Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

ΗΤΑΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΘΕΟΣ Ή ΜΟΝΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΓΡΑΦΗΝ;

ΗΤΑΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΘΕΟΣ Ή ΜΟΝΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΓΡΑΦΗΝ;


ΗΤΑΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΘΕΟΣ 
Ή ΜΟΝΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΓΡΑΦΗΝ;
Έκθεσις και Αναίρεσις του
 «Περί της Προσωπικότητος του Ιησού Χριστού»
 βιβλίου του Θ. Λαναρά
 Χρίστος Βασιλειάδης
Θεολόγος- Φιλόλογος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
Πρόλογός μας
Παρατηρήσεις εις τον Πρόλογον του Λαναρά
Αλληλογραφία Τρεμπέλα-Λαναρά: Εκ της Παλαιάς Διαθήκης
Αλληλογραφία Τρεμπέλα: Εκ της Καινής Διαθήκης
Η αντίληψις περί προϋπάρξεως του I. Χριστού προαιωνίως, ανάρχως και αϊδίως τω Πατρί είναι πλάνη και ασέβεια προς τον Πατέρα;
Ποία η κατά τον Λαναρά αληθής διδασκαλία της Αγίας Γραφής:
Απόδειξις εκ της Παλαιάς Διαθήκης
Ποία η κατά τον Λαναρά αληθής διδασκαλία της Αγίας Γραφής:
Απόδειξις εκ της Καινής Διαθήκης
Πρόσθετα επιχειρήματα του Λαναρά "εκ της κατά την Γραφήν λογικής"
Πρόλογός μας
Το υπό αναίρεσιν βιβλίον του Θεοδώρου Λαναρά "Περί της προσωπικότητος του Ιησού Χριστού", δεν έχει συστηματικήν μορφήν. Ακολουθεί τα χωρία της Πα­λαιάς και Καινής Διαθήκης, πράγμα που μας ανάγκασε να τον ακολουθήσωμεν κατά πόδας.
Χαρακτηριστικόν του συγγραφέως είναι η σωρεία των γραφικών χωρίων που παραθέτει, χωρίς όμως να αναφέρη κανένα ad hoc χωρίον αποδεικνύον τις θέσεις του. Οι αιρετικές ιδέες του συγγραφέως αναπτύσσονται και παρεμβάλλονται περιστατικά, στη ροή των γραφικών χωρίων. Το σύστημα όμως των ιδεών και της σκέψεώς του μπορεί να σχηματοποιηθεί ως εξής:
0 συγγραφέας, εν πρώτοις, αρνείται ότι ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού είναι πρόσωπον, παρ' όσα γράφει στο προοίμιόν του ο ευαγγελιστής Ιωάννης: "Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος"·
Και ενώ ο σ. πασχίζει να αποδείξη ότι ο Λόγος του Ιωάννου δεν είναι πρόσωπον, ο Χριστός, στη συνέχεια τον ταυτίζει με το πρόσωπον του Θεού Πατρός αντιφάσκων προς εαυτόν. Διαχωρίζει λοιπόν τον Λόγον από τον Υιόν του Θεού, τον οποίον και ταυτίζει προς τον Ιησούν Χριστόν. Ομολογεί δε ο Λαναράς, ότι αν ο Λόγος ήταν πρόσωπον, ιδιαίτερον από τον Πατέρα, τότε θα ήτο όντως Θεός συναΐδιος και συνάναρχος.
Παρεμπιπτόντως παρατηρούμε ότι άλλοι σύγχρονοι αιρετικοί, οι λεγόμενοι "Μάρτυρες του Ιεχω­βά" δεν βγάζουν αυτό το συμπέρασμα μολονότι δέχονται ότι ο Λόγος του Ιωάννου είναι ιδιαίτερον από τον Θεόν Πατέρα πρόσωπον και μολονότι τον ταυτίζουν με τον Υιόν του Θεού, τον Ιησούν Χριστόν, τον οποίον δεν δέχονται ομοούσιοντω Πατρί. Δέχονται δηλαδή αυτοί προσωπικήν προΰπαρξιν, όχι όμως θείαν τοιαύτην.
Ο Λαναράς δέχεται ότι η ύπαρξις του Χριστού αρχίζει με την γέννησίν του από την Παρθένον Μαριάμ. Δηλαδή, δεν προϋπήρχε προσωπικώς εις τον ουρανόν ούτε ως Λόγος, ούτε ως Υιός Θεού, ούτε ως άγγελος, όπως, αυτό το τελευταίον, δέχονται για τον Χριστόν οι "Μάρτυρες του Ιεχωβά".
0 Χριστός προϋπήρχε, λέγει ο Λαναράς, μόνο στο Σχέδιον και στην πρόγνωσιν του Θεού κατά το Α' Πέτρ. α' 18-20.
Τα εδάφια που ομιλούν ρητώς και σαφώς για την προσωπικήν προΰπαρξιν του Χριστού (Ιωάν. α'1, γ'17, ε' 17, στ' 62, η' 58, ιστ' 28, ιζ' 5, Γαλ. δ' 4, Φιλιπ. β', 6, Β' Κορ. η' 9), η τα παρερμηνεύει κατά τρόπον οφθαλμοφανώς παιδαριώδη και αντιφατικόν, η τα αφίνει ανερμήνευτα, όπως τα Φιλιπ. β' 6, Β' Κορ. η' 9, προς έκπληξιν του αναγνώστου του και κατά τρόπον ασυνεπή.
Ο Χριστός, λέγει, ήταν άνθρωπος επί της γης, όχι Θεός. Και προς απόδειξιν προσκομίζει χωρία, που ομολογούν τον Ιησούν Χριστόν ως άνθρωπον. Δηλαδή, η όλη επιχειρηματολογία του είναι ότι ο Χριστός μαρτυρείται εις την Γραφήν ως άνθρωπος.
Αλλ' η Ορθόδοξος Εκκλησία μας δέχεται ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν και άνθρωπος, μάλιστα τέλειος και εκτός αμαρτίας. Δεν δέχεται όμως ότι ήταν μόνον άνθρωπος.
Επομένως ο Λαναράς ώφειλε να φέρη χωρία, έστω και ένα μόνον ad hoc χωρίον, όπου ο Χριστός χαρακτηρίζεται όχι απλώς ως άνθρωπος, πράγμα που δέχεται η Ορθόδοξος Εκκλησία, αλλ' ως μόνον άνθρωπος.
Η Εκκλησία μας δέχεται τον Χριστόν ως Θεάνθρωπον, ως έχοντα δύο φύσεις, την θείαν και την ανθρωπίνην, ως διετύπωσε δια των Οικουμενικών Συνόδων της, της 3ης, 4ης και 6ης.
Βασικόν σφάλμα του Λαναρά είναι εξ άλλου, ότι μολονότι ο Ιωάννης χαρακτη­ρίζει τον Λόγον Θεόν και Δημιουργόν ("πάντα δι' αυτού εγένετο". Ιωάν. α', 3) και μολονότι ο Παύλος θεωρεί τον Χριστόν ως Δημιουργόν του σύμπαντος, ("ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα - τα πάντα δι΄ αυτού και εις αυτόν έκτισται" Κολ. α', 16 και εις την προς Εβραίους α' 10 "και συ κατ’ αρχάς, Κύριε, την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου είσιν οι ουρανοί"), όμως ο Λαναράς δεν ταυτίζει τον Δημιουργόν Λόγον του Ιωάννου με τον Δημιουργόν Χριστόν του Παύλου.
Αν τον εταύτιζε, ως ώφελε, θα εδέχετο την προσωπικήν προΰπαρξιν του Χριστού και την ιδιότητά του ως Δημιουργού του σύμπαντος, αφού, αν είναι Δημιουργός, άρα προϋπάρχει της υπό της Παναγίας ως ανθρώπου γεννήσεώς του. Πάντως η Αγία Γραφή μαρτυρεί και την προϋπαρξίν του και την θεότητά του κατά την προΰπαρξιν (Ιωάν. α' 1, Φιλιπ. β' 6, Εβρ. α' 10), την θεότητά του κατά την επίγειον φάσιν της ζωής του (η Ελισάβετ εν "πνεύματι αγίω" τον ονομάζει Κύριον ενώ ήτο ακόμη εις την κοιλίαν της μητρός του και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης τον ονομάζει ισόθεον "ίσον εαυτόν ποιών τω Θεώ", Ιωάν. ε' 18).
Όσον τώρα για το διάστημα μετά την Ανάστασιν του Ιησού, δέχεται ο Λαναράς, ότι ο Χριστός έπαυσε να είναι άνθρωπος και έγινε πνευματικόν Ον, το οποίον και ονομάζει Θεόν.
Αλλ΄ η Γραφή, διαφωνούσα προς τον Λαναράν, συνεχίζει, και μετά την Ανάστασιν, να θεωρή και να ονομάζη τον Χριστόν και άνθρωπον, όπως π.χ. εις το εδάφιον Α' Τιμ. β' 5, γεγονός που διαψεύδει τις θεωρίες του Λαναρά.
Επομένως, ο συγγραφεύς επλανάτο οικτρώς θεωρών, ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν και άνθρωπος μετά την Ανάστασιν. Πάντως, η Αγία Γραφή ονομάζει τον Ιησούν Χριστόν και μετά την Ανάστασιν, όπως και πριν, τόσον άνθρωπον (άνθρωπος προ της Αναστάσεως: Ιωάν. θ', 11, Θεός προ της Αναστάσεως, Ιωάν. ε' 18) όσον και Θεόν (άνθρωπος μετά την Ανάστασιν: Α' Τιμ. β' 5 Θεός μετά την Ανάστασιν: Ιωάν. κ' 28, Ρωμ. θ' 5), και έτσι συμφωνεί με την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και την δικαιώνει.
Μόνον ορθολογιστές μη δεχόμενοι την θεοπνευστίαν και την αξιοπιστίαν της Γραφής μπορούν να απορρίπτουν το Θεανδρικό Πρόσωπο του Χριστού. Μαζί μ' αυτούς εμφανίζονται και αιρετικοί τόσον εις την αρχαιότητα όσον και εις την εποχήν μας, ισχυριζόμενοι ότι βασίζονται εις την Αγίαν Γραφήν και απορρίπτοντες την ρητή και σαφή διδασκαλίαν της για τον Θεάνθρωπον Ιησούν. Η μητέρα μας Εκκλησία διεκράτησε ανά τους αιώνας την ουσιώδη διδασκαλίαν των Αποστόλων ως ογκόλιθον εις τον οποίον συντρίβονται και σκορπίζονται τα κύματα της απιστίας κεκαλυμμένης και μη ανά τους αιώνας.

* Στο εξής χάριν συντομίας όπου αναφερόμεθα στον συγγραφέα θα τίθεται σ.
Παρατηρήσεις εις τον πρόλογον του  Λαναρά
Στον πρόλογό του ο συγγραφεύς ομιλεί για το πόνημα που έγραψε πριν ένα χρόνο (δηλ. το 1944) υπό τον τίτλο «Ποιος είναι ο αληθινός Θεός». Μας πληροφορεί δε ότι απέστειλε από ένα αντίτυπο από το βιβλίο αυτό στους δέκα οκτώ τότε καθηγητάς της Θεολογίας των δύο Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Τούτο δε διότι εις το τέλος του βιβλίου του είχε κάνει έκκληση προς αυτούς «όπως διακηρύξουν την αληθή διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής, ότι δεν υπάρχει Τριαδικός Θεός, αλλά μόνον ένας ο Πατήρ».
Είχε δηλώσει δε εν τη εκκλήσει του εκείνη ταυτοχρόνως ότι «εάν τυχόν κανείς εξ αυτών είχεν αντιρ­ρήσεις ως προς την αλήθειαν ταύτην θα είχε επιτακτικήν υποχρέωσιν, λόγω της θέσεώς του, να συζητήση το θέμα τούτο είτε δημοσία είτε κατ' ιδίαν επί παρουσία στενογράφων».
Και συνεχίζει «Ουδείς όμως καθηγητής των δύο Πανεπιστημίων ετόλμησε να αντιμετώπιση την έκκλησίν μου επί του σοβαρωτάτου θέματος: Ποιος είναι ο αληθινός Θεός».
Περαιτέρω και εις την σελίδα 5 ο σ. αναφέρεται στον CHARLES DUPUIS που αρνήθηκε την ιστορικότητα του Ιησού, και στον οποίο απαξιοί να απαντήση ο σ.
Προσδιορίζει δε τον στόχο του πονήματος: «Περί της προσωπικότητος του Ιησού Χριστού» ως εξής: «Δι αυτό ακριβώς θα περιορισθώμεν εις το παρόν πόνημά μας να ασχοληθώμεν δια τον Χριστόν μόνον από απόψεως θεολογικής ήτοι εάν ήτο μόνον άνθρωπος ο Ιησούς, η ήτο τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, όταν εγεννήθη, δηλαδή Θεάνθρωπος, όπως τον παραδέ­χεται η Εκκλησία μετά τον τρίτον αιώνα.
Περί της προσωπικότητος του Ιησού Χριστού διεξήχθη εκτενεστάτη αλληλογραφία μεταξύ εμού και του κ. Παν. Τρεμπέλα καθηγητού της Θεολογίας εν τω Πανεπιστημίω Αθηνών, την οποίαν οιοσδήποτε αναγνώσει θα πεισθή ότι ο κ. Τρεμπέλας δεν κατώρθωσε να υποστή­ριξή το δόγμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι δήθεν ο Ιησούς όταν εγεννήθη ήτο Θεός και άνθρωπος και δι' αυτό αποκαλείται υπ' αυτής Θεάνθρωπος, ότι είχε δύο φύσεις και ήτο τέλειος Θεός συναΐδιος και συνάναρχος τω Πατρί και τέλειος άνθρωπος, όπως εθέσπισαν αι 3η, 4η, και 6η Οικουμενικοί Σύνοδοι από του 431-680 μ.Χ.
Τουναντίον μάλιστα εκ της συζητήσεως ταύτης απεδείχθη περιτράνως, ότι το δόγμα τούτο των περισσοτέρων Εκκλησιών είναι τελείως αβάσιμον γραφικώς η αληθέστερον ειπείν τελείως αντιγραφικόν και αντιχριστιανικόν».
Και καταλήγει ο σ. «Επειδή το θέμα τούτο είναι το σπουδαιότερον όλων μετά το θέμα του αληθινού Θεού, δι’ αυτό ο Παύλος τονίζει: "Θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστίν Ιησούς Χριστός" (Α' Κορ. γ'13)».
Και δι’ αυτό ακριβώς εκ της ορθής η πεπλανημένης πίστεως περί της προσωπικότητος του Ιησού εξαρτάται η σωτηρία παντός Χριστιανού όταν πιστεύη εις τον Χριστόν, όπως ακριβώς διδάσκει και τον παραδέχεται η Αγία Γραφή η η απώλεια παντός Χριστιανού όταν πιστεύη εις τον Χριστόν, κατά τα εντάλματα και τας διδασκαλίας των ανθρώπων. Είναι δε φυσικόν και δίκαιον να απωλεσθή ούτος, διότι ευρίσκεται υπό ανάθεμα σύμφωνα με τους σαφείς λόγους του Παύλου,: "Αλλά και εάν ημείς η άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίσηται υμίν παρ ο ευηγγελισάμεθα υμίν ανάθεμα έστω" (Γαλ. α' 8).
Συνεχίζων ο σ. (σελ. 8) χαρακτηρίζει το δόγμα περί του Θεανθρώπου αντιγραφικόν χωρίς όμως και να το αποδεικνύη. Αναφέρει δε κατόπιν ότι η Ορθοδοξία στηρίζεται στις αποφάσεις της γ', δ' και στ' Οικουμενικών Συνόδων, τις οποίες κατηγορεί ότι "παρεξήγησαν ωρισμένα χωρία της Παλαιάς και της Καινής Διαθή­κη" χωρίς να μας λέη όμως ο σ. ποία χωρία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης παρεξήγησαν οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων.
Δεν διστάζει δε και να κακολογήση τους Πατέρας της Εκκλησίας, διότι γράφει, ότι τα ανωτέρω «περί θεανθρώπου θεσπίσματα είναι προϊόντα αγγραμμάτων ως προς την Γραφή Πατέρων των Εκκλησιών, οίτινες διότι ηγνόουν την Αγ.Γραφήν είτε διότι παρεξήγησαν ταύτην αγόμενοι υπό του φρονήματος της σαρκός των εθέσπισαν δόγματα τελείως ακατανόητα και εις αυτούς τους ίδιους» (σελ.9)
Ονομάζει ο σ. τους πατέρας αγραμμάτους ως προς την Γραφήν, τους Πατέρας οι οποίοι είχαν νυχθημερόν πνευματικήν τους τροφήν την Αγίαν Γραφήν, αλλά και την εφήρμοζαν εις τον βίον τους.
Αγραμμάτους ως προς την Γραφήν Πατέρας ονομάζει εκείνους οι οποίοι με την δύναμη την οποίαν έλαβαν από τον Θεόν, μας διέσωσαν το κείμενο της Αγ.Γραφής και αγωνίστηκαν κατά παντοίων αιρε­τικών για να συγκροτηθεί και αυτός ο Κανών της Αγ.Γραφής, δηλαδή τα κανονικά βιβλία των Θεοπνεύστων συγγραφέων μέσα από μια πλήμμυρα αιρετικών γραφών.
Τους Πατέρας οι οποίοι έτηξαν τα σώματά τους με νηστείες, αγρυπνίες, προ­σευχές και μελέτην της Αγ.Γραφής αυτούς ονομάζει "αγομένους υπό του φρονήματος της σαρκός των".
Στην ίδια σελίδα (9), ο σ, συνεχίζει την πολεμική του κατά των Πατέρων, ότι «εθέσπισαν δόγματα τελείως ακατανόητα και εις αυτούς τους ιδίους και διαυτό ερωτώμενοι τι σημαίνουν τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός εις μίαν υπόστασιν εις εν και το αυτό πρόσωπον και τι σημαίνουν ασυγχύτως ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως δεν δύνανται να εξηγήσουν και καταφεύγουν εις το μυστήριον».
Αλλά ο σ, λησμονεί ότι το Σχέδιο του Θεού για την Σωτηρία του άνθρώπου είναι μυστήριο. Ο άνθρωπος προσπαθεί να το προσεγγίση χωρίς να μπορή να το καταλάβη. Όπως περίπου για ένα βουνό διαπιστώνεις την ύπαρξή του, το ψηλαφείς με το δάκτυλό σου, χωρίς να μπορής να το αγκαλιάσης.
Και στα δόγματα διαπιστώνουμε την δείνα η δείνα διδασκαλία χωρίς να μπορούμε να την συλλάβουμε πλήρως. Διαπιστώνουμε το ότι, μας διαφεύγει το πως.
Μόνον ορθολογισταί ενοχλούνται απο την ύπαρξη του Μυστηρίου. Αλλ' ο σ, ισχυρίζεται ότι βασίζεται στην Αγ.Γραφή και σκανδαλίζεται από την ύπαρξη του Μυστηρίου.
Όμως η Αγ.Γραφή, την οποίαν ισχυρίζεται ότι αποδέχεται ο σ, είναι γεμάτη από Μυστήριο.
Να τι λέγει η Γραφή για το Μυστήριο: «Καγώ ελθών προς υμάς, αδελφοί, ήλθον ου καθ' υπεροχήν λόγου η σοφίας καταγγέλων υμίν το μυστή­ριον του Θεού» (Α Κορ β'1). Και πάλιν ο Παύλος διακηρύσσει: «αλλά λαλούμεν Θεού σοφίαν εν μυστηρίω την αποκεκρυμμένην» (Α' Κορ. β' 7). Και κατώτερω ο ίδιος Παύλος συμβουλεύει «ούτως υμάς λογιζέσθω άνθρωπος ως υπηρέτας Χριστού και οικονόμους μυστηρίων Θεού» (Α' Κορ, δ' 1). Ακόμη ο Παύλος υπογραμμίζει πάλιν εις τους Κορινθίους: «ιδού μυστήριον υμίν λέγω. πάντες ου κοιμηθησόμεθα πάντες δε αλλαγησόμεθα» (Α' Κορ. ιε' 51). Και προς τον Τιμό­θεον γράφει: «έχοντες το μυστήριον της πίστεως εν καθαρά συνειδήσει» (Α' Τιμ.γ'9). Και ολίγον κατωτέρω, στον στίχο 16 λέγει, «ομολογουμένως μέγα το της ευσεβίας μυστήριον: Θεός εφανερώθη εν σαρκί».
