηκε καλύτερα ήρθαν στο Άγιον Όρος. Ευχαρίστησαν την Παναγία και παρακάλεσαν για την περαιτέρω αποκατάσταση της υγείας του παιδιού. Στη συζήτηση που είχαμε τους είπα: «μήπως επισκεπτόμενοι το Άγιον Όρος θα πρέπει να πάρετε και κάποιο άλλο μήνυμα πιο ουσιαστικό; Είτε 25 είτε 55 ή 105 κάποια στιγμή όλοι θα πεθάνουμε. Μήπως με αφορμή την αρρώστια ή κάποια άλλη δυσκολία θα πρέπει να προβληματιστούμε για το ότι η ζωή μας στη γη θα τελειώσει και να συνειδητοποιήσουμε ότι μας περιμένει ο θάνατος και μετά η κρίση, η ανάσταση και η αιωνιότητα; Αν βέβαια πιστεύουμε σ’ αυτά…»
  Αυτούς τους προβληματισμούς τους διώχνουμε από μέσα μας για αργότερα.
  Ενώ «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμε», όπως λέει ο Απόστολος Παύλος εμείς γατζωνόμαστε πάνω στη γη και θέλουμε να κάνουμε την επουράνια Βασιλεία του Θεού γήινη.
  Έχουμε την προτεσταντική «θεολογική» θεώρηση. Εφόσον ζούμε κατά το νόμο του Ευαγγελίου έχει καθήκον-ιερά υποχρέωση ο Θεός να μας ανταμείψει κοινωνικά, οικονομικά και γενικά κοσμικά. Και προχωράει η πλάνη. Επειδή είμαστε Ορθόδοξοι και δοξάζεται ο Θεός από την ορθόδοξη γραμματολογία μας όπου υπάρχει-αδρανής σήμερα-διατύπωση των ορθών δογμάτων από τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας, που με τη βιωτή τους, τους ιδρώτες και το αίμα τους εθέσπισαν, πρέπει ο Θεός να μας αποκαταστήσει σ’ αυτόν τον κόσμο δοξάζοντας το λαό Του τον Ορθόδοξο..! Ευελπιστούμε ότι θα μας δώσει την Αγιά Σοφιά παίρνοντάς την από τα ανόσια χέρια των εχθρών της Πίστεώς μας..! Λες και οι Τούρκοι νοιάζονται για το αν εμείς είμαστε χριστιανοί και αν η Αγιά Σοφιά ήταν χριστιανικός ναός. Αυτούς το μόνο που τους νοιάζει σήμερα είναι ότι η Αγιά Σοφιά είναι το μνημείο που κόβει παγκοσμίως τα περισσότερα εισιτήρια από τους τουρίστες-επισκέπτες. Και το χειρότερο: βάζουνε στο στόμα του Αγίου Γέροντα Παϊσίου λόγια που ποτέ δεν είπε. Ο Γέροντας μιλώντας για την Πόλη μιλούσε πνευματικά για την επουράνια Πόλη. Εμείς σήμερα τελείως κοσμικά σκεφτόμενοι, εθνικιστικά και μικρονοϊκά βάζουμε στο στόμα του Γέροντα «προφητείες.»
  Να το πάρουμε χαμπάρι: ότι ο Χριστός δεν ήρθε στον κόσμο για να τον κάνει «καλύτερο.» «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον.» (Iωάνν. 16:33)
 Με την Ανάστασή Του. Και εμείς παραμένουμε κολλημένοι εδώ. Μας φταίνε οι πολιτικοί, μας φταίνε οι αλλόθρησκο-αλλοεθνείς μετανάστες που κατακλύζουν την κατά 97% κάποτε Ορθόδοξη Πατρίδα μας και απελπιζόμαστε γιατί χάνουμε τις σταθερές, τις ασφάλειές μας, διότι δεν έχουμε την ελπίδα μας στον Θεό και στον Ουρανό που μας περιμένει.
