Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Θεολογικός λόγος, εθνική υπόσταση, κοινωνικός ιστός Aς είναι αυτο το άρθρο του συναδέλφου κ. Παναγιώτη Ασημακόπουλου απάντηση για κάποιες αναρτήσεις.




      Τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα έδειξαν ότι εθνικιστικές αντιλήψεις, φασιστικός κοινωνικός λόγος και φοβικές δοξασίες ήρθαν για να μείνουν αρκετά. Φάνηκε επίσης η πλήρης αδυναμία μεγάλης μερίδας του εκκλησιαστικού σώματος να λειτουργήσει πέρα από τα συνήθη όρια του «πάω στην Εκκλησία και ανάβω το κερί μου». Να λειτουργήσει εκκλησιαστικά στα φλέγοντα θέματα της καθημερινότητάς του ως μέλους κοινωνίας και έθνους.
Σε συζητήσεις, διαδικτυακές αψιμαχίες και καθημερινές γνωριμίες συναντάς και διθυράμβους αλλά και λιβέλους από ανθρώπους που συνήθως συναντιούνται κάτω από τον ίδιο τρούλο με τον Παντοκράτορα να ευλογεί. Χρυσή η αυγή της νέας πραγματικότητας για τον ένα, σκοτεινό το μέλλον για τον άλλο. Και ο ένας και ο άλλος μπορεί να είναι ο παπάς και ο καντηλανάφτης της ίδιας ενορίας, ο κατηχητής και ο θεολόγος του σχολείου, η κυρία που σταυροκοπιέται συνεχώς και ο ψάλτης που επιδεικνύει τα τεριρέμ.
Προφανώς και θα έπρεπε η θεολογία να μάς έχει εμποτίσει πριν από τα γεγονότα, προφανώς και κατόπιν εορτής θα έπρεπε να μάς είχε συνεφέρει. Προφανώς και η βία, το εθνικιστικό μίσος, οι κοινωνικοί αποκλεισμοί και τα πάσης φύσεως φοβικά σύνδρομα καταδικάζονται δημοκρατικά, λογικά και θεολογικά. Αυτό όμως που διαπιστώνω με έκπληξή μου είναι κάτι εξίσου επικίνδυνο, προφανώς λόγω υπέρ λίαν ζήλου. Και εξηγούμαι:
Στη ρηχή συνθηματολογία «να πετάξουμε όλους τους ξένους έξω από την Ελλάδα» και «να τσακίσουμε τους εχθρούς του έθνους», οι έχοντες αντίθετο σκεπτικό επικαλούνται από τη θεολογική παραγωγή χωρία που δείχνουν την ενότητα όλης της κτίσης στο Ευαγγέλιο του Χριστού, την υπέροχη αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων της εποχής τους από Πατέρες της Εκκλησίας, την νέα πραγματικότητα που ευαγγελίζεται ο ερχομός του Θεού της Αγάπης. Κι ως εδώ άριστα και εννοείται ότι όλοι μας, πιστοί και άπιστοι, υπερθεματίζουμε, συμφωνούμε και προβάλλουμε τα χρυσά κοσμήματα της Εκκλησίας έναντι του κατακλυσμού της λάσπης και του γκρίζου της εποχής μας.

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

» Ποιές είναι οι τρείς Κυριακές που αποτελούν τα προπύλαια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής;


Ποιές είναι οι τρείς Κυριακές που αποτελούν τα προπύλαια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής;