Αλλ' όπως και ο ίδιος ο σ. ευτυχώς αναγνωρίζει, μέχρι του σημείου αυτού του βιβλίου του αποφαίνεται αορίστως και προβάλλει οχι αποδείξεις αλλά ισχυρι­σμούς.
Την απόδειξη θα μας την φέρη, λέγει, εν συνεχεία, διότι γράφει, «Αλλ ίνα μη αορίστως αποφαινώμεθα, ερχόμεθα εις απόδειξιν των ως άνω ισχυρισμών μας δια τας παρερμηνείας των» (σελ. 10).
Αλληλογραφία Λαναρά - Τρεμπέλα:
Εκ της Παλαιάς Διαθήκης.
1) Εκ της Παλαιάς Διαθήκης ο σ, αναφέρεται εις τα υπό του Τρεμπέλα προσκομισθέντα χωρία (Ψαλμ. ρστ' 20 και ρμζ' 7), ένθα λέγεται ότι ο λόγος αποστέλλεται α) απέστειλε τον λόγον αυτού και ιάσατο αυτούς και εκ των αναγκών αυτών έσωσεν αυτούς (Ψαλμ ρστ' 20) και β) αποστελείτον λόγον αυτού και τήξει αυτούς (Ψαλμ. ρμζ 7) και παρατηρεί: «Εξομολογούμεθα ότι αδυνατούμε να εννοήσωμεν ποιοι λόγοι έπεισαν τον κ.Τρεμπέλα ότι η λέξις λόγος εις τα δύο ταύτα χωρία εννοεί πρόσωπον τουτέστιν τον Χριστόν, εφ' όσον γνωρίζει πολύ καλά ούτος ότι ουδαμού της Π.Δ η λέξις λόγος χρησιμοποιείται ως πρόσωπον».  
Ο σ. συγχέει ασφαλώς τα πράγματα. Δεν αληθεύει ότι ο Λόγος στην Π.Δ δεν είναι ουδαμού πρόσωπο. Η αλήθεια είναι ότι υπό το φως της Κ.Δ. αναγνωρίζομε τον Λόγον ως πρόσωπον και εις την Π.Δ. Μόνον λοιπόν υπό το φως της Κ.Δ. και μάλιστα του Ιωάννου.
Και συμπεραίνει για τον Τρεμπέλα ο σ, «Ιδού η χονδροει­δής παρερμηνεία μη επιδεχομένη ουδεμίαν δικαιολογίαν, και την οποίαν παρερ­μηνείαν ενεργεί ούτος (ο. Τρεμπέλας) η εν επιγνώσει η εξ αγνοίας, διότι ο ίδιος γράφει εν τη προς εμέ επιστολή του της 9-12-34 σελ. 3 ότι: πρώτος ο ίδιος ο Ιωάννης εχρησιμοποίησε τον όρον λόγος ως το δεύτερον πρόσωπον της Αγ. Τριά­δας»
Και σεις λοιπόν κ. Λαναρά στηριχθήκατε στα γραπτά του Τρεμπέλα και απορρί­πτετε τον λόγον ως πρόσωπον. Ωραία η μέθοδός σας αληθώς. Εν προκειμένω η αλήθεια έχει ως εξής:
 Γεγονός βέβαια είναι ότι πρώτος ο Ιωάννης εχρησιμοποίησε σαφώς τον όρον λόγος ως πρόσωπον. Και ακριβώς με αυτό το φως του Ιωάννου μπορούμε να ανιχνεύσουμε την Παλαιά Διαθήκη και να βρούμε τον λόγον ως πρόσωπον και εις την Παλαιάν Διαθήκην.
Προηγουμένως όμως άλλ' εις την ιδίαν σελίδα (11), ο σ. επικαλείται υπέρ των απόψεών του το Πράξ. ι' 36: «Τον λόγον, ον απέστειλε τοις υιοίς Ισραήλ ευαγγελιζόμενος ειρήνην δια Ιησού Χριστού». Ως «βλέπομεν - λέγει ο συγγραφεύς - εις την αναφερθείσαν περικοπήν ξεχωρίζει ο Λουκάς τελείως τον λόγον από τον Ιησούν Χριστόν».
Δεν παρατηρεί ο σ. ότι η μετοχή ευαγγελιζόμενος είναι τροπική και χρησιμεύει ως επεξήγησις εις το υποκείμενο του «απέστειλε», ούτως ώστε το νόημα είναι: «Τον λόγον, τον οποίον απέστειλε εις τους υιούς Ισραήλ με το να ευαγγελίζεται δηλαδή ειρήνην δια του Ιησού Χριστού».
Έτσι όχι μόνο δεν ξεχωρίζει ο λόγος από τον Ιησού Χριστόν άλλ’ όλως αντιθέτως ταυτίζεται εδώ με τον Λόγο. Στην ίδια σελίδα και λίγο παρά πάνω (σελ. 11) γράφει ο σ.: «καθαρώτατα διαφαίνεται ότι ο λόγος, τον οποίον εξαπέστειλε ο Θεός δεν ήταν πρόσωπο, άλλά ήταν ρήμα, άγγελμα, επαγγελία, κοινός λεγόμενος λόγος, όστις εθεράπευσε τους Ισραηλίτας κατά το πρώτον χωρίον, κατά δε το δεύτερον, όστις θα τήξη δηλ. θα λυώση αυτούς».
Αλλ' όλα αυτά όπως βλέπει ο αναγνώστης είναι μεν ίσως πιθανά άλλ' αναπόδεικτα. Όταν δηλαδή λέγη η Γραφή ότι ο Θεός απέστειλε τον λόγον αυτού θα πρέπη να δεχθώμεν τουλάχιστον ότι προσωποποιείται ο λόγος εφ' όσον δεν  αποστέλλει κανείς παρά μόνον πρόσωπον. Πως δηλαδή μπορεί ο Θεός Πατήρ να αποστέλλη το ρήμα του, εάν αποστέλλωμεν μόνο πρόσωπα;
Όταν δηλαδή η Γραφή λέγει ότι ο Θεός απέστειλε τον Λόγον του, θα πρέπη να δεχθούμε ότι και αν δεν κυριολεκτή, τουλάχιστον προσωποποιεί τον Λόγον. Δεδομένου δε ότι πρόκειται για ποιητικό βιβλίο, όπως αυτό των Ψαλμών, είναι δυνατόν να ισχυρισθή κανείς ότι έχουμε εδώ, ποιητική αδεία, προσωποποίησιν του Λόγου.
Εάν δε εβασιζόμεθα εις αυτούς τους Ψαλμούς και μόνον, θα μπορούσε ο σ. να ισχυρισθή ότι εδώ ο Λόγος δεν είναι πρόσωπον, αλλ' ότι οι Ψαλμοί προσωπο­ποιούν τον Λόγον. Εάν έλεγε αυτό ο σ. θα συμφωνούσαμε κατ' αρχήν μαζί του και θα αναζητούσαμε εδάφια, όπου δεν προσωποποιείται ο Λόγος, εδάφια από μη ποιητικά βιβλία της Γραφής. Εάν ευρίσκαμε τέτοια εδάφια και εθεμελιώναμε την διδασκαλία περί του Λόγου ως προσώπου, τότε βάσει αυτών των άλλως, σαφών και ειδικών (ad hoc) εδαφίων, θα μπορούσαμε να εννοήσουμε και τα υπ' όψει εδάφια των Ψαλμών. Αυτό ακριβώς κάνουμε και εμείς, όπως θα δη ο αναγνώστης κατωτέρω.
Τρίτον χωρίον που φέρει ο Τρεμπέλας, το Μαλαχίου γ' 1. Εις το χωρίον αυτό της Π.Δ. εμφανίζεται ο Χριστός αποστέλλων τον άγγελόν του προ προσώπου του. Άρα ο Χριστός προϋπήρχε πριν γεννηθεί ως άνθρωπος από την Παρθένον.
Προϋπήρχε και απέστειλε ο ίδιος τον άγγελόν του προ προσώπου του, διότι λέγει: «Ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου και επιβλέψεται οδόν προ προσώπου μου». (Μαλαχ. γ' 1). Το εδάφιον είναι σαφές, αλλ’ ιδού τι σοφίζεται ο σ. για να μη παραδεχθή την θείαν προΰπαρξιν του Χριστού.
Ο σ. παρατηρεί τα εξής για το χωρίο Μαλαχίου γ 1: « ”Ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου και επιβλέψεται οδόν προ προσώπου μου”: Είναι καταφανές εκ της αντιπαραβολής του κειμένου τούτου προς τους τρεις Ευαγγελιστάς, οίτινες το μεταφέρουν εκ της Π.Δ. αυτούσιον ότι το χωρίον τούτο η εσφαλμένως εγράφη κατά την αντιγραφήν του κειμένου ή εσφαλμένως μετεφράσθη εις την ελληνικήν, όπερ δεν σπανίζει εν τη Π.Δ. των εβδομήκοντα... Το χωρίον τούτο επανα­λαμβάνουν αυτούσιον οι τρεις Ευαγγελισταί Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς οίτινες το διατυπώνουν ως ακολούθως:
“Ούτος εστί περί ου γέγραπται ιδού εγώ απο­στέλλω τον άγγελόν μου προ προσώπου σου” και συνεπώς έφ όσον οι τρεις Ευαγγελισταί δεν το τροποποιούν, αλλά το έχουν μεταφέρει αυτούσιον γράφοντες “ως γέγραπται” είναι εκτός πάσης συζητήσεως, ότι η εν τη Καινή Διαθήκη διατύπωσις αντιπροσωπεύει την αληθή και ακριβή μετάφρασιν».
Μεγάλη η πονηριά του σ. Αλλ' ας βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Εδώ έχουμε αφ' ενός τον Μαλαχίαν αφ' ετέρου τα αντίγραφα του πρωτογράφου κειμένου. Ο σ. δεν φορτώνει στον προφήτη το λάθος, αλλά στους αντιγραφείς, ή στους εβδομήκοντα μεταφραστάς.
 Παραβλέπει όμως το γεγονός ότι με τους εβδομήκοντα μεταφραστάς συμφωνεί και το εβραϊκό κείμενο και αυτό γράφει «προ προσώπου μου» και όχι «προ προσώπου σου». Άρα δεν φταίνε οι εβδομήκοντα και η μετάφρασή τους.
Λησμονεί ο σ. ότι και οι Ευαγγελισταί είχαν τους αντιγραφείς τους. Οι αντιγραφείς των Ευαγγελιστών θα μπορούσαν να είχαν κάνει επίσης το λάθος. Όχι λοιπόν ο Μαλαχίας ούτε οι αντιγραφείς του, αφού συμφωνούν το εβραϊκό κείμενο και η μετάφραση των εβδομήκοντα.
Εμείς πάντως δεν δεχόμεθα ότι έγινε λάθος και ότι τάχα θα πρέπη να διαλέξουμε ανάμεσα στα δύο.
Όσο για το ότι «εν συνεχεία του ειρημένου χωρίου δεν γράφει “ιδού έρχομαι” ως ώφελε να γράφη, αλλά γράφει “ιδού έρχεται λέγει Κύριος Παντοκράτωρ”» λέγομεν όχι το επιχείρημα αυτό δεν έχει καμίαν αξίαν, διότι απλούστατα εδώ ο λόγος γίνεται από ευθύς πλάγιος.
Έτσι καταπίπτει ολόκληρη η επιχειρηματολογία του σ. καθώς και όσα συμπε­ραίνει γράφοντας: «Ιδού λοιπόν ότι το προοκομιζόμενο χωρίον τούτο οχι μόνον δεν υποστηρίζει την έννοιαν αυτών, αλλά τουναντίον είναι αντίθετον και την καταρρίπτει, διότι εξ όσων γράφουν οι Ευαγγελισταί γίνεται πασιφανές ότι ο αποστέλλων τον άγγελον προ προσώπου του Χριστού, δεν είναι ο Χριστός, ως επεχείρησε ο κ. Τρεμπέλας να ισχυρισθή, άλλ’ είναι ο Θεός, τουτέστιν ο Πατήρ.»
Εμείς όμως δεν βλέπουμε για ποιόν λόγο θα πρέπη τάχατες να διαλέξουμε μεταξύ των δύο γραφών της Π. και της Κ.Δ. Αμφότερα τα χωρία είναι γνήσια και γίνονται δεκτά. Απλούστατα ο Μαλαχίας μας εμφανίζει τον Χριστόν ομιλούντα περί του εαυτού του, ενώ οι συνοπτικοί Ευαγγελιστές μας εμφανίζουν τον Πατέρα αποστέλλοντα τον άγγελον. Και τα δύο δεκτά πράγμα που σημαίνει ότι η αποστολή του αγγέλου είναι έργο και του Πατρός και του Υιού, εφόσον δεχόμεθα ότι είναι θεόπνευστος τόσον ο Μαλαχίας όσον και οι Συνοπτικοί.
Παρόμοιες περιπτώσεις είναι πάμπολλες στην Αγ. Γραφή και μάλιστα στην ίδια την Κ.Δ. Σημειώσατε ότι ο Ματθαίος και ο Μάρκος αναφέρουν ένα άγγελον στον τάφο του Κυρίου κατά την αναστάσιμη επίσκεψη των δύο μαθητριών (Ματθ. κη’2, Μάρκ.ιστ'5), ενώ ο Λουκάς ομιλεί περί δύο αγγέλων (Λουκ. κδ' 4) Ποιον θα πιστεύσωμεν; Ασφαλώς επρόκειτο περί δύο εκ των οποίων ο Ματθαίος και Μάρκος αναφέρουν μόνο ένα, ενώ ο Λουκάς και τους δύο.
Επίσης εις το ζήτημα της Αναστάσεως του Κυρίου, αλλού η Γραφή αναφέρει τον Ιησούν αναστήσαντα εαυτόν, αλλού δε τον Πατέρα αναστήσαντα τον υιόν. Ποιος λοιπόν εκ των δύο ανέστησε τον Ιησούν; Ασφαλώς και οι δύο. Ήτο δηλαδή έργον και του Πατρός και του Υιού η Ανάσταση του Χριστού.
Αλλ' ο σ. θέλει να διαλέξη ένα από τα δύο, διότι τον ενοχλεί το χωρίον του Μαλαχίου. Η προΰπαρξις του Χριστού αποδεικνύεται και δια του Ιωάν. ιβ' 41: «Τούτα είπε Ησαΐας, ότε είδεν την δόξαν αυτού, και ελάλησεν περί αυτού».
δ. Μιχαίου ε’ 2:
“....αι έξοδοι απ’ αρχής εξ ημερών αιώνος”. Το εδάφιο αυτό είναι ισχυρότατο και αποδεικνύει θαυμάσια την προΰπαρξη του Ιησού Χριστού: “Και συ Βηθλεέμ οίκος του Ευφραθά ολιγοστός ει του είναι εν χιλιάσιν Ιούδα εκ σου μοι εξελεύσεται του είναι εις άρχοντα εν τω Ισραήλ, και αι έξοδοι αυτού απ’ αρχής εξ ημερών αιώνος”.
Δύο σκέλη εκτείνονται στο υπ’ όψει εδάφιον: Πρώτον, ότι εκ Βηθλεέμ “εξελεύσεται” ο άρχοντας του Ισραήλ. Αυτή είναι η επίγεια καταγωγή του Μεσσία. Και δεύτερον, ότι “αι έξοδοι αυτού” είναι “απ’ αρχής εξ ημερών αιώνος”, δια του οποίου δηλούται η προΰπαρξις του Μεσσία, ότι δηλαδή προϋπάρχει “απ’ αρχής εξ ημερών αιώνος”.
Ο σ. αδυνατεί να ερμηνεύση το χωρίον, διότι, εάν με το “εξ ημερών αιώνος” δηλοί την γέννησιν του Κυρίου στην Βηθλεέμ, όπως το θέλει ο α, τότε τι σημαίνει το “Και συ Βηθλεέμ... εκ σου εξελεύσεται του είναι εις άρχοντα του Ισραήλ”;
Δηλαδή, εις το εδάφιον αυτό ο ιερός συγγραφέας ομιλεί για δύο διαφορετικές καταστάσεις, τις οποίες προσθέτει την μίαν εις την άλλην δια του συνδέσμου “και”. Δηλαδή: “από σένα Βηθλεέμ θα γεννηθή άρχοντας του Ισραήλ”, και “τούτου αι έξοδοι είναι απ' αρχής εξ ημερών αιώνος”.
Δύο στοιχεία συνθέτουν το χωρίον: πρώτον, η εν Βηθλεέμ γέννηση του άρχοντα και δεύτερον ότι “αι έξοδοί του” είναι απ’ αρχής εξ ημερών αιώνος. Εάν, λοιπόν, ο ιερός συγγραφεύς εννοούσε το τέλος του Μωσαϊκού νόμου, που είναι ο Χριστός, αρκούσε να μας δώσει το πρώτον στοιχείον, δηλαδή την εν Βηθλεέμ γέννησίν του. Δηλαδή μας λέγει: Θα γεννηθή μεν εν Βηθλεέμ, όμως αι έξοδοί του είναι απ’ αρχής, εξ ημερών αιώνος.
Ο σ. σημειώνει, ότι «το χωρίον τούτο δεν ομιλεί περί αρχής αιώνων, αλλά λέγει “αιώνος”. τουτέστιν του νέου καθεστώτος, του οποίου η αρχή αρχίζει από των ημερών της ελεύσεως του Χρισιού».
Αλλά δεν παρατηρεί ο σ. ότι περί της αρχής αυτού του αιώνος μας μίλησε ο Μιχαίας εις το εδάφιον 1 του ζ κεφαλαίου, ήτοι περί της γεννήσεως στη Βηθλεέμ. Και στον στίχο 2 ομιλεί για την προΰπαρξη του άρχοντος αυτού.
Ο Μιχαίας δεν προφητεύει, όπως κακώς ισχυρίζεται ο σ., ότι “το καθεστώς του μωσαϊκού Νόμου έχει τέλος” και ότι “μετά το τέλος αρχίζει ο αιών του Χριστού”.
Ο απόστολος Παύλος είναι εκείνος που ομιλεί περί “τέλους” του Νόμου (Ρωμ. ι', 4) και μ' αυτό δηλώνει τον Χριστόν ως τον σκοπόν του μωσαϊκού Νόμου, αφού στην αρχαία ελληνική τέλος σημαίνει και τον σκοπόν.
Παράδοξα και νεοφανή είναι όσα αποφαίνεται ex CaThedra ο σ., ότι δηλαδή το χωρίον τούτο δεν ομιλεί περί αρχής αιώνων, αλλά λέει αιώνος, τουτέστιν του νέου καθεστώτος, του οποίου η αρχή αρχίζει από των ημερών της ελεύσεως του Χριστού.
Ήτοι ο Μιχαίας προφητεύει, ότι το καθεστώς του Μωσαϊκού Νόμου έχει τέλος και μετά το τέλος αρχίζει ο αιών του Χριστού. “Τέλος γαρ Νόμου Χριστός εις δικαιοσύνην παντί τω πιστεύοντι” (Ρωμ. Γ 4).
Απορεί κανείς πως δεν κατώρθωσε να αποδείξη ο σ. νόθον και αυτό το χωρίο του Μιχαίου. Δυστυχώς και πάλιν διότι όπου δεν μπορεί να κάνει τον κριτικόν του κειμένου διαστρεβλώνει το νόημα του χωρίου.
Διερωτάται κανείς τι σχέσιν έχει το χωρίον αυτό του Μιχαίου με το τέλος του καθεστώτος του Μωσαϊκού Νόμου και το νέο καθεστώς; Εκατοντάδες φορές η Π.Δ. ομιλεί περί του “απ’ αιώνος” και μ' αυτό δηλώνει την αρχήν του χρόνου και της κτίσεως δηλαδή της υλικής και πνευματικής δημιουρ­γίας του Θεού και ουδέποτε το νέον καθεστώς του Χριστού.
Αν το “απ’ αιώνος” σημαίνη από του νέου καθεστώτος, τότε πως θα ερμηνευθούν σχετικά χωρία της Π.Δ. που μιλούν για το “απ’ αιώνος” και το έως “αιώνος”; Τι έχει να πη ο σ. π.χ. για τον Δαβίδ που γράφει: “ο δε Θεός βασιλεύς ημών προ αιώνος ειργάσατο σωτηρίαν εν μέσω τη γης”; (Ψαλμ. ΟΓ' 12. κατά τους Ο'). Ο Χριστός λοιπόν έδρασε σωτηριωδώς και κατά την περίοδον του μωσαϊκού Νόμου, αφού λέγει “προ αιώνος”.