  Μεγάλη ευθύνη για την σημερινή κατάσταση έχουμε εμείς οι Κληρικοί. Χωρίς βαθύτερη πνευματική συναίσθηση, χωρίς προσπάθεια ουσιαστικής σχέσης με το Χριστό, πριν συνειδητοποιήσουμε την αγωνία της ψυχής μας, να αφεθεί στο Χριστό να τη γλυκάνει, να την μεταμορφώσει, καλούμαστε να διδάξουμε. Να διδάξουμε αυτά που δεν βιώσαμε, αυτά που διαβάζουμε ή ακούμε από διανοούμενους ομιλητές με ρητορικές διατυπώσεις που εντυπωσιάζουν που όμως δεν «πληροφορούν» και που συνήθως μας ενδιαφέρει να ρωτάμε: «πως σας φάνηκα σήμερα;»
  Έτσι δεν δίνουμε ελπίδα γιατί ουσιαστικά εμείς οι ίδιοι δεν ελπίζουμε. Πολλές φορές βαυκαλιζόμαστε με τους υποκριτικούς επαίνους των «πνευματικών μας παιδιών», τα οποία παιδιά αρκούνται να νοιώθουν σιγουριά κοντά στο ράσο μας χωρίς να οδηγούνται στο Χριστό. Πριν λίγους μήνες μας επισκέφθηκε ένας κληρικός από την Αμερική. Προσήλυτος από Ρ/Κ ισπανόφωνη οικογένεια που τώρα είναι Πρωτοσύγκελλος σε Μητρόπολη της Β. Αμερικής. Άνθρωπος μορφωμένος, καλλιεργημένος πνευματικά, πρώην Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ.
-Τον ρώτησα: «Πάτερ Λουκά τι σας έκανε να προσχωρήσετε στην Ορθοδοξία; Τι διαφορά βρήκατε μεταξύ Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού;»
-Μου απήντησε: «Οι Ρωμαιοκαθολικοί πιστεύουν σε άλλο Θεό, ηθικιστή, κριτή, τιμωρό κλπ»
-Εσείς του λέω οι Ορθόδοξοι στην Αμερική, τι Θεό κηρύττετε;
-Μήπως και εμείς εδώ τα ίδια δε λέμε, με τον ίδιο τρόπο δεν τρομοκρατούμε τους πιστούς κάτω από την ομπρέλα της Ορθοδοξίας;
Με κοίταξε, κατέβασε τα μάτια και δεν ξαναμίλησε για το θέμα.
Θέλουμε ανθρώπους φοβισμένους-χρησιμοποιούμε καταχρηστικά και την έννοια φόβος Θεού-ευκολοκυβέρνητους, να στολίζουν τον εγωϊσμό μας. Και δυστυχώς πολλοί «τσιμπάνε» ή γιατί είναι αφελείς, ευκολόπιστοι, πονεμένοι, άλλοι με χαμηλό I.Q,  και έτσι δημιουργούνται οι φατρίες και τα σχίσματα μέσα στην Εκκλησία με όλα τα παρεπόμενα.
  Σ’ αυτούς μιλάμε για τον ουρανό μόνο σαν εγκυκλοπαιδική γνώση.
Ο πατήρ Λουκάς μας ανέφερε μεταξύ των άλλων και μια εμπειρία που είχε ως μεταφραστής σε κάποια γιορτή και συνεστίαση όταν υπηρετούσε στο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ. Στο τραπέζι ήταν μεταξύ των άλλων ένας προτεστάντης αμερικανός Πάστορας και ένας ισπανόφωνος Καθολικός Παπάς. Ο Πάστορας με χαρά ανέφερε ότι εκείνη τη χρονιά η ενορία του μοίρασε ένα σοβαρό αριθμό αντιτύπων της Βίβλου-Αγίας Γραφής στην Πολιτεία όπου διακονούσε. Ο καθολικός Παππάς εξεπλάγη και κατέκρινε την κίνηση αυτή γιατί όπως είπε, «μόνον από τους παπάδες πρέπει να διαδίδεται και να ερμηνεύεται ο λόγος του Θεού!»