Τρείς Κυριακές αποτελούν τα προπύλαια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής:
Η Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου,
η Κυριακή του Ασώτου και
η Κυριακή της Απόκρεω.
Η τελευταία εβδομάς, που εισάγεται με την Κυριακή της Αποκρέω, είναι το προοίμιο της νηστείας της Τεσσαρακοστής, γιατί κατ΄ αυτήν απαγορεύεται, σύμφωνα με τις εκκλησιαστικές διατάξεις, η βρώσις του κρέατος. Είναι η Τυρινή εβδομάς ή εβδομάς της Τυροφάγου. Κατά την εβδομάδα αυτήν αρχίζει η ψαλμωδία των τριωδίων κανόνων.
Η τελευταία αυτή Κυριακή, η Κυριακή της Αποκρέω, είναι και παλαιοτέρα από τις προηγουμένες. Τις δύο άλλες τις προσέθεσαν αργότερα, την Κυριακή του Ασώτου κατά τον Ϛ’ αιώνα και την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου ένα περίπου αιώνα υστερώτερα. Ο σκοπός της προσθήκης είναι φανερός.
Να δημιουργηθή δηλαδή μία περίοδος προπαρασκευής και προετοιμασίας για την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ένα είδος προπυλαίου στο όλο οικοδόμημα των κινητών εορτών. Ή, όπως γράφει ο Ξανθόπουλος, «ώσπερ τις προγυμνασία και παρακίνησις τοίς αγίοις Πατράσιν επενοήθησαν, ώστε παρασκευασθήναι και ετοίμους ημάς γενέσθαι προς τους πνευματικούς αγώνας των νηστειών, την εξ έθους μυσαράν έξιν απολιπόντας». Έγιναν δέ τρείς οι προπαρασκευαστικές αυτές εβδομάδες για να απαρτισθή ο ιερός αριθμός της αγίας Τριάδος, το τρία, βάσει του οποίου οικοδομείται ολόκληρο το σύστημα της λατρείας μας. Και των τριών Κυριακών η ακολουθία πλέκεται γύρω από την ευαγγελική περικοπή, που διαβάζεται κατά την Θεία Λειτουργία. Κατά την πρώτη Κυριακή αναγινώσκεται η παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου (Λουκ. 18, 10-14), την δευτέρα η παραβολή του Ασώτου υιού (Λουκ. 15, 11-33) και την τρίτη το ευαγγέλιο της Μελλούσης Κρίσεως (Ματθ. 21, 31-46).
Με την πρώτη Κυριακή, την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, ανοίγει η ιερά πύλη του Τριωδίου. Δεν μπορούσε να ευρεθή καταλληλότερο θέμα, που να συνδυάζη κατά ένα τόσο πλήρη τρόπο τους επί μέρους σκοπούς της περιόδου αυτής.
Το Τριώδιο σημειώνει μία ιερά περίοδο του έτους αφιερωμένη στον Θεό στην σύντονο λατρεία και προσευχή, στην νηστεία και στα αγαθά έργα. Η προσευχή όμως, η νηστεία και η δικαιοσύνη του επιφανειακά δικαίου, κενοδόξου όμως και υπερηφάνου Φαρισαίου, αποδοκιμάζονται από τον Θεό. Αντιθέτως δικαιώνεται ο αμαρτωλός και άδικος, αλλά μετανοημένος και συντετριμμένος Τελώνης, που κτυπά το στήθός του και ταπεινά επικαλείται το έλεος του Θεού: «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ». Αυτόν λοιπόν τον τύπο της ορθής προσευχής θέτει στο στόμα του πιστού η Εκκλησία στην έναρξι της περιόδου της προσευχής. Καλεί τους πιστούς να μή προσευχηθούν με υπερηφάνεια, «φαρισαϊκώς», αλλά με ταπείνωσι, «τελωνικώς», γιατί, κατά το λόγιο του Κυρίου, «πάς ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δέ ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Τα θέματα αυτά επαναλαμβάνονται σ΄ όλους τους ήχους και σε ποικίλες ποιητικές επεξεργασίες από την υμνογραφία της ημέρας. Παραθέτουμε το πρώτο τροπάριο των στιχηρών του εσπερινού του α’ ήχου, που είναι και το πρώτο τροπάριο του Τριωδίου:«Μή προσευξώμεθα φαρισαϊκώς, αδελφοί,ο γάρ υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται·ταπεινωθώμεν εναντίον του Θεού τελωνικώς,διά νηστείας κράζοντες·Ιλάσθητι ημίν, ο Θεός, τοίς αμαρτωλοίς».