Ότι δε το “από του αιώνος “δεν σημαίνει την μεσσιακήν περίοδον αλλά την αρχήν της κτίσεως και Δημιουργίας, φαίνεται εκ του Ιωάννη ο οποίος θέτει εις το στόμα του θεραπευμένου πρώην τυφλού τα εξής: Και “εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ηνέωξέν τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου”. (Ιωάν. θ', 32). Φαίνεται και εκ του Δαβίδ: “Κύριε καταφυγή εγεννήθης ημίν εν γενεά και γενεά. προ του όρη γενηθήναι και πλασθήναι την γην και την οικουμένη και από του αιώνος έως του αιώνος συ ει” (Ψαλμ. ΠΘ' 1-2). Ότι δε το “απ' αιώνος συ ει” σημαίνει την αιωνιότητα, όταν αναφέρεται στον Θεό ιδέ Ψαλμ. 92. 2 (κατά τους Ο'): “έτοιμος ο θρόνος σου από τότε. από του αιώνος συ ει”.
Ότι δε ο Χριστός υπήρχε όχι απλώς “από του αιώνος”, αλλά προ πάντων των αιώνων δείκνυται και δια της Κ.Δ. ένθα αναφέρεται ότι δια του Χριστού εδημιουργήθησαν οι αιώνες, άρα ο ίδιος είναι προ των αιώνων (Εβρ. α' 2 ”δι ου και εποίησε τους αιώνας”).
ε) Ησαΐου θ' 6: “Μεγάλης βουλής άγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυ­ρός, πατήρ του μέλλοντος αιώνος”. Δια το εδάφιο αυτό του Ησαΐου σημειώνει ο σ.
«Εδώ εις το χωρίον αυτό ηναγκάσθη ο κ. Τρεμπέλας να χρησιμοποιήση εν επιγνώσει πλαστογραφημένας νόθας λέξεις ανυπάρκτους εν τω κειμένω των εβδομήκοντα, δια να υποστηρίξη την άποψιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι αι δύο λέξεις “Θεός ισχυρός” δεν υπάρχουν εις ουδεμίαν έκδοσιν της Π. Δ. κατά τους Εβδομήκοντα. Και αυτή δε η έκδοση υπό της Αδελφότητος των Θεολόγων Ζωή παραλείπει τας λέξεις ταύτας. Είναι αληθές ότι μετά την διαμειφθείσαν αλληλογραφίαν μετά του κ. Τρεμπέλα, η Αδελφότης Ζωή εις την νέαν έκδοσιν του 1939 προσέθεσε τας λέξεις ταύτας και ούτω εσχημάτισε ένα τραγέλαφον, διότι δεν αντελήφθη, ότι δεν δύνανται να συνυπάρχουν και αι δυο εκφράσεις “Μεγάλης βουλής άγγελος” και “Θεός ισχυρός”, εφόσον είναι γνωστόν ότι ο άγγελος δεν είναι Θεός ούτε ο Θεός δύναται να είναι άγγελος».
Αλλά, απαντούμε εμείς, ούτε ο άνθρωπος είναι άγγελος. Και όμως ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ονομάζεται υπό του Μαλαχίου άγγελος (Μαλ. γ'1). Ονομάζεται δε έτσι όχι βέβαια διότι είχε φύσιν αγγελικήν, αλλά λόγω του ρόλου του ως αγγελιοφόρου του μηνύματος του Θεού. Έτσι και ο Χριστός μολονότι Θεός, ήταν αγγελιοφόρος του πατρός του. Άρα δεν εμποδίζει εις ουδέν η συνύπαρξις “αγγέλου” και “Θεού”.
Ο σ. υβρίζει το κείμενο και τις ιερές λέξεις του ονομάζοντας αυτές “πλαστογραφημένας νόθας λέξεις”, ανυπάρκτους εν τω κειμένω των εβδομή­κοντα. Δεν γνωρίζω ποιάν έκδοση των Εβδομήκοντα μεταχειρίζεται. Αν πάντως χρησιμοποιήση την κριτικήν έκδοση των 0' του Alfred Rahlfs της εκδόσεως της Στουτγάρδης θα δη ποια χειρόγραφα παραλείπουν και ποια σπουδαία χειρόγρα­φα περιέχουν τις λέξεις “Θεός ισχυρός”. Επίσης υπενθυμίζουμε στον σ., ο οποίος δεν φαίνεται να το αγνοεί, ότι και το εβραϊκό κείμενο περιέχει τις λέξεις “Θεός ισχυρός”.
Ο σ. περαιτέρω ομολογεί γιατί δεν του αρέσουν οι λέξεις “Θεός ισχυρός”. Λέγει λοιπόν: «Είναι φανερόν τοις πάσιν ότι μετά την αφαίρεσιν της νόθου προσθήκης το χωρίον τούτο όχι μόνον αποκλείει παντελώς την έννοιαν της Εκκλησίας ότι ο Χριστός ήτο συνάναρχος και συναΐδιος, διότι σαφέστατα ο Ησαΐας ονομάζει τον Χριστόν “Μεγάλης βουλής άγγελον” και είναι εκτός πάσης συζητήσεως ότι ο άγγελος δεν είναι Θεός, αλλά και αποδεικνύει σαφέστατα ότι ο Χριστός δεν ήτο Θεός, αλλ' ήτο άγγελος της μεγάλης βουλής». (σελ. 14).
Δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοθαυμάση. Ήδη παρετηρήσαμε ότι άγγελος λέγεται ο Χριστός ως και ο Πρόδρομος όχι δια τυχόν αγγελικήν των φύσιν, αλλά δια την ειδικήν τους ενέργεια και αποστολήν, δια το λειτούργημά τους και όχι δια την φύσιν τους.
Δεν μας ομολογεί όμως ο σ.: δέχεται λοιπόν ότι ο Χριστός ήταν άγγελος (όπως το δέχονται οι Χιλιασταί); Η Γραφή πάντως αποκλείει κάτι τέτοιο διότι γράφει για τον υιό: «Τίνι γαρ είπεν ποτέ των αγγέλων Υιός ει συ εγώ σήμερον γενέννηκά σε».... όταν δε πάλιν εισαγάγη τον πρωτότοκον εις την οικουμένην, λέγει: «και προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες άγγελοι Θεού. Και προς μεν τους αγγέλους λέγει- ο ποιών τους αγγέλους αυτού πνεύματα, και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα προς δε τον υιόν ο θρόνος σου ο Θεός εις τον αιώνα του αιώνος» (Εβρ. α' 5-8).
Και συνεχίζει ο σ.: Όλα όμως τ' ανωτέρω θα ήσαν περιττά και δεν θα ήτο ανάγκη να ασχοληθώμεν εις τα ως άνω προσκομιζόμενα χωρία της Π.Δ. εφόσον αυτός ο κ. Τρεμπέλας εν τω συγγράμματί του “Ο Ιησούς ο από Ναζαρέτ” τα αναιρεί ο ίδιος και διαψεύδει αυτός εαυτόν.
Διότι ενώ εν τη προς εμέ επιστολή του προσκομίζει όλα τα αναφερθέντα χωρία, αντιθέτως εις το σύγγραμμα του “Ιησούς ο από Ναζαρέτ” διαψεύδει αυτός εαυτόν διότι γράφει τα εξής εν τη σελ. 8 της β' εκδόσεως: “Απλή και μόνον επισκόπησις της Ιουδαϊκής Φιλολογίας πείθει ότι το δόγμα περί Τριαδικού Θεού καθώς και εκείνο περί της ενσαρκώσεως του Λόγου αποτελούσι διδασκαλίας τουτ’ αυτό νέας.... Αι εν αυτή περί των δογμάτων τούτων συναντώμεναι νύξεις είναι τοσούτον ασαφείς, γενικαί και αόριστοι, ώστε προ της εμφανίσεως του Χριστιανισμού ουδέ να υποπτεύση τις αυτός έστω και μακρόθεν καθίσταται δυνατόν (σελ. 14-15).
Αλλ' εδώ βλέπομεν ότι ο καθηγητής Τρεμπέλας παραδέχεται ότι στην Π.Δ. συναντώνται νύξεις ασαφείς όμως γενικαί και αόριστοι, ώστε προ της εμφανίσεως του Χριστιανισμού ουδέ να υποπτεύση τις αυτάς έστω και εκ του μακρόθεν καθίσταται δυνατόν. Καθαρά πράγματα; νύξεις, αλλ' ασαφείς γενικαί και αόρι­στοι προ της Αποκαλύψεως του Ιησού Χριστού. Υπό το φως όμως της Κ.Δ. οι υπαινιγμοί γίνονται σαφείς σαφέστατοι. Είναι αυτό ακριβώς που παρατηρεί για τον γενικώτερο χαρακτήρα της Π.Δ. ο Απόστολος Παύλος στην επιστολή του προς Κορινθίους: “Αχρι γαρ της σήμερον ημέρας το αυτό κάλυμμα επί τη αναγνώσει της Παλαιάς Διαθήκης μένει, μη ανακαλυπτόμενον ότι εν Χριστώ καταργείται αλλ' έως σήμερον ηνίκα αν αναγινώσκηται Μωυσής κάλυμμα επί την καρδίαν αυτών κείται ηνίκα δε εάν επιστρέψη προς Κύριον, περιαιρείται το κάλυμμα” (Β' Κορ. γ' 14-15).
Ο σ. τέλος παρατηρεί για τον ίδιο καθηγητή: “Αντιφάσκων προς εαυτόν εις την προς εμέ επιστολήν του της 9/12/34 σελ. 5 γράφει όλως τα αντίθετα, ήτοι “εν τη Π.Δ. ευρίσκομεν σαφείς, σαφέστατους υπαινιγμούς περί της θείας προϋπάρξεως του Χριστού”. (σελ. 15). Ιδού λοιπόν ότι οι ασαφείς νύξεις γίνονται σαφείς μόνον υπό το φως της Κ.Δ. της νέας δηλαδή αποκαλύψεως του Χριστού. Που υπάρχει η αντίφασις; Ασφαλώς μόνον εις την κεφαλήν του συγγραφέως.
2) Αλληλογραφία Λαναρά - Τρεμπέλα:
Εκ της Καινής Διαθήκης
α) Ιωάννου α' 1: «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος· πάντα δι' αυτού εγένετο». Περί τούτου μοι γράφει ο κ. Τρεμπέλας: «απροκατάληπτος μελέτη των λόγων τούτων πείθει σαφώς, ότι ο λόγος του Ιωάννου είναι πρόσωπον έχον θείας ιδιότητας “και Θεός ην ο Λόγος”. Να εννοήσωμεν ότι ο λόγος του Θεού δεν είναι υπόστασις, προσωπικότης ιδία δεν εξηγείται τότε πως ο Ιωάννης λέγει περι αυτού “και Θεός ην ο λόγος...”.»
 Μία από τας χονδροειδεστέρας παρερμηνείας τας οποίας διέπραξαν οι πατέρες των Εκκλησιών είναι η των πρώτων εδαφίων του Ευαγγελίου του Ιωάννου, όπου αδικαιολογήτως όλως εστρέβλωσαν τους λόγους του Ιωάννου: “Εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος ην προς τον θεόν και Θεός ην ο λόγος, ούτος ην εν αρχή προς τον θεόν πάντα δι' αυτού (του λόγου) εγένετο...”. Παρερμηνεύοντες δηλαδή την λέξιν λόγος υποστηρίζουν ότι ο λόγος είναι πρόσωπον. Όταν δε επήραν τον κατήφορον και παρερμήνευσαν την λέξιν λόγος ως πρόσωπον τότε ήτο φυσικόν να καταλήξουν εις τας γνωστός πλάνας των, ότι ο Χριστός είναι Θεός συναΐδιος και συνάναρχος, ότι είναι το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος και όλα δι’ αυτού εγένοντο”. (σελ. 15-16).
Μέχρις εδώ παραδέχεται ο σ. ότι αν ο λόγος είναι πρόσωπον τότε είναι και συναΐδιος και συνάναρχος με τον πατέρα, αλλά δεν παραδέχεται ότι είναι πρόσωπον. Ότι δε όλα δι' αυτού εγένοντο αυτό το λέει ο Ιωάννης είτε παραδεχθούμε τον λόγον ως πρόσωπον είτε όχι. Διότι σαφώς λέγει ο Ιωάννης περί του Λόγου “πάντα δι αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν” (Ιωάν. α' 3). Αυτό πρέπει να το παραδεχθή κανείς είτε παραδέχεται τον λόγον ως πρόσωπον είτε όχι. Ότι δε ο λόγος του Ιωάννου ταυτίζεται με τον δημιουργόν Χριστόν τον υιόν του Θεού φαίνεται και εκ της προς Εβραίους α' 10, όπου ο Πατήρ απευθυνόμενος προς τον υιόν λέγει, “Κατ’ αρχάς συ Κύριε την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί”. Ότι ο Χριστός ο υιός του Θεού είναι ο Δημιουργός του Σύμπαντος μαρτυρείται και αλλαχού όπως π.χ. στο Α' Κορ. η' 6”. Και “εις Κύριος Ιησούς Χριστός, δι' ου τα πάντα” και στο Κολ. α' 15-17 “πρωτότοκος πάσης κτίσεως, ότι εν αυτω εκτίσθη τα πάντα εν τοις ουρανοίς και επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα, είτε θρόνοι, είτε κυριότητες, είτε αρχαί είτε εξουσίαι τα πάντα δι” αυτού και εις αυτόν έκτισται και αυτός έστιν προ πάντων και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκεν”.
Και συνεχίζει ο σ. στη σελίδα 16 “Επειδή η πρώτη και κυρία αιτία από την οποίαν προήλθε η πλάνη ότι ο Χριστός υπήρξε Θεός συναΐδιος και συνάναρχος είναι η παρερμηνεία των ως άνω λόγων του Ιωάννου, κρίνομεν σκόπιμον επ' αυτών να ασχοληθώμεν εν εκτάσει, διότι όταν αποδειχθή η χονδροειδής παρεμηνεία των λόγων τούτων του Ιωάννου, τότε αυτομάτως καταρρέει ολόκληρος η άλλη επιχειρηματολογία των.
Διότι το θεμέλιον επί του οποίου ωκοδόμησαν την πλάνην της προϋπάρξεως του υιού και του συνανάρχου και συναϊδίου Θεού, είναι οι λόγοι ούτοι του Ιωάννου και είναι φυσικόν επακολούθημα, όταν το θεμέλιον καταρρεύση να καταπέση εις σωρούς ερειπίων και ολόκληρο το οικοδόμημα. Αι αποδείξεις περί τηςχονδροειδεστάτης πλάνης των περί του λόγου είναι τοιαύται, ώστε και ο πλέον δύσπιστος θα πεισθή απολύτως περί της πλάνης των”.
Και πάλιν ο σ. εμμέσως ομολογεί ότι αν ο λόγος είναι πρόσωπον τότε είναι συναΐδιος και συνάναρχος τω Πατρί. Υπόσχεται δε να καταρρίψη εις σωρούς ερειπίων την επιχειρηματολογίαν των Πατέρων. Μέχρι στιγμής πάντως μόνον υποσχέσεις μας δίδει για κατάρρευση των επιχειρημάτων των Πατέρων. Ας δούμε λοιπόν τα επιχειρήματά του:
1η) Απόδειξις της πλάνης των είναι ότι η λέξις λόγος καταχρηστικώς γράφεται εις τας εκδόσεις της Κ.Δ. υπό των Εκκλησιών με κεφαλαίον Λ ήτοι Λόγος, ενώ είναι γνωστόν ότι τα ευαγγέλια εγράφησαν εν συνόλω με κεφαλαία γράμματα, διότι τα μικρά ήσαν τότε άγνωστα και πολύ αργότερον εχρησιμοποιήθησαν συνεπώς η λέξις λόγος εν τοις ευαγγελίοις εγράφετο πάντοτε ΛΟΓΟΣ. Η χρησι­μοποίησή του κεφαλαίου Λ εις την λέξιν λόγος παρασύρει τεχνηέντως εις την πλάνην τον αναγνώστην, ώστε να νομίση ούτος βλέπων τον Λόγον με κεφα­λαίον Λ, ότι πρόκειται περί προσώπου και δι' αυτό πολύ ορθώς αι τελευταίοι εκδόσεις των κριτικών καταχωρούν εν τω Ευαγγελίω του Ιωάννου την λέξιν με μικρόν λ, ήτοι = λόγος”. (σελ. 16-17).
Αλλ’ εφ’ όσον το ευαγγέλιον του Ιωάννου εγράφη με κεφαλαία -πράγμα γνωστόν εις όλους αφού η γραφή ήταν τότε κεφαλαιώδης όπως ωνομάσθη- για νάμαστε εντάξει θα έπρεπε όλο το ευαγγέλιο να γράφεται με κεφαλαία πράγμα που δεν συμβαίνει και ο σ. δεν διαμαρτύρεται γι' αυτό καθόλου αφού το βλέπει φυσικό και βολικό όχι όμως και συνεπές με την θεωρίαν του περί Λόγου. Τότε βέβαια και η λέξις λόγος θα εγράφετο με κεφαλαία δηλ. ΛΟΓΟΣ και δεν θα απέκλειε την έννοιαν του προσώπου από τον λόγο, σύμφωνα πάντα με την θεωρίαν του συγγραφέως. Εμείς πάντως δεν έχομε καμίαν αντίρρησιν να γράφεται ο λόγος με μικρό λ., χωρίς αυτό να σημαίνη ότι ο λόγος δεν είναι πρόσωπον, όπως και οι λέξεις Θεός, πατήρ κ.λπ. στις κριτικές εκδόσεις (Ιωάν. α' 2,5 και Ιωάν. α' 13.14). Εκεί οι λέξεις Θεός, πατήρ γράφονται με μικρά γράμματα. Ερωτώμεν τον σ. Μήπως γι’  αυτό ο Θεός, ο πατήρ παύει να είναι πρόσωπον;
Έτσι καταπίπτει το πρώτο επιχείρημα του σ. Πάντως δεν θα πρέπη να μας διαφύγη μία αντίφασις ή ασυνέπεια του σ. Ενώ δηλαδή κόπτεται για το κεφαλαίο του λόγου ο ίδιος σε ολόκληρο το βιβλίο του παραθέτει την λέξιν Θεός με κεφαλαίο Θ, ενώ και στις κριτικές εκδόσεις γράφεται με μικρόν θ.
2α) Απόδειξις της πλάνης των είναι ότι η λέξις λόγος ουδέποτε εν τη Γραφή εχρησιμοποιήθη εις δήλωσιν προσώπου, όπερ άλλωστε ομολογεί και ο κ. Τρεμπέλας εν τη Α' προς εμέ επιστολή του σελ. 3 όπου γράφει ότι “πρώτος ο Ιωάννης εχρησιμοποίησε τον όρο λόγος εις το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος”...
“Εν τη γραφή η λέξις λόγος συναντάται 773 φοράς και όμως ουδέ άπαξ έχει την αποδιδομένην έννοιαν του ξεχωριστού προσώπου. Και αυτός δε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δεν ήτο ποτέ δυνατόν να διαφωνήση προς τους άλλους συγγραφείς της Π. και Κ. Διαθήκης και αυτός λέγομεν ο Ιωάννης, όστις μεταχειρίζεται την λέξιν λόγος 47 φοράς ουδαμού την μεταχειρίζεται με την έννοιαν του προσώ­που”. (σελ. 17).
Ο σ. συγχέει αυτό που θέλει να αποδείξη με αυτό που λέγει. Γράφει ότι η λέξις λόγος ουδέποτε εν τη Γραφή εχρηοιμοποιήθη εις δήλωσιν προσώπου, ενώ αυτό ανέλαβε να το αποδείξη και όχι απλώς να το ισχυρισθή. Αναμέναμε μήπως παρακατιών το αποδείξει. Αλλά και εκεί αποφαίνεται ex CaThedra ότι ο λόγος ουδέ άπαξ έχει την αποδιδομένην έννοιαν του ξεχωριστού προσώπου. Ειδικώτερα περί του Ιωάννου γράφει ότι μεταχειρίζεται την λέξιν λόγος 47 φοράς ουδαμού όμως την μεταχειρίζεται με την έννοιαν του προσώπου. Αλλ' ημείς δεν παρεπέμψαμε τον σ. εις άλλα χωρία. Το κρινόμενο χωρίον είναι το συγκεκριμμένον·. “Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος”.