  Και δυστυχώς ο σκοταδισμός αυτός επικρατεί και στον τόπο μας, όπου Ορθόδοξοι Επίσκοποι ζήτησαν να καούν δημόσια, τα αντίτυπα σε μετάφραση της Καινής Διαθήκης-εγκεκριμένα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τη Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην οποία και οι ίδιοι συμμετέχουν, γιατί πήραν την πρωτοβουλία της διανομής τους προτεστάντες-ευαγγελικοί με την διάθεση να φέρουν σε επαφή τους Έλληνες με τον Λόγο του Θεού γιατί δυστυχώς ελάχιστοι από εμάς διαβάζουμε το Ευαγγέλιο. Δυστυχώς, έχει ανάγκη επανευαγγελισμού η Ορθόδοξη Ελλάδα μας! Κάτι που εμείς δεν το προσπαθούμε.  Αναλισκόμαστε σε κοινωνικά-φιλανθρωπικά έργα προσπαθώντας να αναπληρώσουμε την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού, αφήνοντας το κύριο μέλημά μας που είναι το κήρυγμα της μετάνοιας, αδιαφορώντας για την προτροπή του Κυρίου μας να ζητάμε πρώτα την Βασιλεία του Θεού. Εδώ είναι επιτακτικό να αναφέρουμε την άποψη του Ιερού Χρυσοστόμου για την αιτία όλων των κακών του κόσμου. Λέει ο Άγιος: «Αιτία όλων των κακών του κόσμου είναι η άγνοια των Γραφών. Πάμε στον κόσμο χωρίς όπλα και πως είναι δυνατόν να σωθούμε;"
Πολλοί από εμάς «αναλαμβάνουμε» τα δικαιώματα του Θεού και παρεμβαίνουμε στην Πρόνοιά Του. Προ ημερών είδαμε μια ταινία που αναφερόταν σε ένα μικρό νησί της Κροατίας όπου υπήρχε δημογραφικό πρόβλημα. Ο Ιερεύς για λόγους ηθικής και ένας φαρμακοποιός για λόγους εθνικιστικούς προσπάθησαν να αποκαταστήσουν το πρόβλημα αυτό επινοώντας τρόπους να ματαιώσουν την αντισύλληψη αντιμετωπίζοντας δηλαδή την υπογεννητικότητα. Τα αποτελέσματα υπήρξαν τραγικά. Σαν το παράδειγμα της Φόνισσας του Αλ. Παπαδιαμάντη. Με το μυαλό μας θέλουμε να «βελτιώσουμε» τον κόσμο. Μην πιστεύοντας στην Πρόνοια Του Θεού πελαγοδρομούμε δημιουργώντας πολλά προβλήματα.
  Μιλάμε για τη μετάνοια. Μετάνοια δεν είναι η μεταμέλεια.
Μεταμέλεια à μετά + μέλω à το αίσθημα ντροπής, στενοχώριας, που έχει κάποιος για ό, τι έκανε ή για ό, τι παρέλειψε να κάνει.
Μετάνοια à μετά + νοέω < νοός = κρίση à Η συναίσθηση από κάποιον του κακού ή του σφάλματος που έκανε και αλλαγή του νου / μεταστροφή.
Ο Μέγας Αντώνιος αναφέρει στα αποφθέγματά του: «Μη μεταμελείσαι για πράγμα που πέρασε πια.» Η μετάνοια είναι η αλλαγή του νου μας, η στροφή μας προς τον Θεό, φεύγουμε από τα γήινα, από τις παραβάσεις του νόμου, του ηθικού κώδικα που μας γεμίζουν τύψεις και ενοχές και στρεφόμαστε στο Θεό ο οποίος με τη θυσία Του μας απάλλαξε από τις συνέπειες της αμαρτίας. Η μεταμέλεια, μας «τακτοποιεί» κατά κόσμον, ελαφρώνει ίσως λίγο τη συνείδησή μας όταν εξομολογούμαστε, αλλά δεν μας οδηγεί στην ανάπαυση και την ειρήνη που δίνει ο Θεός όταν Του δώσουμε την καρδιά μας. Μεταμελούμαστε για τα σφάλματά μας και προσπαθούμε μ’ αυτόν τον τρόπο να «τακτοποιήσουμε» το θιγμένο ΕΓΩ μας. Η Εκκλησία μιλάει για το Μυστήριο της Μετανοίας, η Εξομολόγηση είναι  μέρος του Μυστηρίου αλλά προϋποτίθεται ότι έχουμε μετανοήσει, για να εξομολογηθούμε. Εξομολογούμαστε μεταμελούμενοι και βρίσκουμε μια ψυχολογική ηρεμία η οποία όμως δεν οδηγεί στο Θεό, είναι εκ του κόσμου τούτου. Η μετάνοια, η εσωτερική αλλαγή, το δόσιμο της καρδιάς μας στο Θεό μας δίνει άλλη ειρήνη. Κακά τα ψέματα, οι κακές μας συνήθειες και τα πάθη μας θα μας συνοδεύουν μέχρι το θάνατο. Αλλιώς όμως αμαρτάνει αυτός που προσπαθεί να δώσει την καρδιά του στο Θεό και έχει νοιώσει λίγο από την Αγάπη Του και αλλιώς αυτός που ψυχολογικά έχει «τακτοποιηθεί» αναφέροντας τις αμαρτίες του σε κάποιον Πνευματικό. Τη μεταμέλεια και το μοίρασμα μπορούμε να το τακτοποιήσουμε με φίλους, με συγγενικά πρόσωπα ή και με κάποιον ψυχολόγο.