Το θέμα της δευτέρας Κυριακής είναι συναφές προς το θέμα της πρώτης. Εδώ το δίδει η παραβολή του Ασώτου υιού. Προβάλλεται την Κυριακή αυτή το ενθαρρυντικό παράδειγμα του αμαρτωλού νέου, που, ενώ σπαταλά την πατρική περιουσία «ζών ασώτως», δεν απελπίζεται, δεν συντρίβεται από το βάρος των συμφορών, δεν περιέρχεται σε απόγνωσι. Αλλά επιστρέφει προς τον εὔσπλαγχνο πατέρα ταπεινωμένος, μετανοημένος, ζητώντας το έλεος και την συγγνώμη Του. Και του απευθύνει θερμή ικεσία: «Πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου…». Το παράδειγμα της μετανοίας και της ορθής εν συντριβή καρδίας προσευχής, ενσαρκωμένο στον άσωτο της παραβολής, προβάλλει και πάλι η Εκκλησία προς μίμησιν και καλεί τα άσωτα παιδιά του Πατέρα, όλους μας, να γυρίσωμε στην αγκαλιά του Πατέρα ζητώντας συγγνώμην για να λάβωμε άφεσι, όπως εκείνος.
«Άσωτος εί τις, ως εγώ, θαρρών ίθι,θείου γάρ οίκτου πάσιν ήνοικται θύρα».
«Όποιος είναι άσωτος, όπως εγώ,άς έλθη με θάρρος, γιατί η θύρα της θείας ευσπλαγχνίας έχει ανοίξει για όλους.»Την θερμή εξομολόγησι του ασώτου υιού θέτει στο στόμα του πιστού ο ποιητής του Δοξαστικού των Αίνων: «Αγαθέ Πατέρα, απομακρύνθηκα από κοντά Σου·μή με εγκαταλείψης και μή με δείξης άχρηστο για την βασιλεία Σου. Ο παμπόνηρος εχθρός με ξεγύμνωσε, μού αφήρεσε τον πλούτο. Τα χαρίσματα της ψυχής μου τα διεσκόρπισα ασώτως. Γι΄ αυτό σηκώνομαι και επιστρέφω σ΄ Έσένα και Σού φωνάζω· Σύ που είσαι τόσο σπλαγχνικός, ώστε για μένα άπλωσες τα χέρια Σου στον Σταυρό για να με λυτρώσης από το φοβερό θηρίο, τον διάβολο, και για να με στολίσης με την παλαιά μου λαμπρή στολή, δέξου με αν όχι σάν παιδί σου, τουλάχιστον σάν υπηρέτη Σου».Η προτροπή προς μετάνοιαν γίνεται πιό έντονος στην τρίτη και τελευταία προπαρασκευαστική Κυριακή, την Κυριακή της Αποκρέω. Ως μέσο προτροπής προς μετάνοιαν για την αφύπνησι και των πιό ραθύμων ψυχών χρησιμοποιείται τώρα το αίσθημα του φόβου. Φόβου πρό της δικαίας κρίσεως του Θεού κατά την «φοβεράν και αδέκαστον παρουσίαν» του Χριστού. Την τρομερά σκηνή περιγράφει το ευαγγελικό ανάγνωσμα και η όλη υμνογραφία της ημέρας. Όπως δέ ορθώς παρατηρεί ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος στο Συναξάριο: «Ταύτην οι θειότατοι Πατέρες μετά τάς δύο παραβολάς έθεντο, ως αν μή τις την εν εκείναις του Θεού φιλανθρωπίαν μανθάνων, αμελώς διάγη λέγων· Φιλάνθρωπός εστιν ο Θεός, και όταν της αμαρτίας αναχωρήσω, ετοίμως έχω το πάν ανύσαι. Ταύτην την φοβεράν ημέραν ενταύθα κατέταξαν, ίνα διά του θανάτου και της προσδοκίας των εσομένων δεινών, φοβήσαντες τους αμελώς διακειμένους, προς αρετήν επαναγάγωσι, μή θαρρούντας εις το φιλάνθρωπον μόνον, αλλ΄ αφοράν, ότι και δίκαιός εστι κριτής και αποδίδωσιν εκάστω κατά τα έργα αυτού».
Όπως οι βυζαντινοί ζωγράφοι στον Νάρθηκα των Ναών γύρω από την βασιλική πύλη ζωγράφιζαν την σκηνή της δευτέρας παρουσίας, έτσι και οι υμνογράφοι στο πρόπυλο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής μ΄ όλα τα ζωηρά χρώματα του ποιητικού των χρωστήρος ζωγραφίζουν την φοβερά κρίσι. Η πύλη σε λίγο θα ανοίξη. Ποιός πιστός δεν θα θελήση να εισέλθη «εις την χαράν του Κυρίου του;»Από το βιβλίο
ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ
Ιωάννου Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ
(Αποστολικής Διακονοίας)