Αυτό είναι το ακαταγώνιστο εδάφιο που πάνω του σκόνταψαν και βουβάθηκαν ορδές αιρετικών αρχαίων και συγχρόνων. Δεν του προσεκομίσαμε άλλο χωρίο, αλλ' αυτό του Ιωάννου. Και εις αυτό ο σ. απαντά ότι “πουθενά αλλού δεν έχει αυτήν την έννοιαν”. Δηλαδή το ίδιο το εδάφιο το αποσιωπά και αναφέρεται στην υπόλοιπον γραφήν. Το θέμα μας όμως είναι αν στο Ιωάννου αΊο λόγος είναι πρόσωπο και όχι αν η λέξις λόγος απαντά 773 φοράς ή αν στον Ιωάννη απαντά 47 φοράς.
Και συνεχίζει θριαμβολογών ο σ. “Ούτω αποδεικνύεται περιτράνως, ότι ο Ευαγ­γελιστής Ιωάννης δεν εχρειάσθηκε τα φώτα του Φίλωνος και των Νεοπλατωνι­κών φιλοσόφων δια να μεταχειρισθή την λέξιν λόγος ως πρόσωπον”.
Αλλά ποιος Ορθόδοξος είπε ποτέ ότι ο Ιωάννης εχρειάσθηκε τα φώτα του Φίλωνος και των νεοπλατωνικών φιλοσόφων; Μόνος του το λέει ο σ. Πρέπει όμως να ξέρη ότι ο λόγος του Φίλωνος δεν ταυτίζεται με τον λόγον του Ιωάννου.
Ο λόγος του Φίλωνος δεν είναι σαφώς πρόσωπον, είναι υπηρετικόν όργανον δηλαδή κατώτερος του Θεού, δεν είναι δημιουργός αλλά διαμορφωτής και τομεύς της ύλης. Ενώ ο λόγος του Ιωάννου είναι πρόσωπον συναΐδιον και συνάναρχον τω Πατρί και ίσος προς τον Πατέρα, όπως τον ομολογεί και αυτός ο σ. αρκεί να τον θεωρήση σαν πρόσωπον. Διότι ως ωμολόγησε ανωτέρω αν είναι ο λόγος πρόσωπον τότε είναι συναΐδιος και συνάναρχος τω Πατρί. Και ότι μεν ο λόγος του Ιωάννου είναι Ον, υπόσταση, πρόσωπο και όχι απλώς ιδιότητα του Θεού αποδεικνύεται πρώτον εκ του ότι ονομάζεται Θεός (“και Θεός ην ο Λόγος” Ιωάν. α 1), δεύτερον εκ της χρήσεως της προθέσεως “προς” συν αιτιατική (“και ο Λόγος ην προς τον Θεόν” Ιωάν. α' 1), που σημαίνει την σχέσιν και την κοινωνίαν προσώπων. Δεν λέγει δηλαδή ούτος ην εν αρχή εν τω Θεώ αλλά προς τον Θεόν.
Την ίδια κοινωνικήν σχέση δείχνει η πρόθεση προς εις πλείστα μέρη της Γραφής στο Ματθ. ιγ' 56 “και αι αδελφαί αυτού ουχί πάσαι προς ημάς είσιν;”
Περαιτέρω εις τον Πρόλογον του Ιωάννου ο Λόγος είναι πρόσωπον διότι ταυτίζεται με τον Χριστόν που ήταν πρόσωπο. Λέγει ο Ιωάννης: “έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι τοις πιστεύουσι εις το όνομα αυτού” (Ιωάν. α'. 0 προφορικός λόγος του Θεού δεν μπορεί να έχη όνομα άρα πρόκειται περί προσώπου. Και κατωτέρω: “και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονο­γενούς παρά πατρός” (Ιωάν. α' 14). Μονογενής ονομάζεται ο Χριστός. Άρα ταυτίζεται με αυτόν ο λόγος του Ιωάννου.
Πέμπτον, ταυτίζεται με τον δημιουργό του Παύλου, διότι λέγει περί του Λόγου του Ιωάννου: “πάντα δι' αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν (Ιωάν. α' 3) και, “και ο κόσμος δι' αυτού εγένετο” (Ιωάν. α' 10), τα οποία παράβαλε με τα του Παύλου περί του υιού Χριστού λεγόμενα (Εβρ. α' 10, Α' Κορ. η' 6, Κολ. α' 15-17).
 Έκτον: Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας πληροφορεί επίσης ότι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος εμαρτύρησε περί του λόγου ως εξής: “Ιωάννης μαρτυρεί περί αυτού (από τα συμφραζόμενα φαίνεται ότι πρόκειται περί του λόγου) και κέκραγεν λέγων ούτος ην ον είπον ο οπίσω μου ερχόμενος εμπροσθέν μου γέγονεν, ότι πρώτος μου ην” (Ιωάν. α' 15).
Έβδομον: 0 Λουκάς ονομάζει τους μαθητάς αυτόπτας και υπηρέτας του λόγου. Πως λοιπόν ήσαν αυτόπται του λόγου αν ο λόγος δεν ήτο πρόσωπον; Λουκ. 1, 2.
Όγδοον: Ο Ιωάννης ούτω αρχίζει την Α' καθολικήν επιστολήν του: “Ο ην απ' αρχής, ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής...” Α' Ιωάν., α', 1.
Προς το παρόν αυτά μόνον περί του προσώπου του λόγου. Ως προς δε το ότι ο λόγος ήτο συνάναρχος και συναΐδιος τω Πατρί αυτό φαίνεται εκ της χρήσεως του “ην” στις τρεις κλιμακωτές προτάσεις, “εν αρχή ην ο λόγος, και ο λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος” (Ιωάν. α' 1). Αλλά και ο συγγραφεύς παραδέχεται ότι αν αποδειχθή ότι ο λόγος είναι πρόσωπον τότε αποδεικνύεται το συναΐδιον και συνάναρχον αυτού, διότι γράφει δια τους Πατέρας: “Όταν δε επήραν τον κατήφορον και παρερμήνευσαν την λέξιν λόγος ως πρόσωπον τότε φυσικόν ήταν να καταλήξουν εις τας γνωστός πλάνας των, ότι ο Χριστός είναι συναΐδιος και συνάναρχος' (σελ. 16).
Και ο σ. συνεχίζει τους συλλογισμούς του:
“Ο Ιωάννης εχρησιμοποίησε 46 όλας φοράς την λέξιν λόγος με την ίδιαν έννοιαν, με την οποίαν (την) εχρησιμοποίησαν και οι άλλοι συγγραφείς της Π. και Κ. Διαθήκης.
Εάν τυχόν αμφιβάλλη τις περί τούτου παρακαλείται να αναγνώση το Ευαγγέλιον του Ιωάννου και τας επιστολάς του απ' αρχής μέχρι τέλους και θα πεισθή απολύτως περί τούτου και παρακαλώ κάθε αντιλέγοντα να προσκομίση έστω και ένα μόνον χωρίον του Ιωάννου ή άλλου συγγραφέως της Γραφής εις τον οποίον η λέξις λόγος να εννοή πρόσωπον” (σελ. 18).
Πάλιν ο σ. στριφογυρίζει γύρω από το υπό έρευναν θέμα και τελικά δεν το θίγει, το υπερπηδά. Εμείς δεν τον παρεπέμψαμε αλλαχού της Γραφής αλλ’ εις τον πρόλογον του Ιωάννου. Διατί λοιπόν δεν αντιμετωπίζει ευθέως τον Ιωάννην εις τον Πρόλογόν του; Ζητάει έστω και εν χωρίον. Του το προσκομίζομε και το υπερπηδά. Επί πλέον τον παραπέμπομεν και εις τα Λουκ. α' 2, Α' Ιωάν. α' 1.
Τώρα ο σ. επικαλείται τα λεξικά, για να μας πείση ότι ο λόγος σημαίνει “την δύναμιν της διάνοιας, ήτις εμφαίνεται εν τω προφορικώ λόγω, το λογικόν, την σκέψιν, το ρήμα, την ιδέαν, τον ενδιάθετον λόγον, κατά την Γραφήν επίσης τον ενδιάθετον λόγον, το ρήμα, το λογικόν, την βουλήν, την σοφίαν του Θεού”, (σελ. 18).
Όλα μας τα είπε ο σ. Μόνον δεν μας επληροφόρησε ποιο λεξικό γράφει για τον Ιωάννειον λόγον ότι είναι ο ενδιάθετος λόγος του Θεού. Μόλις τώρα αρχίζει να αναψέρεται ευθέως εις τον Ιωάννειον λόγον χωρίς όμως να απόδειξη τίποτα. Απλώς ισχυρίζεται και λέγει: “Συνεπώς εν τη προκειμένη περιπτώσει “εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο λόγος” σημαίνει τον ενδιάθετον και προφορικόν λόγον του Θεού, την βουλήν του Θεού η ακριβέστερον ειπείν την σοφίαν του Θεού”, (σελ. 18).
Προφανώς ο σ. νομίζει ότι με το να ισχυρίζεται κάτι το αποδεικνύει με τον ισχυρισμόν. Στο σημείο αυτό συγχέει δύο πράγματα: το ότι ο Ιωάννης θεωρεί τον λόγον πρόσωπο και το γιατί το πρόσωπο αυτό το ονομάζει λόγο και όχι κάπως άλλως. Ο Ιωάννης λοιπόν ονομάζει το προαιώνιον αυτό Ον “λόγον” διότι είναι η εξωτερίκευση των ενδομύχων του Θεού.
Ο σ. συμπεραίνει “Συνεπώς εν τη προκειμένη περιπτώσει” εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο λόγος, σημαίνει τον ενδιάθετο και προφορικό λόγον του Θεού, το ρήμα του Θεού, το λογικόν του Θεού, την βουλήν του Θεού ή ακριβέστερον ειπείν την σοφίαν του Θεού, ήτις “ην εν αρχή” δηλαδή εξ αρχής ήτο μετά του Θεού αναποσπάστως συνηνωμένη μετ' αυτού και ήτις σοφία δεν ήτο άλλο τι παρά αυτός ο Θεός, συνεπώς οι λόγοι του Ιωάννου “και ο λόγος ην προς τον θεόν και Θεός ην ο λόγος” ερμηνεύονται φυσικώτατα και όλως αβιάστως, ότι η σοφία του Θεού ήτο εξ αρχής αναποσπάστως προσηρμοσμένη προς τον θεόν ανάρχως και αΐδίως, η δε σοφία ήτο ουσιαστικώς αυτός ο Θεός”, (σελ. 18).
Δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοθαυμάση και τι να πρωτοαναιρέση στα λεγόμενα του σ. Ας αρχίσουμε από μια μεγάλη και ηχηρή αντίφασή του: Ενώ δηλαδή προσπαθεί να αποδείξη ότι ο λόγος του Ιωάννου δεν είναι πρόσωπο τελικά δεν κατορθώνει να αποφύγη αυτό που προσπαθεί να αρνηθή, διότι γράφει: Ο λόγος του Ιωάννου είναι η σοφία του Θεού, “η δε σοφία ήτο ουσιαστικώς αυτός ο Θεός” (σελ. 18). Έπειτα λησμονεί ο σ. ότι η σοφία στο Θεό δεν είναι απλή ιδιότης, αλλά πρόσωπον, όπως μας εξηγεί ο απόστολος Παύλος, ο οποίος στους Κορινθίους γράφει: “Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν (Α' Κορ. α' 24). Και αμέσως κατωτέρω: “ος εγεννήθη σοφία ημίν από Θεού” (Α' Κορ. α' 30).
Στις σελίδες 18,19, 20, 21, 22 ασχολείται ο σ. με τον Μεταλληνό πάστορα των Ευαγγελικών, πράγμα που δεν μας ενδιαφέρει εμάς τους Ορθοδόξους.
Στην ιδια σελίδα, την 22, ο σ. σημειώνει “Και ήδη όταν ο πιστός μάθη ότι η λέξις λόγος συναντάται εις την Γραφήν 773 φοράς και ουδαμού έχει την έννοιαν του προσώπου, όταν μάθη ότι οι αμαθείς κατά την Γραφήν Πατέρες των Εκκλησιών εδανείσθησαν την έννοιαν του λόγου ως προσώπου από τους ψευδοφιλοσόφους τους Νεοπλατωνικούς, τότε δεν είναι δύσκολον εις αυτόν να αντιληφθή και βεβαιωθή ούτος απολύτως, ότι οι υηοστηρίζοντες, ότι η λέξις λόγος είναι πρόσωπον και εννοεί δήθεν το δεύτερον πρόσωπον της Αγ. Τριάδος πλανώνται πλάνην δεινήν”. (σελ. 22).
Και εις την σελίδα αυτή συκοφαντίες και ύβρεις κατά των Πατέρων υπάρχουν, απόδειξις πουθενά. Επαναλαμβάνομεν, πράγμα ανιαρόν, ότι το θέμα μας δεν είναι ο λόγος εν τη Γραφή εν γένει αλλ’ ο λόγος του Ιωάννου εις το προοίμιον του Ευαγγελίου του. Αυτόν τον λόγον υπερπηδά ο σ. και παραθεωρεί. Δεν απαντά ευθέως στο θέμα που είναι ο λόγος στο προοίμιον του Ιωάννου. Ήδη απαντήσαμε επίσης για την διαφορά που έχει ο λόγος του Ιωάννου από τον λόγον των Φιλοσόφων και μάλιστα του Φίλωνος. Επαναλαμ­βάνουμε και εδώ ότι σ’ αυτούς ο λόγος δεν είναι σαφώς πρόσωπον, δεν είναι δημιουργός αλλά διαμορφωτής και τομεύς της ύλης.
“3η) Απόδειξις της πλάνης των είναι ότι εάν η λέξις λόγος αφεώρα πρόσωπον δηλαδή τον υιόν του Θεού, θα έπρεπε να γράφη “εν αρχή εγεννήθη ο λόγος” αντί του ην, διότι τοις πάσιν γνωστόν είναι ότι η Γραφή διδάσκει ότι ο υιός εγεννήθη εν χρόνω, εφόσον λέγει “Υιός μου ει συ εγώ σήμερον γεγέννηκά σε”. Είναι δε εκτός πόσης συζητήσεως, ότι εφ' όσον λέγει “σήμερον γεγέννηκά σε” προτού να έλθη το σήμερον ο υιός δεν είχε γεννηθή υπό του Πατρός και συνεπώς δεν υπήρχε προ του να γεννηθή. Δεν δύνανται να ισχυρισθούν το προσφιλές αυτοίς κατά το ανθρώπινο όπου καταφεύγουν, όταν τα ευρίσκουν σκούρα διότι είναι γεγονός, ότι ο Πατήρ ως πνεύμα δεν γεννά ανθρώπους σαρκικώς, αλλά μόνον πνευματικώς, διόπερ και ο Χριστός λέγει “το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ εστί και το γεγεννημένον εκ του πνεύματος, πνεύμα εστί”.
Ειλικρινά δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοαναιρέση στα ανωτέρω λόγια του σ., όπου η πονηριά συναγωνίζεται την αμάθεια και την αγραμματοσύνη. Λέγει ο σ. ότι τοις πάσιν είναι γνωστόν ότι ο υιός εγεννήθη εν χρόνω. Εάν μεν εννοεί την γέννηση εκ της Μαρίας, τότε βεβαίως εγεννήθη εν χρόνω. Αν όμως εννοεί την γέννησή του ως υιού εκ του Πατρός τότε κατά την Γραφήν η γέννηση αυτή γίνεται εκτός χρόνου, ο σ. επισείει απειλητικά το Υιός μου ει συ εγώ σήμερον γεγέννηκά σε”, επειδή έχει το “σήμερον, θέλοντας να μας πη ότι το σήμερον δηλώνει το χρονικόν σημείο της γεννήσεως του Χριστού, άρα ο υιός εγεννήθη εν χρόνω. Ευτυχώς όμως το χωρίον αυτό το ερμηνεύει αυτός ο απόστολος Παύλος, όπως μας το περιέσωσε ο Λουκάς εις τας Πράξεις: “Και ημείς υμάς ευαγγελιζόμεθα την προς τους πατέρας επαγγελίαν γενομένην, ότι ταύτην ο Θεός εκπεπλήρωκεν τοις τέκνοις ημίν αναστήσας Ιησούν, ως και εν τω ψαλμώ γέγραπται τω δευτέρω Υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε” (Πραξ. ιγ' 32-33). Άρα είναι σαφές ότι το εδάφιο αυτό δεν αναφέρεται στην αΐδιο και προαιωνίαν γέννησιν του υιού αλλά εις την ανάστασιν του. Σημαίνει δηλαδή: Είσαι Υιός μου ήδη. Εγώ σήμερον σε ανέστησα.
“Εφ' όσον λοιπόν λέγει “εγώ σήμερον γεγέννηκά σε” αποκλείεται απολύτως η έννοια του συνανάρχου και συναΐδιου λόγου ως προσώπου τουτέστιν του υιού, διότι είναι φανερόν, ότι προτού έλθη το σήμερον ο Υιός δεν είχε γεννηθή, καθώς επίσης προ του να γεννηθή ο Υιός εκ του Πατρός δεν υπήρχεν”. (σελ. 23). Παρακαλούμε τον αναγνώστη να εντείνη την προσοχή του. Θα είχε δίκαιον ο σ. αν η γέννηση του υιού γινόταν εν χρόνω. Όπως όμως ήδη παρετηρήσαμεν η γέννηση του υιού γίνεται εκτός χρόνου. Πριν αρχίσουν οι αιώνες εγίνετο, γίνεται και θα γίνεται σ’ ένα ατελεύτητο αεί. Ότι δε η γέννηση είναι φυσική αΐδιος ενέργεια του Πατρός φαίνεται και εξ άλλων χωρίων και εκ των εξής: “Εκ γαστρός προ εωσφόρου εγέννησα σε” (Ψαλμ. ΡΘ' κατά τους Ο') και “Προ δε πάντων βουνών γεννά με” (Παρ. η', 25 κατά τους Ο').
“Τούτου ένεκα εφ’ όσον ο Ιωάννης δεν γράφει: εν αρχή εγεννήθη ο λόγος, αλλά γράφει “εν αρχή ην ο λόγος” είμεθα υποχρεωμένοι εκόντες άκοντες τη λέξιν λόγος να μη εννοήσωμεν πρόσωπον ήτοι τον υιόν, αλλά να εννοήσωμεν τον ενδιάθετον λόγον του Θεού, την σοφίαν του Θεού, ήτις υπήρξε αΐδίως συνηνωμένη μετά του Θεού και ήταν ουσιαστικώς αυτός ο Θεός”, (σελ. 23).
Αλλά λησμονεί ο σ. ότι εάν έγραφε ο Ιωάννης εν αρχή εγεννήθη ο λόγος, αυτό θα εσήμαινε ότι ο λόγος είχε αρχήν, ότι δηλαδή εγεννήθη εν αρχή, όπως ακριβώς όταν η Π.Δ. ομιλεί περί της δημιουργίας του υλικού χρονικού Σύμπαντος γράφει: “Εν αρχή εποίησε ο Θεός τον ουρανόν και την γην” (Γεν. α' 1). Εδώ ο σ. ισχυρίζεται το εξής γελοίο: Εάν ο Ιωάννης έλεγε εν αρχή εγεννήθη τότε θα ήτο  πρόσωπον. Εφόσον όμως λέγει εν αρχή ην, άρα δεν είναι πρόσωπον. Τι είδους λογική είναι αλήθεια αυτή; Το ορθόν εν προκειμένω είναι: εάν ο Ιωάννης έλεγε ότι ο λόγος εν αρχή εγεννήθη, θα ήτο ο λόγος πρόσωπον εν χρόνω. Εφόσον όμως λέγει εν αρχή ην, άρα είναι πρόσωπο άίδιο λόγω του “ην”, που σημαίνει ότι προηγείται και υπέρκειται του “εν αρχή”, και είναι προ παντός χρόνου, προ πάντων των αιώνων.
“Είμεθα υποχρεωμένοι εκόντες άκοντες την λέξιν λόγος να μη εννοήσωμεν πρόσωπον, ήτοι τον υιόν, αλλά να εννοήσωμεν τον ενδιάθετον λόγον του Θεού, την σοφίαν του Θεού, ήτις υπήρξεν αϊδίως συνηνωμένη μετά του Θεού και ήταν ουσιαστικώς αυτός ο Θεός”. (σελ. 23).