Κουβεντιάζαμε κάποτε με έναν ευλαβή ψυχολόγο. Έλεγε: Εμείς προσπαθούμε να βοηθήσουμε τον άνθρωπο να ψάξει μέσα του, να βρει τις αιτίες των δυσκολιών που αντιμετωπίζει και να προσπαθήσει να ισορροπήσει. Η Εκκλησία έχει τη δυνατότητα να θεραπεύσει τις ψυχές και μου ανέφερε ένα παράδειγμα από την εμπειρία του ως ψυχολόγος.
Τον επισκέφθηκε μια κυρία, διάσημη στην κοινωνία του θεάματος και του ανέφερε ότι η ζωή της έχει αναστατωθεί μετά από ένα ηθελημένο λάθος-αμαρτία που είχε διαπράξει. Αφιέρωσαν αρκετές συνεδρίες για το θέμα αυτό, αλλά η κυρία δεν μπορούσε να το ξεπεράσει. Τότε βλέποντας ο ψυχολόγος ότι δεν γίνεται τίποτε, της πρότεινε αντί να κουβεντιάζουν μάταια, χωρίς αποτέλεσμα, να πάει να εξομολογηθεί.
Πήγε, εξομολογήθηκε, ηρέμησε και μετά από κάποιες εβδομάδες που πήγε να συναντήσει τον ψυχολόγο για να τον ευχαριστήσει, εκείνος παρατήρησε ότι τα μαλλιά της είχαν σγουρίνει! Τότε η κυρία ομολόγησε ότι τα μαλλιά της είχαν χάσει την φυσική τους φόρμα, την σγουρή, από την εσωτερική πίεση που ένιωθε. Με την εξομολόγηση της έφυγαν οι ενοχές, που την βασάνιζαν, και επανήλθε και σωματικά στην φυσική της κατάσταση!
Το Μυστήριο της μετάνοιας είναι Μυστήριο της Εκκλησίας. Ζητάμε εμείς οι πνευματικοί, δήθεν καθαρή Εξομολόγηση, ανακρίνοντας τους ανθρώπους με λεπτομέρειες για τις πράξεις τους. Αλλοίμονο αν Ο Θεός ζητούσε νομικίστικη τακτοποίηση. Χώρια που πολλές φορές σκανδαλίζουμε τους ανθρώπους με τις ερωτήσεις μας. Μ’ αυτή την νομικίστικη-δικανική νοοτροπία, οδηγούμε τους ανθρώπους σε μια τυπολατρία που σίγουρα δεν τους οδηγεί στο Θεό. Για να γίνει ακόμη πιο φανερή η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην μεταμέλεια και την μετάνοια θα αναφέρουμε τη γνωστή σε όλους ΜΕΤΑΝΟΙΑ του Αγίου Αποστόλου Πέτρου και την ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ του Ιούδα. Ο μεν Πέτρος συναισθανόμενος την αμαρτία της άρνησης του Χριστού μετανόησε και «έκλαψε πικρά» και είναι ο Πρωτοκορυφαίος των Αποστόλων και κλειδοκράτορας του Παραδείσου. Ο Ιούδας «μεταμεληθείς απήγξατο» δηλαδή πήγε και κρεμάστηκε.