Γιατί ο μόνος Ευαγγελιστής που αναφέρει την συγνώμη που ζήτησε ο σταυρωμένος ληστής από τον Χριστό είναι ο Λουκάς, ενώ ούτε ο Ματθαίος ούτε ο Ιωάννης, που ήταν και παρών στην σταύρωση , δεν το αναφέρει;


Γιατί ο μόνος Ευαγγελιστής που αναφέρει την συγνώμη που ζήτησε ο σταυρωμένος ληστής από τον Χριστό είναι ο Λουκάς, ενώ ούτε ο Ματθαίος ούτε ο Ιωάννης, που ήταν και παρών στην σταύρωση , δεν το αναφέρει;

Τό γεγονός τῆς συσταύρωσης τῶν δύο ληστῶν μέ τό Χριστό ἀναφέρεται ἀπό τούς τρείς εὐαγγελιστές Ματθαῖο (27,38.44), Μάρκο (15,27-28) καί Λουκᾶ (23,32.39-42). Οἱ εὐαγγελιστές αὐτοί ὀνομάζονται «συνοπτικοί» καί τά εὐαγγέλιά τους, σ’ ἕνα μεγάλο μέρος τους, παρουσιάζουν ὁμοιότητες ὡς πρός τά γεγονότα πού ἐκθέτουν. Ἀντίθετα, τό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο διαφέρει τῶν συνοπτικῶν, καθώς ἐπιμένει στήν παρουσίαση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καί σέ ἱστορικές λεπτομέρειες πού δέν ἔχουν καθόλου ἀναφερθεῖ στά τρία παραπάνω εὐαγγέλια πού χρονικά προηγοῦνται. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Ἰωάννης, καθώς εἶναι ὁ τελευταῖος χρονικά πού καταθέτει γραπτά τή μαρτυρία του, ἔχοντας ὑπόψη του τά ἄλλα τρία εὐαγγέλια, δίνει προτεραιότητα σέ πληροφορίες πού δέν ἔχουν καταγραφεῖ. Αὐτό δικαιολογεῖ τήν ἰδιαιτερότητα τοῦ εὐαγγελίου ὡς πρός τό περιεχόμενό του καθώς καί τήν ἀποσιώπηση τῆς παρουσίας τῶν ληστῶν, γιά τούς ὁποίους ἔχουν ἤδη γράψει οἱ προηγούμενοι εὐαγγελιστές.
Σχετικά μέ τήν πολύ εὔστοχη παρατήρησή σας, ὡς πρός τή λεπτομέρεια τῆς μετάνοιας τοῦ ληστῆ, πρέπει νά παρατηρήσουμε τά ἑξῆς: τόσο ὁ Ματθαῖος, ὅσο καί ὁ Μάρκος ἀπευθύνουν τό εὐαγγέλιό τους στούς ἐξ Ἰουδαίων χριστιανούς. Αὐτό πού ἐνδιαφέρει ἕναν Ἰουδαῖο εἶναι κυρίως κατά πόσον τά γεγονότα πού σχετίζονται μέ τό Χριστό ἔχουν προφητευτεῖ στήν Παλαιά Διαθήκη, ὥστε νά ἐπιβεβαιώνεται ἡ Μεσσιακή του ἰδιότητα. Τό γεγονός τῆς ἀναγνώρισης τῆς ἰδιότητας αὐτῆς τοῦ Χριστοῦ ἀπό ἕνα ὁμοεθνή ληστή, τούς ἐνδιαφέρει ἀπό λίγο ἕως καθόλου. Γι’ αὐτό ἄλλωστε καί ὁ Ματθαῖος καί ὁ Μάρκος παρουσιάζουν τή συσταύρωση ὡς πρακτική ἔκφραση τῆς γενικότερης ὑβριστικῆς ἐπίθεσης ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκριβῶς καί ἐπινοήθηκε ἀπό τούς σταυρωτές, παραπέμποντας τούς Ἰουδαίους στήν ἐκπλήρωση τῆς γνωστῆς σ’ ἐκείνους προφητείας «καί μετά ἀνόμων ἐλογίσθη» (Ησ 53,12. βλ. Μρκ 15,28 καί Λκ 22,37).
Ἀντίθετα, τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο εἶναι ἐπιστολή πού ἀποστέλλεται στόν ἀξιωματοῦχο («κράτιστο») Θεόφιλο, πού ἀσφαλῶς ἔχει εἰδωλολατρικό παρελθόν. Ἔτσι, καταγράφονται κυρίως τά γεγονότα πού θά ἐνδιέφεραν καί θά μποροῦσαν νά ἐκτιμηθοῦν ἀπό κάποιον μέ ἀνάλογες ἀναζητήσεις. Ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τοῦ εὐαγγελίου αὐτοῦ εἶναι ἡ προβολή τῆς συγχωρητικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ: Ὁ Λουκᾶς εἶναι ὁ μόνος εὐαγγελιστής πού παραθέτει τήν θαυμάσια παραβολή τοῦ «εὐσπλάχνου πατρός» ἤ ἀλλιῶς τοῦ «ἀσώτου» (Λκ 15) καί τό περιστατικό τῆς μετάνοιας τοῦ Ζακχαίου (Λκ 19,1-10). Ἐπιπλέον, ὑπογραμμίζεται ἡ θυσιαστική ἀγάπη τοῦ Κυρίου πού προσφέρεται ὡς «ἱλασμός» στό βωμό τοῦ σταυροῦ γιά νά προσφέρει τή λύτρωση. Ἀποκορύφωμα καί ἀπόδειξη αὐτῆς τῆς λυτρωτικῆς του δύναμης εἶναι ἡ ἄμεση δυνατότητα εἰσόδου στόν παράδεισο, ὄχι σέ ἕναν δίκαιο ἄνθρωπο, ἀλλά στό συσταυρωμένο ληστή, ὁ ὁποῖος, μάλιστα, λίγο πρίν συμμετεῖχε στούς ὀνειδισμούς ἐναντίον τοῦ Λυτρωτῆ του.
Για τις «Ορθόδοξες Απαντήσεις»
Σοφία Χασιώτη, Δρ. Θεολογίας, Απρίλιος 2009