Ο λόγος λοιπόν του Ιωάννου κατά τον συγγραφέα ταυτίζεται προς τον ενδιά­θετον λόγον του Θεού, προς την σοφίαν του Θεού, ήτις υπήρξε αϊδίως συνηνω­μένη μετά του Θεού και ήταν ουσιαστικώς αυτός ο Θεός. Αληθώς απορούμε τι να πρωτοαναιρέσουμε;
Ερωτώμεν: η σοφία του πως ήτο συνηνωμένη μετά του Θεού; Αφού και αν είναι ιδιότης του, είναι απλώς συνηνωμένη με τον Θεόν, ή είναι κυριολεκτικώς εν τω Θεώ; Θα μπορούσε δηλαδή να νοηθή και να είναι χωρισμένη από τον Θεόν: Αν είναι ιδιότης του τότε είναι εν αυτώ, εν τω Θεώ, και όχι προς αυτόν, ως λέγει ο Ιωάννης: “και ο λόγος ην προς τον Θεόν. Θα έπρεπε δηλαδή να λέγη εν τω Θεώ και όχι όπως λέει τώρα “προς τον Θεόν”. Όπως ακριβώς η αιώνιος ζωή “ην προς τον Πατέρα” (Α' Ιωάν. α' 2), όπου η αιώνιος ζωή είναι ο ίδιος ο Υιός, συγκεκριμμένο και ενυπόστατο Ον και όχι η αφηρημένη ιδέα της ζωής, διότι ο ίδιος ο Χριστός είπε: “Εγώ ειμί η ζωή” (Ιωάν. ια' 25 και ιδ' 6).
Έπειτα γεννάται το ερώτημα, αν όπως λέει ο σ. ο λόγος είναι ιδιότης του Θεού, ή ο ενδιάθετος λόγος ή η σοφία του Θεού, γεννάται το ερώτημα: τότε πως η ιδιότης του Θεού ήταν Θεός; Διότι γράφει ο Ιωάννης “και Θεός ην ο Λόγος” (Ιωάν. α' 1).
“4η)  Απόδειξις της πλάνης των είναι ότι αποκλείεται απολύτως η έννοια του προσώπου εν τη λέξει “λόγος”, διότι εάν δώσωμεν τοιαύτην ερμηνείαν εις την λέξιν “λόγος” καταργούμε αναποφεύκτως τον Θεόν Πατέρα, διότι γράφει ο Ιωάννης “εν αυτώ ζωή ην και η ζωή ην το φως των ανθρώπων”. Εάν ερμηνεύσωμεν το “εν αυτώ” (τω λόγω) με την έννοιαν του προσώπου δηλαδή του υιού του Θεού, τότε βγαίνει το αναπόδραστον συμπέρασμα, ότι εις τον υιόν υπήρχε πάντοτε η ζωή και αυτή ήτο το φως των ανθρώπων. Αλλ’ αφού ο Υιός του Θεού ήτο η ζωή και αυτός ήτο το φως των ανθρώπων τότε ο Πατήρ φυσικά δεν είχε ζωήν. Ο Πατήρ δηλαδή ήτο ένα μεγάλο μηδενικό και άχρηστος δια τους ανθρώπους”. (σελ. 23).
Ο σ. και εδώ γίνεται ακατανόητος, διότι δεν μας λέγει γιατί “καταργούμε αναποφεύκτως τον Θεόν Πατέρα” και γιατί, αν ο λόγος ήτο το φως των ανθρώπων τότε ο Πατήρ δεν θα είχε ζωήν η θα ήτο ένα μεγάλο μηδενικό και άχρηστος δια τους ανθρώπους. Πόθεν αρύεται τα συμπεράσματά του ο σ., βάσει ποιου σκεπτικού συμπεραίνει τα ανωτέρω; Ευτυχώς που ο Ιωάννης δεν παρα­λείπει να ονομάση τόσο στο ευαγγέλιό του όσο και στην πρώτη του επιστολή ότι ο Χριστός είναι η ζωή, όταν λέγει, “Εγώ ειμί η ζωή” (Ιωάν. ια' 25 και ιδ' 6) και “εσμέν εν τω αληθινώ, εν τω υιώ αυτού Ιησού Χριστού. Ούτος εστίν ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος”. (Α' Ιωάν. ε' 21).
“Ως βλέπομεν, “η ζωή ην προς τον Πατέρα” όπως ακριβώς και ο λόγος ην προς τον Θεόν και μόνον ο Πατήρ είχε αρχικώς ζωήν και ουδείς άλλος, κατόπιν δε έδωκεν ο Πατήρ και εις τον υιόν”, (σελ. 24).
Ερωτώμεν τον συγγραφέα, που της Γραφής λέγει ότι “μόνον ο Πατήρ είχε αρχικώς ζωήν και ουδείς άλλος, “κατόπιν δε έδωκε ο Πατήρ και εις τον υιόν”; ο συγγραφεύς θα ιδρώση χωρίς να μπορέση να εύρη εις την Γραφήν το “αρχικώς” και το “κατόπιν”, διότι ουδαμού της Γραφής υπάρχουν αυτά τα λόγια. Είναι δικά του δημιουργήματα.
Στην σελίδα 24 σημειώνει: “Ο λόγος του Θεού ήτο το φως των ανθρώπων προτού να γεννηθή ο Χριστός και προτού να λεχθή και εφαρμοσθή το “Υιός μου ει συ εγώ σήμερον γεγέννηκά σε”, (σελ. 24).
“Προ του να γεννηθή ο Χριστός”... Αλλά ποίαν γέννησιν εννοεί ο σ.; Την γέννησιν εκ της παρθένου Μαρίας, την αΐδιον γέννησιν του εκ του Πατρός ή την Ανάστασιν του; Μάλλον εννοεί την Ανάστασιν.
Η γραφή όμως διακηρύττει ότι ήταν Υιός και προ της Αναστάσεως: Ο άγγελος βεβαιώνει την Μαριάμ ότι το γεννώμενον βρέφος “Υιός Υψίστου κληθήσεταί” (Λουκ. α' 32) και “Υιός Θεού” (Λουκ. α' 35). Και ο Θεός βεβαιώνει δια του προφήτου του δια το βρέφος Ιησούν “εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου” (Ματθ. β' 15). Ο ίδιος δε ο Ιησούς διακηρύσσει την υιότητά του εν τω ναώ προς την Μαριάμ “Ουκ ήδειτε ότι εν τοις του Πατρός μου δει είναι με;” (Λουκ. β' 50). Υιός Θεού προ της βαπτίσεως, προ της Αναστάσεως.
Εις την σελίδα 24 παρατηρεί ο σ. “Άλλωστε εις αυτόν τον Ιησούν Χριστόν δια να γίνη και αυτός ζωή και φως εχρειάσθη να τω δώση ο Πατήρ ζωήν, διότι λέγει σαφέστατα ο Ιωάννης: “Ώσπερ γαρ ο Πατήρ έχει ζωήν εν εαυτώ ούτω και τω υιώ έδωκεν ζωήν...”. Εάν ηλήθευεν η ερμηνεία των ότι ο Υιός ήτο ο λόγος, εν τω οποίω ήτο η ζωή τότε διατί παρακατιών ο ίδιος Ιωάννης λέγει ότι “ο Πατήρ έδωκε τω υιώ ζωήν”; Χρειάζεται καλλιτέρα απόδειξη της μεγάλης πλάνης των εφόσον καθαρώτατα αυτός ούτος ο Ιωάννης λέγει ότι έδωκε τω υιώ ζωήν; Ως βλέπομεν καθαρώτατα εξ όσων λέγει ο Ιωάννης, ο Πατήρ έχει μόνος την ζωήν και την έδωκε εν χρόνω, όταν τον εγέννησε, εις τον υιόν”, (σελ. 24).
Θριαμβολογεί εις μάτην ο σ. και επαίρεται για τις αποδείξεις του. Όλαι όμως αι προσπάθειά του καταρρέουν εάν δεν κολοβώσωμεν το χωρίο όπως κάνει ο ίδιος. Διότι το χωρίον αυτό στη συνέχεια μας εξηγεί ότι πρόκειται περί της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, η οποία και αυτή έλαβε ζωήν.
Πρόκειται δηλαδή όχι περί του υιού του Θεού, αλλά περί του υιού του ανθρώπου, διότι λέει σαφώς το χωρίον: “Ώσπερ γαρ ο Πατήρ έχει ζωήν εν εαυτώ ούτως και τω υιώ έδωκεν ζωήν έχειν εν εαυτώ και εξουσίαν έδωκεν αυτώ και κρίσιν ποιείν, ότι Υιός ανθρώπου εστίν. (Ιωάν. ε' 26-27). Το “Υιός ανθρώπου” που δείχνει όχι την θείαν αλλά την ανθρώπινη φύση του Κυρίου το οποίον παραλείπει και αποσιωπά ο σ. Αυτή είναι η ειλικρίνειά του...
Και συνεχίζει ο σ. “Μετά τα ανωτέρω πας τις κατανοεί ότι εάν εις το “εν αυτώ ζωή ην εννοήσωμεν προσωπική ύπαρξιν τουτέστιν τον υιόν του Θεού, θα ασεβήσωμεν, διότι δια της τοιαύτης ερμηνείας καταργούμε αφενός αυτόν τον Θεόν τουτέστιν τον Πατέρα τον Παντοκράτορα και αφετέρου θα έλθωμεν εις πλήρη αντίθεσιν προς αυτόν τούτον τον Ιωάννην, όστις γράφει, ότι ο Πατήρ έδωκεν ζωήν εις τον υιόν, όστις φυσικά προτού να την λάβη δεν είχε ζωήν. Δεν δύναται να ισχυρισθή τις το πολυφίλητον αυτοίς “κατά το ανθρώπινον”, διότι η ζωή, την οποίαν έδωκεν ο Πατήρ εις τον υιόν δεν ήτο σαρκική, αλλ' ήτο πνευματική, την οποίαν είχεν αυτός ο Πατήρ μόνος”, (σελ. 24-25).
Εδώ δεν μας εξηγεί ο σ. γιατί καταργούμε αυτόν τον Θεόν τουτέστιν τον Πατέρα. Ούτε εξηγεί πως “θα έλθωμεν εις πλήρη αντίθεσιν προς αυτόν τον Ιωάννην, όστις γράφει, ότι ο Πατήρ έδωκε ζωήν εις τον υιόν, όστις φυσικά προ του να την λάβη δεν είχε ζωήν”. Όσο για το προσφιλές και πολυφίλητο κατά το ανθρώπινο, δεν το επινοούμεν εμείς, αλλά το λέγει ο ίδιος ο Ιωάννης “και τω υιώ έδωκεν ζωήν έχειν εν εαυτώ και εξουσίαν έδωκεν αυτώ και κρίσιν ποιείν ότι Υιός ανθρώπου εστίν”.
Ερωτώμεν λοιπόν: εμείς καταφεύγομεν εις το “κατά το ανθρώπινον”, ή ο Ιωάννης μας το διδάσκει σαφώς; Πάντως και πριν να τον γεννήση πνευματικά κατά την Ανάστασιν, ως λέγει ο σ., ήτο ο Χριστός και Υιός και ζωή. Ότι ήτο και πριν Υιός μαρτυρείται σε κάθε σελίδα της Καινής Διαθήκης (Λουκ. α' 32, 35, Ματθ. β' 15, Λουκ. β' 50), ότι δε ήτο η ζωή μαρτυρείται προ της Αναστάσεως στο Ιωάν. ζ 26. Εξ άλλου, αφού δέχεται ο σ. ότι ο Χριστός ήτο μόνον άνθρωπος πως ο Πατήρ δεν του έδωκε ζωήν σαρκικήν και ανθρώπινην αλλά πνευματικήν;
“5η) Απόδειξις της πλάνης των είναι ότι αποκλείεται η έννοια του προσώπου του υιού του Θεού εν τη λέξει λόγος, διότι εάν δώσωμεν τοιαύτην έννοιαν, θα ευρεθώμεν εις την ανάγκην να παραβιάσωμεν το κείμενον του Ευαγγελιστού Ιωάννου, εφόσον λέγει ο Ιωάννης “εν τω κόσμω ην και ο κόσμος δι' αυτού εγένετο και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω”.
Εάν ερμηνεύσωμεν το “εν το κόσμω ην”, ότι ο Υιός του Θεού ην και όχι ο λόγος ο ενδιάθετος του Θεού, τότε θα έλθωμεν αντιμέτωποι προς όλην την Γραφήν, ήτις σαφέστατα διδάσκει ότι “ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού” και συνεπώς δια να τον αποστείλη εις τον κόσμον είναι φανερόν ότι δεν ήτο ο Υιός του Θεού εν τω κόσμω. Άρα όταν ο Ιωάννης λέγη “εν τω κόσμω ην (ο λόγος) δεν εννοεί ποσώς τον υιόν του Θεού, όστις δεν είχε έλθει εισέτι εις τον κόσμον, αλλ' εννοεί τον ενδιάθετον λόγον του Θεού δια του οποίου εγένετο ο κόσμος”.
Ο Υιός του Θεού δεν ήτο εν τω κόσμω με την έννοια ότι δεν είχεν ενανθρωπήσει, αλλ' ως Θεός πνευματικός ήτο παντού ήτο εις τον κόσμον και προτού σαρκωθή ως πανταχού παρών, όπως αυτήν την απανταχού παρουσία του μας την διακη­ρύττει προ της Αναστάσεως εις το Ευαγγέλιον του Ιωάννου: “Ου γαρ δύο η τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα εκεί ειμί εν μέσω αυτών”. (Ιωάν. ιη' 20). Και: “Εάν τις αγαπά με τον λόγον μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιησόμεθα” (Ιωάν. ιδ' 23).
Πρέπει εδώ να υπογραμμίσουμε ότι η ενσάρκωσις του υιού του Θεού δεν είναι μετάβασις τοπική, ο Χριστός είναι πάντοτε πανταχού παρών, όπως φαίνεται και εκ του εξής χωρίου του Ιωάννου: “Και ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ειμή ο εκ του ουρανού καταβάς ο Υιός του ανθρώπου ο ων εν τω ουρανώ”. (Ιωάν. γ' 13).
Επομένως ουδόλως παραβιάζομεν το κείμενο του Ιωάννου δεχόμενοι ότι ο λόγος του Θεού ήτο ο Υιός του δηλαδή πρόσωπον. Ούτε ερχόμεθα αντιμέτω­ποι προς την Γραφήν, η οποία διδάσκει ότι “ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλε ο Θεός τον υιόν αυτού” (Γαλ. δ' 4). Αλλά λησμονεί ο σ. ότι και ο ενδιάθετος λόγος δεν ήτο εις τον κόσμον πριν αποσταλή και δια να τον αποστείλη εις τον κόσμον είναι φανερόν ότι δεν ήτο ο ενδιάθετος λόγος εις τον κόσμον. Ερωτώμεν, τώρα, τον σ.: Ο Πατήρ ο μη σαρκωθείς δεν είναι εν τω κόσμω ως πανταχού παρών; Γιατί και ο Υιός δεν θα μπορούσε να είναι εν τω κόσμω ως πανταχού παρών; Ότι δε ο Υιός είναι πανταχού παρών το απεδείξαμε ήδη με τα εδάφια Ματθ. ιη' 20, Ιωάν. ιδ' 23, γ' 13 κ,λπ.
“Ιδού, λοιπόν, ότι τα γραφόμενα υπό του Ιωάννου “εν τω κόσμω ην” μας απαγορεύουν απολύτως να ερμηνεύσωμεν την λέξιν λόγος ως πρόσωπον τουτέστιν τον υιόν του Θεού, διότι ο Υιός του Θεού δεν ήτο πάντοτε εντω κόσμω, αλλ' ήλθεν εις τον κόσμον προ 1945 ετών”, (σελ. 25-26).
Σκοπίμως αποκόπτει ο σ. το χωρίο από την κανονικήν του συνέχεια, διότι το “εν τω κόσμω ην” εδώ δεν λέγεται απολύτως, διότι ο κόσμος δεν είναι άναρχος, αλλά σε σχέση με το “έγνω” δηλαδή “εν τω κόσμω ην και ο κόσμος δι’ αυτού εγένετο και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω” (Ιωάν. α' 10).
Τίθεται δηλαδή ο παρατα­τικός δια το κατωτέρω “έγνω”, του οποίου είναι σύγχρονο το “ην”. Και εφόσον το “ην” αυτό του Ιωάννου δεν δείχνει το συναΐδιον αφού είναι σύγχρονον του έγνω πως λέει ο σ. ότι “ο Υιός του Θεού δεν ήτο πάντοτε εν τω κόσμω αλλ’ ήλθεν εις τον κόσμον προ 1945 ετών; Και πως θα μπορούσε να είναι πάντοτε εν τω κόσμω, αφού ο ίδιος ο κόσμος δεν ήτο, δεν υπήρχε πάντοτε, αλλ' έγινεν εν χρόνω;
“6η) Απόδειξις της πλάνης των είναι ότι αποκλείεται η έννοια του προσώπου εν τη λέξει “λόγος”, διότι και πάλιν το κείμενον της εν λόγω περικοπής του Ευαγγελίου επ' ουδενί επιτρέπει τοιαύτην εκδοχήν. Διότι γράφει: “Εις τα ίδια ήλθεν και οι ίδιοι αυτόν (τον Λόγον) ου παρέλαβον όσοι δε έλαβον αυτόν (τον Λόγον) έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι”. Εάν εις την λέξιν “αυτόν” εννοήσωμεν όχι τον λόγον του Θεού τουτέστιν την σοφίαν, τα ρήματα του Θεού, αλλ' εννοήσωμεν πρόσωπον τουτέστιν τον υιόν του Θεού, τότε θα είμεθα υποχρεωμένοι να παραδεχθώμεν, ότι τα ίδια και “ίδιοι” είναι οι Ιουδαίοι, όπως ακριβώς ερμηνεύει ο κ. Τρεμπέλας εν τη Ζωή, αλλά και εξ αυτών πρέπει να παραδεχθώμεν, ότι μόνον οι της γενεάς του Χριστού Ιουδαίοι, οι οποίοι είδον τον Χριστόν, οπότε βγαίνει αναπόφευκτον το συμπέρασμα, ότι μόνον όσοι εκ των Ιουδαίων είδον τον Χριστόν και τον έλαβον, μόνον εκείνοι έλαβον την εξουσίαν να γίνουν τέκνα Θεού”.
Αλλά, πρώτα-πρώτα, πως δεν βλέπει ο σ. ότι η ίδια δυσκολία του υπάρχει και όταν δεχθή κανείς τον λόγον ως ενδιάθετον; Πάντως η δυσκολία αυτή είναι του συγγραφέως και μόνον και όχι δική μας, διότι και εμείς δεχόμεθα ότι ο Ιησούς μετέβη εις τον Άδην και εκήρυξε και ευηγγελίσθη και έσωσε τους Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά τους. Το κείμενο λέγει “Εις τα ίδια ήλθεν”. Και ερωτώμεν ποιος ήλθε; Ο ενδιάθετος λόγος του Θεού ή το πρόσωπον λόγος; Διότι όλοι γνωρίζομεν ότι μόνο δια ένα πρόσωπο μπορούμε να κυριολεκτήσουμε λέγοντας ότι αυτό “έρχεται” Όταν δε λέγει “εις τα ίδια ήλθεν”, ερωτώμεν: Πως οι Ισραηλίτες είναι τα “ίδια” του λόγου; Είναι κανείς ίδιος προς ένα πρόσωπο. Άρα, δια να έλθη εις τα “ίδια” ήτο και αυτός πρόσωπον και “οι ίδιοι” ήσαν πρόσωπα.
Όσον τώρα για τους Δικαίους της Π.Δ., εάν ήσαν παιδιά του Θεού ή όχι, αν εδικαιώθησαν ή όχι, τοις πάσιν είναι γνωστόν ότι εδικαιώθησαν εκ πίστεως: “Έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ο Χριστός” (Α' Κορ. Γ 4).
Δι’  αυτήν την προκαταβολικήν πίστιν των εις Χριστόν εδικαιώθησαν και ανεζήτουν με σφοδρόν πόθον να ίδουν την ημέραν του Χριστού ως λέγει ο ίδιος ο Κύριος “Αβραάμ ο πατήρ υμών ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν και είδε και εχάρη,...” (Ιωάν. η' 56). Πως λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι οι Ιουδαίοι ήσαν οι άνθρωποι οι ίδιοι του προφορικού λόγου; Ενώ αν ταυτίσωμεν τον λόγον με τον Χριστόν, βγαίνει αβίαστον το συμπέρασμα ότι οι Ιουδαίοι ήσαν ίδιοι του επίσης Ιουδαίου Χριστού.