  Λέμε ότι είμαστε Ορθόδοξοι και στη ζωή μας λειτουργεί κατά κόρον η πλανεμένη διδασκαλία της Δύσης περί της «ικανοποιήσεως της τρωθείσης θείας δικαιοσύνης» ΟΙ δυτικοί δεν έχουν στο λεξιλόγιό τους τη λέξη μετάνοια και γι αυτό έφτασαν σε πλανεμένες απόψεις για τις σχέσεις των ανθρώπων με το Θεό. Η λέξη μετάνοια είναι καθαρά ελληνική και δεν μεταφράζεται σ’ αυτούς  που την ταυτίζουν με τη λέξη μεταμέλεια. To repent στα αγγλικά, δεν σημαίνει μετανοώ σημαίνει μεταμελούμαι. Το pentimento στα ιταλικά, επίσης σημαίνει μεταμελούμαι. Η pœnitentia στα λατινικά, επίσης σημαίνει μεταμέλεια. Σχεδόν σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες απουσιάζει η λέξη μετάνοια. Έχουμε τον πλούτο της παράδοσής μας, της γλώσσας μας και εμείς πιθηκίζουμε.        
Σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος που γιορτάσαμε σήμερα,  «Μετάνοια σημαίνει ανανέωση του Βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με το Θεό για νέα ζωή … Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωση με τον Κύριο, με έργα αρετής αντίθετα προς τα παραπτώματά μας. Μετάνοια σημαίνει καθαρισμός της συνειδήσεως …      
Σκέφτεται κάποιος: «θα αμαρτήσω και μετά θα εξομολογηθώ…»και νομίζει ότι δικαιώνεται. Αν αγαπάς δίνεσαι ολόκληρος, δεν βρίσκεις τρόπους να κοροϊδέψεις τον εαυτό σου και τον άλλον. Αυτός που ερωτεύεται κινεί γη και ουρανό για να συναντήσει το αγαπώμενο πρόσωπο. Εμείς επειδή απέχουμε από την αγάπη του Θεού προσπαθούμε με καταναγκασμούς να δείξουμε την αρρωστημένη μας σχέση με το Θεό. Το επαναλαμβάνω: όποιος αισθάνθηκε λίγο από την Αγάπη Του Θεού δεν κοροϊδεύει τον εαυτό του συνεχίζει μεν να αμαρτάνει λόγω των κακών συνηθειών και των παθών που κουβαλάει,  αλλά οι τύψεις δεν τον οδηγούν στις ενοχές που θα είχε αν δεν υπήρχε αυτή η αγαπητική σχέση με Το Θεό. Έλεγε ένας Αγιορείτης Ηγούμενος: «αν ο χριστιανός μεταλαμβάνει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού με συναίσθηση δεν είναι δυνατόν να παραμένει ενοχικό άτομο.» Όταν τοποθετούμε τα ψίχουλα από το Άγιο Δισκάριο που αντιπροσωπεύουν τις ψυχές που μνημονεύθηκαν στην Αγία Προσκομιδή, μέσα στο Άγιο Ποτήριο όπου υπάρχει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, λέμε: «Ἀπόπλυνον, Κύριε, τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἐνθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τῷ αἵματί σου τῷ ἁγίῳ…» Όταν ο Θεός θυσιάζεται και ξεπλένει τις αμαρτίες μας με το αίμα Του, υπό την προϋπόθεση της μετανοίας μας και εμείς συνεχίζουμε να έχουμε ενοχές τότε είμαστε για κλάματα.  Σημαίνει ότι δεν πιστεύουμε στη Σταυρική θυσία και την Ανάσταση του Χριστού μας. Σταυρώθηκε και αναστήθηκε για να μας αναστήσει και να μας πάρει κοντά Του στον ουρανό, προσφέροντας τον εαυτό Του «ως λύτρον αντί πολλών.»
Μεταλαμβάνουμε το Σώμα και το Αίμα Του, «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.» Ούτε κάνοντας ένα θρησκευτικό καθήκον, ούτε για το…καλό όπως λένε μερικοί σε κάποιες γιορτινές μέρες.
Αν δεν ζητά η ψυχή την Βασιλεία των Ουρανών καταναλώνεται και σπαταλιέται μάταια σ’ αυτόν τον κόσμο. Το να ζεις «χριστιανικά» χωρίς ελπίδα των μελλόντων αγαθών είναι ματαιοπονία γιατί και τα εδώ στερείσαι και τον ουρανό δεν θα απολαύσεις.