“7η) Απόδειξις της πλάνης των είναι ότι, εάν προς στιγμήν συμφωνήσωμεν προς την Δογματικήν και τον κ. Τρεμπέλαν, ότι ο λόγος είναι πρόσωπον, τουτέστιν Χριστός Θεός, συνάναρχος και συναΐδιος τω Πατρί, τότε θα ευρεθώμεν αντιμέ­τωποι προς τους σαφεστάτους λόγους της Γραφής: Ος εστίν εικών του Θεού του αοράτου ποωτότοκος πόσης κτίσεως”, καθώς επίσης: “Ος εστίν η αρχή της κτίσεως πρωτότοκος των νεκρών”. Διότι: “αφού ο Χριστός είναι πρωτότοκος πάσης κτίσεως, σημαίνει ότι ο λόγος Χριστός δεν δύναται να είναι συνάναρχος ούτε συναΐδιος τω πατρί”.
“Εφόσον ως πρωτότοκος πάσης κτίσεως εγεννήθη πρώτος από όλην την κτίσιν και εφόσον ήτο το πρώτο γέννημα, το πρώτο κτίσμα του Θεού είναι φανερόν και εκτός πάσης συζητήσεως”, ότι προτού γεννηθή προτού να γίνη “αρχή της κτίσεως του Θεού” δεν υπήρχε ενώ είναι αναμφισβήτητον ότι ο λόγος ήτο ανάρχως και αΐδίως αναπόσπαστος από τον Θεόν, ως ενδιάθετος λόγος”.
Εδώ ο σ. επικαλείται το χωρίον Κολ. α' 15 “ος εστίν εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως”. Δεν λέγει όμως το χωρίον πρωτόκτιστος, αλλά πρωτότοκος και στη συνέχεια ο ίδιος ο Παύλος μας εξηγεί γιατί ονομάζει τον Κύριο πρωτότοκον, διότι λέγει: “ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα εν τοις ουρανοίς και επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα, είτε θρόνοι είτε κυριότητες είτε αρχαί είτε εξουσίαι τα πάντα δι' αυτού και εις αυτόν έκτισται και αυτός εστί προ πάντων και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκεν, και αυτός εστίν η κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας ος έστιν αρχή, πρωτότοκος εκ των νεκρών, ίνα γένηται εν πάσι αυτός πρωτεύων, ότι εν αυτώ ευδόκησεν παν το πλήρωμα κατοικήσαι και δι' αυτού αποκαταλλάξαι τα πάντα εις αυτόν, ειρηνοποιήσας δια του αίματος του σταυρού αυτού, δι' αυτού είτε τα επί γης είτε τα εν ουρανοίς” (Κολ. α' 15-20).
Τι έχει να είπη ο σ.; 0 Υιός εδώ (δεν ομιλεί βέβαια ρητώς περί του λόγου) μαρτυρείται ως δημιουργός των πάντων και ότι “αυτός εστίν προ πάντων” (Κολ. α' 17). Σημειωτέον επίσης ότι “αρχή” εις την αρχαίαν δεν σημαίνει μόνον το πρώτο στη σειρά, αλλά σημαίνει και την “αιτίαν”. Όταν λοιπόν ονομάζη τον υιόν αρχή, τούτο σημαίνει αιτία, εφόσον περί αυτού λέγει ότι είναι προ πάντων και ότι “τα πάντα δι' αυτού και εις αυτόν έκτισται”. (Κολ. α' 16).
Λέγει ο σ. “εφόσον ως πρωτότοκος πάσης κτίσεως εγεννήθη πρώτος από όλην την κτίσιν και εφ' όσον ήτο το πρώτον γέννημα το πρώτον κτίσμα του Θεού....”, βλέπομεν εδώ ότι ο σ. εναλλάσσει το κτίσμα με το γέννημα, ωσάν να ήτο το ίδιον πράγμα κτίσμα ή γέννημα.
“Διότι αφού ο Χριστός είναι πρωτότοκος πάσης κτίσεως, είναι η αρχή της κτίσεως, σημαίνει ότι ο λόγος Χριστός δεν δύναται να είναι ούτε συνάναρχος ούτε συναΐδιος τω Πατρί. Εφόσον ως πρωτότοκος πάσης κτίσεως εγεννήθη πρώτος από όλην την κτίσιν και εφόσον ήτο το πρώτον γέννημα το πρώτον κτίσμα του Θεού είναι φανερόν και εκτός πάσης συζητήσεως ότι προτού να γεννηθή προτού να γίνη αρχή της κτίσεως του Θεού δεν υπήρχε, ενώ είναι αναμφισβήτητο ότι ο λόγος ήτο ανάρχως και αΐδίως αναπόσπαστος από τον Θεόν ως ενδιάθετος λόγος”· (σελ. 27).
Παρατηρούμε λοιπόν ότι ο σ. δέχεται τον λόγον “ανάρχως και αϊδίως αναπόσπαστον από τον Θεόν”, αλλά μόνον ως ενδιάθετον λόγον. Το δέχεται ο σ., ενώ άλλοι αιρετικοί, οι ψευδομάρτυρες του Ιεχωβά δεν το δέχονται ως συνάναρχον μολονότι δέχονται τον λόγον ως πρόσωπον. Ήδη είπαμε ανωτέρω ότι αρχή της κτίσεως σημαίνει αιτία της κτίσεως στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Γι' αυτό δεχόμεθα ότι ο λόγος Χριστός είναι μεν προ πάσης κτίσεως αλλά και χωρίς αρχήν, αφού τον δεχόμεθα συνάναρχον και συναΐδιον τω Πατρί. Ονομάζεται βεβαίως πρωτότοκος πάσης κτίσεως, όχι πρωτόκτιστος. Χωρίς δηλαδή να έχη αδελφήν την φύσιν αλλ' ως προ πάσης κτίσεως γεννηθείς. Άρα ο ίδιος δεν ανήκει εις την κτίσιν αφού γεννήθηκε προ πάσης κτίσεως. Πάντως όταν λέμε πρωτότοκος δεν εννοούμε ότι λέγεται εν σχέσει προς άλλους δευτερότοκους,  αλλ’ απολύτως, αντί του μονογενής. Η Γραφή αυτήν την σημασίαν του πρωτό­τοκος γνωρίζει (ιδέ Λουκ. β' 7), άλλως μηνονεύει ρητώς “εν πολλοίς αδελφοίς” (Ρωμ. η' 29).
“8η) Τέλος προς απόδειξιν της πλάνης των θα αναφέρωμεν και εν επί πλέον επιχείρημα, ίνα, εάν τυχόν μετά τα προηγούμενα, υπολείπεται εις τινα και μικροσκοπική τις ρίζα αμφιβολίας αποβάλη ταύτην ριζικώς. Ο Κ.Η.Ι.Χ. λέγει: “Περί δε της ημέρας εκείνης και της ώρας ουδείς οίδεν ουδέ οι άγγελοι των ουρανών, ουδέ ο Υιός ει μη ο Πατήρ μόνος”.
Εάν ηλήθευεν η αντίληψις της ορθοδόξου Εκκλησίας και του κ. Τρεμπέλα ότι ο λόγος είναι ξεχωριστόν πρόσωπον δηλαδή Υιός του Θεού, τέλειος Θεός, τότε πως ήτο δυνατόν να είπη ο Χριστός ότι “ουδέ ο Υιός οίδεν”; Εφόσον ο Υιός είναι ο λόγος ο συνάναρχος και συναΐδιος ως πρόσωπον, πως θα συμβιβασθή ότι ουδέ ο Υιός λόγος γινώσκει την ημέραν και την ώραν;
Ίσως η μάλλον ασφαλώς εν τη αμηχανία των, τόσον η Ορθόδοξος Εκκλησία όσον και ο κ. Τρεμπέλας δια να υπερπηδήσουν τον αδιάσειστον τούτον ογκόλιθον καταφύγουν εις το προσφιλές αυτοίς κατά το ανθρώπινον δεν γινώσκει ο Υιός την ώραν και την ημέραν. Αλλ' ας μάθωσιν ότι και αυτό το καταφύγιόν των “κατά το ανθρώπινον” είναι εντελώς σάπιο και εντελώς άστοχον διότι τους γυμνώνει αυτός ο Χριστός, όστις λέγων “ουδέ ο Υιός” προσθέτει “ειμή ο Πατήρ μόνος”·
Θα τολμήσουν άραγε να παραδεχθούν ότι ο λόγος ως ξεχωριστόν πρόσωπον ως το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος θα δικαιολογείται να μη γνωρίζει την ημέραν και ώραν; Ιδού λοιπόν που οδηγεί η χονδροειδεστάτη πλάνη, ότι δήθεν ο λόγος είναι το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος”.
Μήπως μπορεί να μας πληροφορήση ο σ. πως δικαιολογείται ο Θεός Πατήρ να αγνοή που είναι ο Αδάμ και να ερωτά “Αδάμ που ει” (Γεν. γ' 9), ή να αγνοή που είναι ο Άβελ και να ερωτά τον αδελφόν του Κάϊν σχετικώς; Μήπως γι' αυτήν την εκούσια άγνοια υπολείπεται ο πατήρ της δόξης του; Πάντως όταν ο Χριστός λέγη ότι ουδέ ο Υιός γνωρίζει την ημέραν και την ώραν εκείνην, δεν λέγει ότι αγνοεί ως Υιός Θεού. Δι’ αυτό πρέπει να εννοήοωμεν ότι την αγνοεί ως “Υιός ανθρώπου”. Το ότι δε γνωρίζει ο “Πατήρ μόνος”, δεν εξαιρεί τον υιόν, διότι ο Υιός συνυπονοείται πάντοτε ως Υιός Θεού, όπως όταν λέγη δια τον Πατέρα ότι είναι ο μόνος αληθινός Θεός, αμέσως προσθέτει και τον Κ.Η.Ι.Χ. Δηλαδή μολονότι λέει δια τον Πατέρα το “μόνος”, δεν εξαιρείται από τον Πατέρα ο Υιός διότι λέγει: “Ίνα γινώσκωσι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν (Ιωάν. ιζ' 8). Το “μόνος” δεν λέγεται εν αντιθέσει προς τον υιόν.
“Εκ των ανωτέρω απεδείχθη πλήρως ότι εν ουδεμία περιπτώσει και επ' ουδενί επιτρέπεται να εννοήοωμεν εις την λέξιν “λόγος” ξεχωριστόν πρόσωπον τουτέστιν τον υιόν του Θεού, αλλ' είμεθα υποχρεωμένοι να εννοήοωμεν την προσωποποιημένην ιδιότητα του Θεού τουτέστιν ως ανωτέρω έγραφα τον ενδιάθετον λόγον του Θεού Πατρός το ρήμα του Θεού, την βουλήν, την σοφίαν του Θεού ήτις εξ αρχής πάντοτε υπήρχε και ήτο αναποσπάστως συνηνωμένη με τον Θεόν ανάρχως και αΐδίως και ήτο ουσιαστικώς αυτός ο Θεός”· (σελ. 28-29).
0 αναγνώστης μπορεί να κρίνη αν “εκ των ανωτέρω απεδείχθη πλήρως, ότι εν ουδεμιά περιπτώσει και επ’ ουδενί επιτρέπεται να εννοήσωμεν εις την λέξιν “λόγος, ξεχωριστόν πρόσωπον”. Επίσης παρατηρούμε ότι εδώ για πρώτη φορά ο σ. ομιλεί για “προσωποποιημένην ιδιότητα του Θεού”, τον ενδιάθετον λόγον. Λησμονεί όμως ο σ. ότι το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον όπου εκτίθενται τα περί του λόγου δεν είναι ποιητικόν βιβλίον ώστε να καταφεύγη από τον Πρόλογόν του κι’ όλας σε προσωποποιήσεις. Επίσης παρατηρούμε ότι ο σ. για μια στιγμή λησμονεί όλα όσα μέχρι στιγμής έχει γράψει για να απόδειξη ότι ο λόγος δεν  είναι πρόσωπο και αίφνης μας λέγει όχι ο λόγος “ήτο ουσιαστικώς αυτός ο Θεός”, ήτο δηλαδή πρόσωπον.
“Ότι δε το χωρίον του Ιωάννου “πάντα δι' αυτού (του λόγου) εγένετο” σημαίνει όχι το πρόσωπον, αλλά το ρήμα του Θεού, την σοφίαν του Θεού, δια της οποίας εγένοντο τα πάντα μαρτυρείται περιτράνως και υπ' αυτής της Γραφής, εκ της οποίας θα αναφέρωμεν ολίγα τινά των πολλών χωρίων”.
Εν συνεχεία, ο σ. αναφέρεται εις τα χωρία Ψαλμ. 103, 24 (Κατά τους Ο’ και Ψαλμ. 32,6 (κατά τους Ο’) και εις το Β' Κορ. δ' 6, εις τα οποία λέγεται ότι ο Θεός εδημιούργησε τα πάντα “εν σοφία” η “τω λόγω του” η “είπεν και εγένετο”. Λησμονεί όμως ότι στο Θεό η σοφία ή ο Λόγος δεν είναι ιδιότητες αλλά πρόσωπον, όπως μας λέγει ο ίδιος ο Παύλος στην προς Κορινθίους “Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν” (Α' Κορ. α' 24).
Άρα ο Χριστός είναι η δύναμις και η σοφία του Θεού. Αυτό εξ άλλου συμφωνεί πλήρως και προς τα χωρία όπου ως Δημιουργός εμφανίζεται ο ίδιος ο Υιός η ο Χριστός, όπως π.χ. τα Εβρ. α' 10, Κολ. α' 16-17, και Εβρ. α'2.
Ειδικά δια την σοφίαν ο σ. παραθέτει το Παρ. θ' 22: “ο Κύριος με είχεν εν αρχή των οδών του”. Ο σ. εννοεί εδώ ότι η εν λόγω σοφία είναι ιδιότης του Θεού.
Όμως η Γραφή στον στίχο Παρ. θ' 25 μαρτυρεί ότι ο Θεός γεννά την σοφία προ πάντων βουνών: “Προ δε πάντων βουνών γεννά με”. Ιδού λοιπόν ότι πρόκειται περί του υιού που γεννάται εκ του Πατρός σύμφωνα και με το Α' Κορ. α' 24 “Χριστόν Θεού δύναμις και Θεού σοφία”. Εις δε τον στίχον 27 των Παροιμ. θ' λέγει: “ηνίκα ητοίμαζεν (ο Θεός) τον ουρανόν συμπαρήμην αυτώ, ή όπως το αποδίδει η μετάφρασις του Βάμβα, “τότε ήμην πλησίον αυτού δημιουργούσα”. Να υποθέσωμεν ότι η εν λόγω σοφία του Θεού δεν ήτο πρόσωπον αλλά ιδιότης του Θεού; Τότε διατί λέγει “ήμην πλησίον αυτού”;
Η σοφία ως ιδιότητα του Θεού ώφειλε να είναι “εν αυτώ” και όχι πλησίον αυτού. Μόνο πρόσωπο θα μπορούσε να είναι πλησίον αυτού. Άρα δεν είναι ιδιότης, αλλά πρόσωπον.
Αλλά και παρακάτω στον στίχο 30 γράφει η Π.Δ. των Ο'. “Ήμην παρ' αυτώ αρμόζουσα εγώ ήμην η προσέχαιρε καθ' ημέραν δε ευφραινόμην εν προσώπω αυτού εν παντί καιρώ”. Ερωτώμεν: αφού ευφραίνετο καθ' ημέραν δεν ήτο πρόσωπον; Συμπέ­ρασμα: Άρα η σοφία που επικαλείται ο σ. είναι πρόσωπον, είναι ο Υιός και λόγος του Θεού. Το χωρίον όμως που καταρρίπτει εις σωρούς ερειπίων τους συλλογι­σμούς του σ. είναι το Α' Κορ. α' 24, “Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν”. Έτσι, δια της Καινής Διαθήκης ερμηνεύομεν την Π.Δ.
2ον) Ιωάννου α' 14; “Και ο λόγος σαρξ εγένετο”: Εις το χωρίον τούτο διαπράττουν επίσης χονδροειδή παρεξήγησιν... ήτις τους φέρει εις αντίφασιν και προς αυτό το δόγμα των δύο φύσεων, του τελείου Θεού και του τελείου ανθρώπου.
Διότι εάν θελήση η Εκκλησία και ο κ. Τρεμπέλας να ερμηνεύσουν την φράσιν ταύτην κατά γράμμα, θα είναι υποχρεωμένοι να είπουν ότι ο λόγος, ήτοι ο Θεός έγινε μυών ήτοι κρέας... διότι αυτή είναι η κυριολεκτική έννοια της Λέξεως σαρξ. Αλλ' η έννοια αυτή διδομένη τυχόν εις τον λόγον θα προκαλέση τον γέλωτα και εις αυτούς τους μωρούς.
Κατ’ ανάγκην λοιπόν είναι υποχρεωμένοι να καταφύ­γουν εις την αλληγορικήν ερμηνείαν και να ερμηνεύσουν “ο λόγος του Θεού έγινεν άνθρωπος”. (σελ. 30-31).
Ερωτώμεν τον σ. Εσείς σε ποια ερμηνεία καταφεύγετε την κατά λέξιν ή την “αλληγορικήν; Αν μεν καταφεύγετε εις την κυριολεκτικήν σημασίαν, πως συμβαίνει και δεν προκαλείτε γέλωτας και εις αυτούς τους μωρούς; Αν δε στην αλληγορικήν, τότε γιατί κατηγορείτε την Εκκλησίαν, που πράττει το ίδιο;
Σε αμηχανία δεν ευρίσκεται η Εκκλησία αλλ’ ο συγγραφεύς διότι το επιχείρημά του καταπίπτει βάσει της Γραφής. Η ίδια η Γραφή συγκεκριμμένα ονομάζει σάρκα όχι μόνον τον μυώνα, το κρέας αλλά και τον άνθρωπον σαν σύνολον. Έτσι λέγει η Γραφή: Όυκ αν εσώθη πάσα σαρξ” (Ματθ. κδ' 22) παράβαλε Μαρκ. ιγ' 20, “όψεται πάσα σαρξ το σωτήριον του Θεού” (Λουκ. γ' 6), επίσης: Εκχεώ από του πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα” (Πράξ. β' 17). Και: “εξ έργων νόμου ου δικαιωθήσεται πάσα σαρξ ενώπιον αυτού” (Ρωμ. γ' 20) παράβαλε Γαλ. β' 16.
“Λόγω δε του αδιεξόδου εις το οποίο τους φέρει η παράλογος ερμηνεία του “λόγου” ως προσώπου αναγκάζονται και δίδουν εξ ανάγκης την ως άνω ερμη­νείαν, ότι ο Θεός λόγος έγινεν άνθρωπος. Δεν αντιλαμβάνονται όμως ότι τοιαυτην ερμηνείαν δίδοντες περιπίπτουν εις αντίφασιν προς το δόγμα το θεσπισθέν υπό των Οικουμενικών Συνόδων, ότι είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος ο Χριστός, το οποίον καταργούν όταν δώσουν την έννοιαν, ότι ο Θεός λόγος έγινεν άνθρωπος, είναι υποχρεωμένοι να παραδεχθούν απαραιτήτως ότι έπαυσε πλέον ο λόγος να είναι Θεός.
 Παραδείγματος χάριν λέγομεν, ότι η βενζίνη έγινε καπνός εννοούμεν ότι πήρε φωτιά και έγινε καπνός και συνεπώς έπαυσε πλέον η βενζίνη να είναι βενζίνη, αλλ' είναι καπνός. Επίσης όταν λέγωμεν ο γαιάνθρακας έγινε ναφθαλίνη, εννοούμεν ότι ο γαιάνθρακας έπαυσε να είναι γαιάνθραξ και ούτω καθ' εξής.
Και συνεπώς όταν λέγουν ότι ο Θεός λόγος έγινεν άνθρωπος είναι υποχρεωμένοι να εννοήσουν ότι ο Θεός λόγος έγινεν άνθρωπος, όπως ο γαιάνθραξ έγινε ναφθαλίνη και έπαυσε να είναι γαιάνθραξ και τότε καταργείται κατ' ανάγκην το δόγμα του θεανθρώπου, ταυτοχρόνως όμως εξαφανίζεται ο Θεός λόγος, όπως εξαφανίζεται ο γαιάνθραξ όταν γίνη ναφθαλίνη...”, (σελ. 31).