Να αναφέρουμε κι ένα παράδειγμα από τη ζωή του Αγίου Γέροντα Παϊσίου που το αναφέρει ο Ηγούμενος της Μονής Δοχιαρείου στο Άγιον Όρος. Όταν πήγε ο Γέροντας στο Μοναστήρι να κοινοβιάσει-να γίνει δόκιμος μοναχός, τον ρώτησε ο Ηγούμενος αν γνωρίζει κάποια τέχνη. Εκείνος του απάντησε ότι είναι ξυλουργός. Τον παρέπεμψε στον Γέροντα τον υπεύθυνο του ξυλουργείου. Εκείνος του είπε: «πάρε μέτρα από το τάδε παράθυρο να δούμε αν ξέρεις να δουλεύεις.» Ενώ τα μέτρα ήταν 120 Χ 80 ο Γέροντας του έλεγε ότι δεν μέτρησε καλά και τον ανάγκαζε να κόψει τα ξύλα μικρότερα. Αφού τελείωσε το παράθυρο δεν ταίριαζε στα μέτρα που πήρανε. Αυτό επαναλήφθηκε άλλες δύο φορές. Ο π. Παϊσιος αντιδρούσε λέγοντας στον Γέροντα ότι ενώ έπαιρνε σωστά τα μέτρα εκείνος δεν τον άφησε να τα εφαρμόσει. Την επόμενη φορά που μετρούσαν σκέφθηκε ότι ο Γέροντας θα έχει κάποιο πρόβλημα και για να μην συνεχίζεται αυτή η δουλειά, του λέει: «νάναι ευλογημένο Γέροντα.» Και τότε ο γέρο-μαραγκός που έδινε σημασία περισσότερο στην πνευματική κατάρτιση του δοκίμου και λιγότερο στην τεχνική του ικανότητα, του λέει: «βρε παιδί μου χαλάσαμε μισό κυβικό ξύλα για να μάθεις να λές το νάναι ευλογημένο, εδώ ήρθες να γίνεις καλόγερος και όχι μαραγκός.» Σημασία έδιναν οι παππούδες στην πνευματική κατάρτιση κυρίως και λιγότερο στα πρακτικά-καθημερινά ζητήματα. Όταν πηγαίναμε να γίνουμε μοναχοί το πρώτο που μας μάθαιναν οι Γεροντάδες ήταν «το νάναι ευλογημένο» και το «ευλόγησον» αυτό που οδηγεί στην ταπείνωση, την κοπή του θελήματος και τελικά την μετάνοια.
Να πούμε και ένα λίγο ευτράπελο. Είχαμε ένα γεροντάκι μεγάλης ηλικίας, άρρωστο, δυσκολεμένο και που περίμενε το θάνατο για να λυτρωθεί. Έλεγε λοιπόν: «Τόσο δύσκολο ήταν να πει εκείνος ο κερατάς ο Αδάμ,  εννοώντας τον προπάτορα, ένα ευλόγησον για να μην υποφέρουμε εμείς τώρα; Αλλά βρε παιδί μου και με όσα παθαίνουμε μήπως βάλαμε μυαλό να το λέμε κι εμείς; Μας τρώει ο εγωϊσμός μας.»
Παρ’ όλα τα χάλια μας, παρ’ όλους τους εγωϊσμούς μας, παρά την έλλειψη αγάπης, εκείνο που μας παρηγορεί είναι ότι η σωτηρία, το άνοιγμα των ουρανών δεν είναι επίτευγμα των πράξεών μας αλλά της αγάπης και του ελέους Του Θεού. Είπαν στον Κύριο: «καὶ τίς δύναται σωθῆναι;  ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν»
Ευτυχώς η ζωή μας είναι πολύ μικρή και ευχόμαστε και ελπίζουμε όπως ανταμώσαμε εδώ απόψε να βρεθούμε στην Αγκαλιά του Θεού στην επουράνια Βασιλεία Του.
Θα συνεχίσω με δυο σκέψεις που πρόσφατα έκανα διαβάζοντας και ακούγοντας σύγχρονους Πατέρες της Εκκλησίας. Είναι αυτή η «ιερά κλεψία» που αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης που θέλει μεν να πει ότι δεν είναι δικά του αλλά και δεν θέλει να αναφέρει την πηγή.
Το πρώτο κομμάτι είναι από μια ομιλία.