Εδώ ο σ. φέρει το άστοχο παράδειγμα της βενζίνης που γίνεται καπνός και του γαιάνθρακα που γίνεται ναφθαλίνη. Και η βενζίνη και ο γαιάνθραξ παύουν να είναι βενζίνη και γαιάνθραξ και γίνονται αντιστοίχως καπνός και ναφθαλίνη.
Λησμονεί όμως ο σ. μία άλλη έννοια που έχει το ρήμα γίνομαι: Όταν λέγωμεν ότι το δείνα Α πράγμα γίνεται Β είναι δυνατόν να εννοούμε ή ότι το Α μετεβλήθη εις Β, ή ότι το Α προσέλαβε το Β. Έτσι π.χ. η βενζίνη γίνεται καπνός και παύει να είναι βενζίνη, αλλά ο Γεώργιος που είναι άνθρωπος και έγινε π.χ. στρατηγός, δεν έπαυσε να είναι γι' αυτό άνθρωπος. Έτσι και ο λόγος δεν μετεβλήθη εις σάρκα αλλά προσέλαβε την ανθρωπίνην σάρκα.
“Τούτων ένεκα εις το χωρίον τούτο μία μόνον ερμηνεία δύναται να δοθή, ήτις είναι απολύτως πειστική και αληθής η ακόλουθος: Ήτοι εις μεν την λέξιν λόγος θα δώσωμεν την ως άνω αποδοθείσαν έννοιαν που έχει, τουτέστιν τον ενδιάθε­τον λόγον του Θεού, την σοφίαν του Θεού, εις δε την σάρκα θα δώσωμεν την ιδιαιτέραν έννοιαν που έχει το Λέξικόν, ήτοι αίσθημα, έδραν αισθημάτων (ιδέ λεξικόν).
Την έννοιαν δε ταύτην συναντώμεν όχι μόνον εις το λεξικόν, αλλά και εις την Γραφήν, διότι λέγει ο Ιεζεκιήλ (ια' 17-20), “Δια τούτο τάδε λέγει Κύριος... εισδέξομαι αυτούς εκ των εθνών... και δώσω αυτοίς καρδίαν ετέραν και πνεύμα καινόν και εκσπάσω την καρδίαν την λιθίνην (αισθηματικήν) και έσονταί μοι εις λαόν και εγώ έσομαι αυτοίς εις Θεόν...
Ιδού λοιπόν εις τους λόγους τούτους του Κυρίου βλέπομεν ότι ο Κύριος την αναίσθητον καρδίαν την ονομάζει λιθίνην, την δε αισθηματικήν την ονομάζει σαρκίνην. Και κατόπιν των ανωτέρω έχομεν πολύ εύκολον και λογικήν ερμηνείαν του χωρίου τούτου, ήτις είναι η ακόλουθος: Και ο λόγος τουτέστιν ο ενδιάθετος λόγος του Θεού, έγινε σαρξ δηλαδή έγινεν αίσθημα εις την ψυχήν του Ιησού, συνεχωνεύθη με τον νουν του Ιησού και εκυριάρχησε, εν αυτώ ο λόγος του Θεού ώστε ό,τι εσκέπτετο και ησθάνετο ο Πατήρ τα αυτά ησθάνετο και εσκέπτετο και ο Ιησούς. Ενεδύθη δηλαδή όλας τα ιδιότητας και όλα τα αισθήματα του Θεού και δι' αυτό λέγει ο Παύλος “Ότι εν αυτώ ηυδόκησε παν το πλήρωμα κατοικήσαι”.
Αυτό που μπορούμε να συμπεράνωμεν είναι ότι ο Χριστός είχε προηγουμένως καρδίαν λιθίνην δηλαδή αναίσθητον καρδίαν και κατόπιν ενεδύθη “τας ιδιότητας και τα αισθήματα του Θεού”. Όλα αυτά τα συμπεραίνει ο σ. από την φράσιν “και ο λόγος σαρξ εγένετο”, κατά τρόπον ταχυδακτυλουργικόν χωρίς να αποδεικνύη τίποτε. Λέγει απλώς εδώ αυτό σημαίνει τούτο εκεί εκείνο σημαίνει το άλλο και ούτω καθεξής. Έπειτα, ας θυμηθούμε τι έλεγε ο σ. ανωτέρω για την λέξιν σάρκα: ότι η ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να μεταφράση την λέξιν σαρξ σαν κρέας. Και ιδού ότι δίδει μεταφορικήν σημασίαν εις την λέξιν σαρξ.
Γεννάται όμως ένα ερώτημα: πότε έγινε αυτή η σάρκωσις του ενδιάθετου λόγου του Θεού στον Χριστόν; Αυτό το αποσιωπά ο σ.
Εν συνεχεία ο σ. (σελ. 33-34) φέρει τα εδάφια Γαλ. β' 20 και δ' 19, όπου ο Παύλος μιλάει για τον Χριστόν που ζη μέσα του και διερωτάται ο σ. αν θα πρέπη να είναι και αυτός Θεάνθρωπος. Εν συνεχεία δε ερωτά αν και οι Απόστολοι ως λαβόντες κατά την Πεντηκοστήν το Άγιον Πνεύμα, αν θα πρέπη να θεωρούνται και αυτοί Θεάνθρωποι. Αλλά λησμονεί ο σ. ότι ούτε ο Παύλος έλαβε υποστατι­κώς τον Χριστόν εντός του ούτε οι Απόστολοι το Άγιον Πνεύμα υποστατικώς. Μόνον κατά χάριν έλαβον τον Χριστόν και το Άγιον Πνεύμα οι μαθηταί. Ερωτάται όμως με την σειρά του ο σ. Μήπως λαβόντες το Άγ. Πνεύμα οι μαθηταί έγιναν όχι Θεάνθρωποι αλλ’ απλώς Χριστοί; (πράγμα που θα πρέπη κατ' ανάγκην να παραδεχθή ο σ.).
Το δε χειρότερο δια τον συγγραφέα είναι ότι κολοβώνει το χωρίον για να του δώση την έννοιαν που θέλει. Διότι το χωρίον συνεχίζει ως εξής: Και ο λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσε εν ημίν και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού δόξαν ως μονογενούς παρά Πατρός, πλήρης χάριτος και αλήθειας,
“Ιδού λοιπόν ότι πρόκειται περί προσώπου και μάλιστα ιστορικού το οποίον εσκήνωσε εν ημίν,. Επί πλέον “εθεασάμεθα την δόξαν αυτού δόξαν ως μονογενούς παρά Πατρός “Πρόκειται δηλαδή περί μονογενούς υιού και όχι περί ενδιαθέτου λόγου ως φλυαρεί ο σ. Ότι δε πρόκειται περί του ιστορικού Χριστού μαρτυρεί και το επόμενο εδάφιο (Ιωάν. α' 15), που σκοπίμως ο σ. το παραλείπει: “Ιωάννης μαρτυρεί περί αυτού (περί του λόγου) και κέκραγε λέγων: Ούτος ην ον είπον ο οπίσω μου ερχόμενος έμπροσθέν μου γέγονεν ότι πρώτος μου ην”. Ο Ιωάννης δηλαδή “μαρτυρεί περί αυτού”. Ποιος είναι ο “περί αυτού”; Ποιος άλλος από το υποκείμενον της προηγουμένης προτάσεως που είναι ο λόγος;
3ον) Ιωάν. α' 15 “Ο οπίσω μου ερχόμενος έμπροσθέν μου γέγονεν ότι πρώτος μου ην”: Το χωρίον αυτό κατά τον σ. δηλοί για τον Χριστό όχι προτεραιότητα χρόνου αλλ' υπεροχήν αξίας. Αύτην την ερμηνείαν δίδει ο σ. εις το “πρώτος” που την δανείζεται από το περιοδικόν Ζωή. Συμφωνούμε και εμείς με τον συγγραφέα αλλά οφείλουμε να του υπογραμμίσουμε ότι ναι μεν το “πρώτος” σημαίνει υπεροχήν αξίας, όμως το “έμπροσθέν μου γέγονε” δείχνει αυτό προ­τεραιότητα χρόνου για τον Χριστόν μολονότι ως άνθρωπος ήτο μεταγενέστερος του Ιωάννου, πράγμα που γκρεμίζει τις θεωρίες του σ.
4ον) Ιωάν. γ' 17: Όυ γαρ απέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον αλλ' ίνα σωθή.
5ον) Και ο πέμψας με πατήρ εκείνος.... (Ιωάν. ε' 17).
6ον) Ιωάν. ιστ' 28: Εξήλθον εκ του Πατρός και ελήλυθα εις τον κόσμον.
7ον) Γαλ. δ' 4: “Ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού”
“Όλα τ’ ανωτέρω χωρία προσκομίζονται υπ’ αυτών ως σοβαρά επιχειρήματα ότι ο Χριστός προϋπήρχεν εν τω Ουρανώ και ότι ο Πατήρ τον απέστειλε εκ του ουρανού εις τον κόσμον. Πόσον όμως πλανώνται χονδρικώς τοιαύτας σαθράς αποδείξεις προσκομίζοντες αποδεικνύεται ηλίου φαεινότερον, όταν λάβωμεν υπ' όψιν ότι αυτάς τα λέξεις μετεχειρίσθη η Γραφή και δια τον Ιωάννην τον Βαπτιστήν, και δια τους προφήτας και δια τους αποστόλους (Ματθ. γ' 1 Μάρκ. σ' 2, Λουκ. γ' 3, Μαλ. γ' 1, Λουκ. ζ 22, Ιωάν σ' 6, Ιωάν. α' 33, Ιωάν. ιζ' 14)”.
Παραλείπει ο σ. να παρατηρήση ότι όλοι οι ανωτέρω αποσταλέντες υπό του Θεού απλώς απεστάλησαν. Δεν λέγει γι' αυτούς η Γραφή ότι “εξήλθον εκ του Πατρός και “εληλύθασιν εις τον κόσμον, ούτε ότι “κατήλθον εκ του ουρανού” ως υπεστήριξε δι' εαυτόν ο Χριστός. Βέβαια ο Κύριος λέγει δι' εαυτόν και δια τους μαθητάς του “ότι ουκ εισίν εκ του κόσμου καθώς εγώ ουκ ειμί εκ του κόσμου”. Αλλ’ εδώ ο Κύριος δια του κόσμου εννοεί την παραδεδομένη εις τον διάβολον ανθρωπότητα και γι'' αυτό δεν του προσκομίσαμε του σ. αυτό το εδάφιον ως συνηγορούν υπέρ της προσωπικής προϋπάρξεως του Ιησού Χρι­στού. Μόνος του το ανέφερε.
“Ίνα δε μη μακρυγορώμεν περιοριζόμεθα εις την παραβολήν του αμπελώνος και των κακών εργατών ένθα σαφέστατα καταφαίνεται η έννοια των ως άνω 4 χωρίων.
Βλέπομεν εις την παραβολήν να λέγη ο Χριστός “απέστειλε τους δούλους αυτού... πάλιν απέστειλε άλλους δούλους πλείονας των πρώτων..., ύστερον δε απέστειλε τον υιόν αυτού.
“Όταν βλέπει τις ότι τας αυτάς εκφράσεις επαναλαμβάνει η Γραφή και δια τους προφήτας και δια τον Χριστόν, τότε αντιλαμβάνεται το μέγεθος της χονδροειδούς παρερμηνείας των και το σαθρόν οικοδόμημά των, διότι σύμφωνα με τας παρερμηνείας των, είναι υποχρεωμένοι να παραδεχθούν, ότι τον Ιωάννην τον βαπτιστήν, τον Δαβίδ, τον Μωυσήν και τους λοιπούς προφήτας τους είχεν ο Θεός εις τον ουρανόν και εκείθεν τους απέστειλε και κατ’ ανάγκην πρέπει να παραδεχθούν ότι και αυτοί προύπήρχον προτού αποσταλούν”.
Αλλά εδώ ο συγγραφεύς αναιρεί χωρίον που δεν το προσκομίσαμε εμείς. Δηλαδή δεν του είπαμε ότι η παραβολή του αμπελώνος μαρτυρεί την προσω­πικήν προΰπαρξιν του Χριστού. Μόνος του και εδώ αναφέρει την παραβολήν του αμπελώνος χωρίς να την αναφέρουμε εμείς. Αλλά μια και την έφερε εις το μέσον ας κάνουμε και εμείς μίαν παρατήρησιν γι' αυτήν. Λησμονεί ο σ. ότι στην παραβολή αυτή οι δούλοι εμφανίζονται ως ξένοι προς το κύριον του αμπελώνος ενώ ο Υιός του είναι ομοούσιός του φυσικός γόνος του, φυσικός Υιός του.
8ον) Ιωάν. γ' 13 “Και ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς ο Υιός του ανθρώπου”, ο σ. για να ξεφύγη από τον κλοιό που του δημιουργεί το ανωτέρω εδάφιον λέγει ότι ο καταβάς εκ του ουρανού δεν είναι ο Χριστός αλλά ο λόγος του Θεού ή ο άρτος ο εκ του ουρανού καταβάς. Εις πείσμα του όμως ο ευαγγελιστής είναι σαφής και ρητός ώστε δεν χρειάζονται σχόλια: ο καταβάς εκ του ουρανού είναι ο Υιός του ανθρώπου, δηλαδή το ίδιο πρόσωπο με τον Χριστόν. (0 Υιός του Θεού). Αν ήθελε ο ευαγγελιστής να αναφέρει τον λόγον θα τον ανέφερε απλούστατα. 0 ίδιος ο Κύριος επίσης προσδιορίζει ότι εκείνος είναι “ο άρτος ο εκ του ουρανού καταβάς” (Ιωάν. στ' 35).
“Είναι δε φανερόν ότι εφόσον ο Χριστός δεν είναι κυρίαρχος να κάνη το δικό του θέλημα, αλλ' είναι υποχρεωμένος να κάνη το θέλημα του πέμψαντος αυτόν Πατρός, είναι αναντιρρήτως υποδεέστερος του Πατρός”.
Πόση βαρύτητα έχει αυτός ο συλλογισμός του σ. φαίνεται και δια του εξής χωρίου, ένθα εμφανίζεται ο Πατήρ να εκτελή το θέλημα των ανθρώπων. Άρα, κατά τον σ. θα πρέπη ο Θεός Πατήρ να είναι υποδεέστερος των ανθρώπων. Το χωρίον αυτό είναι το Ψαλμ. ρμδ' 19 κατά τους Ο' και κατά το κείμενο το εβραϊκό ρμε' 19”. Το θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει”. Τι έχει να μας πη ο σ.
Στις σελίδες 37-38 αναφέρεται ο σ. σε περιπτώσεις που ο Κύριος Ιησούς λέγει ότι “καταβέβηκε εκ του ουρανού” και την θεωρεί ο σ. την έκφραση αυτή συνώνυμον του “ο Πατήρ με απέσταλκε”, και αναφέρει περιπτώσεις αποστολής προσώπων που δεν προϋπήρχαν όμως στον ουρανό (Ιωάννης Βαπτιστής, Μωυσής κ.λπ.). Λησμονεί όμως ο σ. ότι τα πρόσωπα αυτά απεστάλησαν εις εν χρονικό σημείο της ζωής των, προ του οποίου όμως φύσαν επί γης. Επομένως ζούσαν επί γης και απεστάλησαν υπό του Θεού. Το ερώτημα για τον Ιησού είναι: πότε, εις ποιον σημείον της ανθρώπινης (καθ' υμάς) ζωής του απεστάλη ο Ιησούς; Επίσης, ας μας είπη ο σ. ποίος προφήτης η απεσταλμένος του Θεού είπε ότι κατέβη εκ του ουρανού. Μόνον ο Χριστός το είπε και μάλιστα επανειλημμένως (Ιωάν. γ' 13, στ 33, 38, 41, 42, 50, 51, 58). 
Εν συνεχεία ο σ. στις σελίδες 38-39 αναφέρει χωρία που μαρτυρούν την προΰπαρξιν του Χριστού (Ιωάν. στ' 62, η' 28, Γ 30, ιζ' 5, Α' Κορ. Γ 4) και υπόσχεται να τα ερμηνεύση αφού προηγουμένως εις ιδιαίτερον κεφάλαιον παρεμβάλη άλλα, κατ' αυτόν, αναγκαιούντα ζητήματα.
Η αντίληψις της προϋπάρξεως του I. Χρι­στού προαιωνίως,
ανάρχως και αϊδίως τω Πατρί είναι πλάνη και ασέβεια προς τον Πα­τέρα; 
Εις το κεφάλαιο αυτό ο σ. αναφέρεται εις τα εδάφια Εξοδ. γ' 14, Δευτ. δ' 4, Ησ. μστ' 9-10, και συμπεραίνει ότι ο Θεός είναι ένας. Συμφωνούμε με τα συμπεράσματά του, διότι και εμείς παραδεχόμαστε ένα Θεόν εν τρισίν όμως υποστάσεσι. Ο σ. όμως προσθέτει στη λέξη Θεός την προσθήκην ο Πατήρ, πράγμα που δεν λένε τα ως άνω χωρία. Δηλαδή ο σ. λέγει: ένας είναι ο Θεός ο Πατήρ. Στη σελ. 40 ο σ. φέρει το χωρίο Ματθ. κδ' 36, δια του οποίου επιχειρεί να αποδείξη ότι ο Υιός αγνοεί την ημέραν της δευτέρας παρουσίας, την οποίαν γνωρίζει ο Πατήρ μόνος. Όμως δεν θα πρέπη να μας διαφεύγη ότι όταν η Γραφή λέγη “ει μη ο Πατήρ μόνος”, δεν θέλει να αποκλείση τον Χριστόν. Το “μόνος” λέγεται σε αντίθεση προς άλλα όντα που αποτελούν την κτίσιν είτε άγιοι είναι αυτοί είτε άγγελοι και όχι σε αντίθεση με τον Χριστόν, ο οποίος πάντοτε εξαιρείται στις περιπτώσεις αυτές, όπως π.χ. εις το Ιωάν. ιζ' 3 “Ίνα γινώσκωσι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν”.
Όταν δε λέγη ο Ευαγγελι­στής ότι περί της ημέρας εκείνης και της ώρας “ουδείς οίδε” “ουδέ ο Υιός” εννοεί σαφώς τον υιόν του ανθρώπου δηλαδή τον Χριστόν ως άνθρωπον. Άλλωστε και ο σ. τον Χριστόν μόνον ως άνθρωπο τον παραδέχεται, ο Χριστός λοιπόν αγνοεί ως άνθρωπος ό,τι γνωρίζει ως Θεός. Δι' αυτό ακριβώς γνωρίζει εξ αποστάσεως τον θάνατον του Λαζάρου, φαίνεται όμως αγνοών που ευρίσκεται το μνήμα του Λαζάρου. Αλλά και αν εννοήσωμεν ότι το “ουδείς οίδε ουδέ ο Υιός” ότι δεν αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση αλλ’ εις την θείαν και πάλιν δεν δημιουργείται πρόβλημα, διότι πολλάκις και αυτός ο Θεός Πατήρ φέρεται αγνοών ωρισμένα πράγματα, όπως π.χ. όταν αναζητή τον Αδάμ στον Παράδεισο ή όταν ερωτά τον Κάϊν που είναι ο αδελφός του Άβελ.
Στις περιπτώσεις αυτές ο Θεός ενεργεί παιδαγωγικά για να φέρη σε συναίσθηση και μετάνοια τα πρόσωπα αυτά. Έτσι και ο Χριστός μπορούσε χάριν παρομοίας σκοπιμότητος για να παιδαγωγήση τους ακροατές του να μη ρωτούν πράγματα αποκεκρυμμένα να είπη ότι δεν γνωρίζει την ημέραν εκείνην και την ώραν.
Στη σελίδα 41 ο σ. φέρει το Ματθ. κη' 18 “Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης” και ισχυρίζεται ότι αφού εδόθη εις τον Κύριον η εξουσία αυτή μετά την Ανάστασιν άρα δεν την είχε προηγουμένως. Και πάλιν ο σ. πλανάται. Πρώτο λησμονεί ότι ο Χριστός ως Υιός του Θεού και Θεός παντοδύναμος είχε την πάσαν εξουσίαν ανέκαθεν και άρα και προ της Αναστάσεως. Έτσι ο Κύριος ως Υιός του Θεού λέει προ της Αναστάσεως: “Πάντα όσα έχει ο Πατήρ εμά έστιν” (Ιωάν. ιστ' 15)  προς τα οποία παράβαλε τα Ιωάν. ιγ' 3, ιζ' 2, Α' Κορ. ιε' 25, 27. Επίσης λέγει προ της Αναστάσεως: “Πάντα μοι παρεδόθη υπό του Πατρός” (Ματθ. ια' 27).