«Ο Χριστιανισμός είναι το αναποδογύρισμα της θρησκείας. Στις διάφορες θρησκείες οι άνθρωποι προσφέρουν θυσίες στο θεό. Στο Χριστιανισμό γίνεται ακριβώς το αντίθετο, ο Θεός προσφέρει θυσία στους ανθρώπους και μάλιστα τον Γιό του. Ο Θεός Πατέρας προσφέρει θυσία το Γιό του στους ανθρώπους για να τους αποδείξει ότι τους αγαπάει πραγματικά, για να τους συμφιλιώσει με τον Εαυτό Του. Ο Απόστολος Παύλος το λέει αυτό με έναν υπέροχο τρόπο: «Ὑπὲρ Χριστοῦ οὖν πρεσβεύομεν ὡς τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦντος δι’ ἡμῶν· δεόμεθα ὑπὲρ Χριστοῦ, καταλλάγητε τῷ Θεῷ·» Και σε μετάφραση: «Εμείς ενεργούμε ως πρεσβευτές του Χριστού. Μέσα από τα δικά μας λόγια είναι σαν να σας παρακαλεί ο Θεός. Στο όνομα του Χριστού, λοιπόν, σας παρακαλούμε: Συμφιλιωθείτε με το Θεό!» Ποια θρησκεία μπορεί να παρουσιάσει κάτι τέτοιο; Είναι τελείως αντίθετο προς τις θρησκείες αυτό. Μας παρακαλεί ο Θεός, να συμφιλιωθούμε μαζί Του. Είναι σαν ερωτική ιστορία όλο αυτό. Ο Χριστός έρχεται στη γη, λέει σε όλους σας αγαπώ, η ανθρωπότητα αδιαφορεί και ο Χριστός για να «αποδείξει» την μεγάλη Του αγάπη προς τον άνθρωπο…αυτοκτονεί! Ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας παρομοιάζει τον Χριστό με έναν μανικό εραστή που στο τέλος, για να αποδείξει τον έρωτά του θυσιάζει και τη ζωή Του. Αυτό είναι ο Χριστιανισμός, είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τις θρησκείες, δεν είναι τυπολατρία. Ο αληθινός Χριστιανισμός είναι μια αληθινή και διαρκής επανάσταση, δεν είναι θρησκεία. ΟΙ στόχοι της επανάστασης του Χριστιανισμού είναι τόσο μακρινοί, είναι τόσο μεγάλοι, με αποτέλεσμα η επανάσταση αυτή θα τελειώσει μόνον με την Δευτέρα Παρουσία. Όποιος βλέπει το Χριστιανισμό σαν κάτι στατικό, σαν κάτι ακίνητο, αυτός δεν έχει καταλάβει τίποτε.»
Το δεύτερο είναι από ένα βιβλίο που πιθανόν να μας κουφάνει λίγο. Το αντιγράφω.
«Κριτήριο της πορείας μας είναι η χαρά, το που βρίσκομαι και η ειρήνη το που πάω. Εάν δεν έχω ειρήνη, σημαίνει ότι πήρα λάθος δρόμο. Θα τολμούσαμε να πούμε, εάν την ειρήνη μου την βρίσκω στην αμαρτία, είναι προτιμότερο να πάω στην αμαρτία. Είναι πολυτιμότερη τότε η αμαρτία για μένα, από ότι είναι όλοι μαζί οι Αρχάγγελοι. Βεβαίως, το δεύτερο σκαλοπάτι θα είναι να πάω από την αμαρτία στον Παράδεισο. Διότι στην πραγματικότητα δεν είναι δυνατόν να δώσει η αμαρτία ειρήνη. Η αμαρτία είναι η μεγαλύτερη προσβολή προς Τον Θεό και τον άνθρωπο. Παρά ταύτα, αν εμένα μου φαίνεται ότι την ειρήνη την βρίσκω στην αμαρτία, να πάω εκεί. Σημασία έχει η ειρήνη. Μόνον αυτή μπορεί να μου χαρίσει κάποια ακτίνα, που θα μου αποκαλύψει εν συνεχεία τον Θεό.»

ΑΜΗΝ. ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ


Ιερομόναχος Μακάριος
Αλεξανδρούπολη-Ι. Ν. Αγίου Νικολάου