Αλλ' εάν όπως ισχυρίζεται ο σ., η παράδοσις εξουσίας εις τον Χριστόν τον κάνει υποδεέστερον του Πατρός και δείχνει ότι δεν είχε προηγουμένως ο Χριστός εξουσίαν, τότε κατά την ιδίαν λογικήν και ο Πατήρ είναι υποδεέστερος και δεν έχει δύναμιν και βασιλείαν διότι την παραδίδει εις τον Χριστόν, και διότι ο Χριστός θα του την παραδώση και διότι πριν να του την παραδώση ασφαλώς δεν την είχε ο Πατήρ. Αυτά τα συμπεράσματα βγάζουμε από το Α' Κορ. ιε' 24, αν εφαρμόσωμεν την λογικήν του σ.
Στην ίδια σελίδα 41 ο σ. φέρει το εδάφιον Ιωάν. ε' 26. “Ώσπερ γαρ ο Πατήρ έχει ζωήν εν εαυτώ ούτω έδωκεν και τω υιώ ζωήν έχειν εν εαυτώ”. Και συμπεραίνει ότι “Ζωήν είχε μόνον ο Πατήρ, και ότι “προ του να δώση ο Πατήρ την ζωήν εις τον υιόν, ο Υιός δεν είχε ζωήν.
Αλλ’ ερωτώμεν τον συγγραφέα. Πως ο Πατήρ ήτο ο μόνος που είχε ζωήν και πως ήτο ταυτόχρονα Πατήρ; Λησμονεί ο σ. ότι άμα πατήρ άμα Υιός; Οταν δηλαδή λέγη την λέξιν Πατήρ συνυπονοεί και τον υιόν, διότι ο Πατήρ είναι κάποιου Πατήρ. Πατήρ χωρίς την έννοιαν του υιού δεν υπάρχει. Μόνος ο Πατήρ είναι κάτι αδιανόητον. Τότε δεν είναι Πατήρ ο Πατήρ.
Αλλ’ εάν τον δέχεται ο σ. πάντοτε Πατέρα, θα πρέπη να δεχθή και κάποιον πάντοτε υιόν. Ότι δε ο Πατήρ έδωκε στον υιόν την ζωήν, αυτό έγινε κατά το ανθρώπινο όπως λέγει το ίδιο το κείμενο της Αγ. Γραφής το οποίο δυστυχώς ο σ. σκοπίμως το εκολόβωσε, διότι το κείμενο στη συνέχεια, στον στίχο 27, επεξηγεί “ότι Υιός ανθρώπου έστι”, δηλαδή ο Υιός έλαβε την ζωήν και την κρίσιν κατά το ανθρώπινον, δηλαδή ως Υιός ανθρώπου και όχι ως Υιός Θεού, αφού λέγει στον στίχο 27 “ότι Υιός ανθρώπου εστιν”.
4ον) Μη μου άπτου ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα (Ιωάν. κ' 17). Εφόσον αυτός ο Χριστός λέγει ότι δεν έχει αναβή ακόμη προς τον Πατέρα του πως ήτο συναΐδιος και συνάναρχος; Εδώ όμως λησμονεί ο σ. ότι ο Χριστός εννοεί ότι δεν ανέβηκε προς τον Πατέρα μετά την Ανάστασιν ως άνθρωπος.
5ον) Ιδού αναβαίνω προς τον πατέρα μου και πατέρα υμών και Θεόν μου και Θεόν υμών (Ιωάν. κ 18). Ο λέγων ταύτα δεν δύναται να είναι συναΐδιος και συνάναρχος τω Πατρί. Βεβαίως ο Χριστός ονομάζει Θεόν τον Πατέρα του διότι ήτο Θεός του κατά το ανθρώπινον. Πλην όμως ο σ. δεν μας λέγει διατί ο Χριστός δεν λέγει “ο Θεός ημών” και λέγει ο Θεός μoυ και Θεός υμών γιατί ξεχωρίζει δηλαδή τα δύο αυτά; Εξ άλλου στην Γραφή έχομεν και το αντίστροφον φαινόμενο. Όχι δηλαδή μόνο ο Χριστός να ονομάζη Θεόν τον πατέρα του αλλά και ο Πατήρ να ονομάζη Θεόν τον Υιόν, όπως π.χ. εις το Εβρ. α' 8-10”. Προς δε τον υιόν ο θρόνος σου ο Θεός.. και συ κατ' αρχάς, Κύριε, την γην εθεμελίωσας...”
6ον) “Υιός μου ει συ εγώ σήμερον γεγέννηκά σε”. Το χωρίον αυτό το ερμηνεύ­σαμε ανωτέρω εις την σελίδα 12.
7ον) Αποκλείεται η προαιώνιος προΰπαρξις του Χριστού και εκ των λόγων του Παύλου γράφοντος “Είπερ είσι οι λεγόμενοι θεοί... αλλ' ημίν εις Θεός ο Πατήρ εξ ου τα πάντα”. “Εφόσον ο θεόπνευστος Παύλος σαφέστατα καθορίζει ότι ένας είναι ο Θεός και αυτός είναι μόνον ο Πατήρ, πως οι θιασώται της προϋπάρξεως τολμούν να ισχυρίζωνται ότι προϋπήρχεν ο Χριστός και ήτο προαιώνιος Υιός Θεός;” Ο σ. κολοβώνει το χωρίον, που στην συνέχειά του μαρτυρεί την θεότητα του Χριστού που ο σ. την πολεμά. Διότι το χωρίον ολόκληρον λέγει”... Και εις κύριος Ιησούς Χριστός, δι ου τα πάντα και ημείς δι' αυτού...”
Δηλαδή εδώ ο απόστολος Παύλος ονομάζει τον Χριστόν Κύριον και επί πλέον μας λέγει ότι ο Χριστός είναι ο μόνος Κύριος. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα: Δεν είναι κύριος ο Πατήρ του Ιησού; Έτσι σκέπτεται ο σ. και θέλει να απομακρύνει τον Χριστόν από την θεότητα. Οπως ένας είναι ο Θεός έτσι ένας είναι και Κύριος. Τι έχει να πη ο σ.; Στο σημείο αυτό ασφαλώς θα είπη ο σ. ότι ο Πατήρ πάντοτε εξαιρείται. Το ίδιο λέμε και εμείς για τον Χριστό, σύμφωνα με το: “Ίνα γιγώσκωσιν σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν”. Μολονότι δηλαδή ονομάζει μόνον αληθινόν Θεόν του Πατέρα, προσθέτει το “και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν”.
8ον) Αποκλείεται η προαιώνιος προϋπαξις του Χριστού εκ των γραφομένων επίσης του Παύλου γράφοντος: “Όταν δε υποταγή αυτώ τα πάντα τότε και ο Υιός υποταγήσεται τω Πατρί τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα” (Α' Κορ. ιε 28).
Ερωτάται ο σ.,: ώστε ο Χριστός δεν ήτο προηγουμένως υποτεταγμένος εις τον Πατέρα του; Η απάντηση είναι ότι ο Χριστός ήτο πάντοτε υποτεταγμένος εις τον Πατέρα του ο οποίος τον γεννά αϊδίως, εν χρόνω δε θα υποταγή και ως θεάνθρωπος.
9ον) Αποκλείεται η προαιώνιος προΰπαρξις του Χριστού και εκ των λόγων του Παύλου γράφοντος, Ος εστίν εικών του Θεού του αοράτου πρωτότοκος πάσης κτίσεως... ος έστιν αρχή, πρωτότοκος εκ των νεκρών”. Κολ. α' 15. “Τα γραφόμενα ταύτα του Παύλου βεβαιούν, ότι ο Χριστός δεν ήτο Θεός εφόσον σαφέστατα καθορίζει ο Παύλος ότι είναι εικών του Θεού του αοράτου”, (σελ. 44).
Αλλ’ ακριβώς επειδή είναι εικών είναι ομοούσιος. Διότι ποιος θα τολμούσε να πη ότι είναι εικών του Θεού του αοράτου υπό την ειδικήν αυτήν έννοιαν; Το χωρίον τούτο έχει την ίδια σημασίαν με το Εβρ. α' 3: “ος ων απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού φέρων τε τα πάντα τω ρήματι της δυνάμεως αυτού”. Όσο για το πρωτότοκος πάσης κτίσεως, παρατηρούμεν ότι ο Παύλος δεν λέγει πρωτόκτιστος, αλλά πρωτότοκος. Και όσον αφορά την λέξιν “αρχή” του χωρίου, ερμηνεύεται, ως και ανωτέρω παρετηρήσαμε ως αιτία. Άρα η ερμηνεία του χωρίου είναι: “ο οποίος είναι εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος γεννηθείς και ουχί κτισθείς υπό του Πατρός προ πάντων των κτισμάτων, διότι δι’ αυτού εκτίσθησαν τα πάντα τα εις τους ουρανούς υπάρχοντα και τα επί της γης τα ορατά και τα αόρατα είτε θρόνοι είτε κυριότητες, είτε αρχαί είτε εξουσίαι. όλα δι' αυτού και δι' αυτόν έχουν κτισθή. Και αυτός υπάρχει προτύτερα απ’ όλα...
Πως λοιπόν ο σ. ισχυρίζεται ότι ο Χριστός δεν προϋπήρξε αφού ο Παύλος λέει ότι αυτός είναι ο Δημιουργός του Κόσμου; Πως λοιπόν δεν προϋπήρχε προ της γεννήσεώς του από την Παναγία μητέρα του; Ώστε γι' αυτό ο σ. κολοβώνει το ως άνω (Κολ. α' 15) χωρίο.
“Όλα αυτά δηλ. ότι είναι εικών του Θεού και όχι Θεός, ότι είναι το πρώτο κτίσμα και ότι είναι ο πρώτος νεκρός, τον οποίον εζωοποίησε ο Πατήρ, φανερώνουν αναντιλέκτως ότι ο Χριστός ούτε προϋπήρχεν ούτε ήτο προαιώνιος Υιός-Θεός”- (σελ. 45).
Ο σ. επιμένει να ονομάζει τον Χριστόν πρώτο κτίσμα, ενώ τέτοιο πράγμα δεν λέγει πουθενά η Γραφή, όπως ερμηνεύσαμε το χωρίον και ανωτέρω. Επίσης για την Ανάσταση λέγομεν ότι ναι μεν η Γραφή μαρτυρεί ότι ο Χριστός ανεστήθη υπό του Πατρός, αλλά αλλού η ίδια η Γραφή μαρτυρεί ότι ο Υιός ανέστη ιδία δυνάμει: “Λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν... εκείνος δε έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού”. (Ιωάν. β' 19).
10ον) “Αποκλείεται η προαιώνιος προΰπαρξις του Χριστού και από τους σαφείς λόγους του Παύλου: “Ου γαρ εις χειροποίητα εισήλθεν άγια ο Χριστός... αλλ’ εις αυτόν τον ουρανόν νυν εμφανισθήναι τω προσώπω του Θεού υπέρ ημών” (Εβρ. θ', 24) εφόσον ο Παύλος γράφει και αυτοί ερμηνεύουν “δια να εμφανισθή τώρα εις το πρόσωπον του Θεού”, πως θα δυνηθούν να εμμείνουν εις την πλάνην των ότι ο Χριστός προϋπήρχεν ανάρχως και ότι ήτο προαιώνιος Υιός Θεός”. (σελ. 45).
Ουδεμίαν δυσκολίαν παρουσιάζει το χωρίο αυτό δι ημάς, διότι δεχόμεθα ότι ο Χριστός και ως άνθρωπος εμφανίσθηκε για πρώτη φορά προ του πατρός του, μετά την Ανάστασιν του. Ότι δε και προ της Αναστάσεώς του ήτο εις τους ουρανούς και αυτό μαρτυρείται από την Γραφήν: Και ουδείς αναβέβηκε εις τον ουρανόν ειμή ο εκ του ουρανού καταβάς, ο Υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ” (Ιωάν. γ'13).
11ον) “Αποκλείεται η προαιώνιος προΰπαρξις του Χριστού εκ των γραφομένων του αποστόλου Πέτρου γράφοντος... “και ασπίλου Χριστού προεγνωσμένου μεν προ καταβολής κόσμου φανερωθέντος δε επ’ εσχάτων των χρόνων. (Α' Πέτρου α' 18-20).
Είναι υποχρεωτικόν δια πάντα καλής πίστεως, όταν αναγνώση το “Χριστού προεγνωσμένου προ καταβολής κόσμου” να ομολογήση, ότι δεν δύναται ο Χριστός ούτε να προϋπάρχη ανάρχως μαζί με τον πατέρα ούτε να είναι προαιώνιος Υιός Θεός, διότι η λέξις “προεγνωσμένου' αποκλείει απολύτως και υποχρεωτικώς την έννοιαν της προαιώνιου προϋπάρξεως του Χριστού.
Εάν κανείς εν τη πεισμοσύνη του θελήση να περιφρονήση την σημασίαν της λέξεως “προεγνωσμένου” και επιμένη εις την προαιώνιον προΰπαρξιν, τότε ας μη λησμονήση, ότι θα είναι υποχρεωμένος, όταν αναγνώση τους λόγους της Γραφής “ότι ους προέγνω και προώρισε συμμόρφους της εικόνος του υιού αυτού” (Ρωμ. η. 28), θα είναι υποχρεωμένος, λέγομεν, να παραδεχθή ότι και αυτοί ως προεγνωσμένοι υπό του Θεού είναι προαιώνιοι αδελφοί του Χριστού και ότι προϋπήρχον προαιωνίως εφόσον και αυτοί ήσαν προεγνωσμένοι”. (σελ. 46).
Όλη η επιχειρηματολογία του σ. πέφτει εάν υπογραμμίσουμε ότι εμείς την προΰπαρξη του Χριστού δεν την βασίζουμε στην πρόγνωση. Δηλώνουμε δε ότι παραδεχόμεθα τον Χριστόν προεγνωσμένον κατά το ανθρώπινον. Που λοιπόν η αντίφασις;
12ον)”Χριστός... θανατωθείς μεν σαρκίζωοποιηθείς δε πνεύματι (Α' Πετρ. γ’ 18). “Και μόνον εις αυτούς τους λόγους του Πέτρου εάν κανείς προσέξη θα βεβαιωθή απολύτως ότι ούτε προϋπήρχεν ο Χριστός ούτε ήτο προαιώνιος Υιός Θεός, διότι είναι φανερόν τοις πάσι και πέραν πάσης αμφισβητήσεως ότι ο Θεός δεν ζωοποιείται αλλά ζωοποιεί”, (σελ. 46-47).
Λησμονεί ο σ. ότι ο Χριστός καθ' όλην του την ζωήν και εζωοποίησεν και νεκρούς ανέστησε και ωνόμασε τον εαυτόν του ζωήν και Ανάσταση, και τέλος ανέστησε εαυτόν (Ιωάν. β' 19).
Ευτυχώς ότι δεν δύνανται οι αντιλέγοντες να επικαλεσθούν το προσφιλές αυτοίς “κατά το ανθρώπινο” διότι εζωοποιήθη υπό του Πατρός του μετά τον θάνατόν του, αφού εθανατώθη κατά το σώμα, οπότε είχε παύσει να είναι άνθρωπος”, (σελ. 47).
Αλλά που το λέγει αυτό η Γραφή ότι μετά την ανάστασιν ο Χριστός είχε παύσει να είναι άνθρωπος; Ουδαμού της Γραφής δύναται να στηριχθή ο σ., διότι η Γραφή πολλαχού μαρτυρεί ότι ο Χριστός δεν έπαυσε να είναι άνθρωπος και μετά θάνατον και μετά την Ανάστασή του. “Εις γαρ Θεός εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Ιησούς Χριστός) Α' Τιμ. β' 5). Αναίρεσις των 5 προλεχθέντων και των υπολειπομένων χωρίων (σελ. 47). Εδώ ο σ. ομολογεί χωρίς να το θέλη ότι αναιρεί όχι τις υπό των ορθοδόξων διδόμενες ερμηνείες αλλά τα ίδια τα χωρία της Αγ. Γραφής, διότι τιτλοφορεί το κεφάλαιον αυτό: αναίρεσις των 5 προλεχθέντων και των υπολειπομένων χωρίων…
Θ) Ιωάν. στ' 62 “Εάν ουν θεωρείτε τον υιόν του ανθρώπου αναβαίνοντα όπου ην το πρότερον”. “Είναι γνωστόν, ότι ο Χριστός μόνο μία φορά ανέβη εις τον ουρανό και αυτή ήτο μετά την Ανάστασίν του, οπότε είπεν εις την Μαγδαληνήν “Μη μου άπτου, ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου. “Εφόσον λοιπόν δεν είχε αναβή ακόμη είμεθα υποχρεωμένοι να παραδεχθώμεν, ότι δεν ήτο ποτέ εις τον ουρανό ως δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος δηλ. ως Θεός, διότι εάν ήτο Θεός κατ’ ανάγκην ταυτοχρόνως θα ήτο και εις τον ουρανόν, εφόσον ως Θεός θα ήτο πανταχού παρών.” (σελ. 47).
Ο σ. εδώ θεωρεί ως ήδη γνωστόν ότι ο Χριστός ανέβη μίαν μόνον φοράν εις το ουρανόν, μετά την Ανάστασιν, αλλά δεν μας λέγει από που είναι αυτό γνωστόν. Ο Χριστός λέγει στην Μαρία ότι δεν ανέβηκε μετά την Ανάσταση ως άνθρωπος προς τον Πατέρα. Ο άλλος συλλογισμός του σ. είναι πέρα για περα σωστός. Πράγματι δηλαδή αν ο Χριστός ήτο το δεύτερο πρόσωπο της Αγ. Τριάδος θα έπρεπε να ήτο ως Θεός και εις τον ουρανόν. Δι αυτό ακριβώς ο Κύριος ενώ εκήρυττε στη γη λέγει” ο Υιός του ανθρώπου ο ων εν τω ουρανώ.” (Ιωάν. γ' 13 πρβλ. α' 18).
Δια να λέγη λοιπόν προς την Μαγδαληνήν” ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα” σημαίνει ότι δεν ήτο πλησίον του Πατρός και συνεπώς την φράσιν “όπου ην το πρότερον κατ'ανάγκην πρέπει να την ερμηνεύσωμεν κατά τρόπον μη προσκρούοντα εις τους ως άνω σαφείς λόγους του Χριστού”, (σελ. 47) 
Ο σ. λέγει δεν ήτο ο Χριστός ποτέ πλησίον του Πατρός, ενω η Γραφή λέγει όχι απλώς ότι ήτο πλησίον αλλά και ότι ήτο” εν τω πατρί” (Ιωάν. ιδ' 20).
Η φράση λοιπόν “όπου ην το πρότερον δεν σημαίνει ότι ο Ιησούς ήτο εις τους ουρανούς προηγουμένως ως πρόσωπον..., αλλά σημαίνει ότι προτού να έλθη ο Χριστός εις τον κόσμον υπήρχεν εν τω Σχεδίω του Θεού, εν τη βουλή του Θεού πολύ πρότερον, δηλαδή ευθύς εξ αρχής προ καταβολής κόσμου όταν τον είχε προγνωρίσει και τον προώρισε να γίνη Μεσαίας”, (σελ. 48).
Ώστε ο Χριστός προϋπήρχε εν τω σχεδίω του Θεού, είχε δηλαδή ιδεατή ύπαρξη. Αλλά δεν μας λέει ο σ.: μετά την επίγεια ζωή του που θα πήγαινε; Πάλιν στο Σχέδιο του Θεού; Διότι η γραφή λέγει “αναβαίνοντα όπου ην το πρότερον”. Καταλαβαίνει κανείς το άτοπο της ερμηνείας που δίδει ο σ. μιμούμενος δυτικούς προτεστάντας όπως είναι ο BEYSCHLAG, που διατύπωσε παρόμοιες ερμηνείες και ιδέες. Εις το χωρίον αυτό ο Πέτρος (Α' Πέτρ. α' 18-20), σαφέστατα διδάσκει ότι ήτο προεγνωσμένος, εφόσον δε ήτο προεγνωσμένος είναι φανερόν και βέβαιον ότι δεν προϋπήρχε. Εις αυτά απαντώμεν όπως και ανωτέρω ότι προεγνωσμένος ήτο ο Χριστός ως άνθρωπος δηλαδή ως Υιός του ανθρώπου.
 “Προωρίσθη Υιός Θεού ως βεβαιοί και ο απόστολος Παύλος γράφων προς Ρωμαίους α' 4 “του ορισθέντος υιού Θεού εν δυνάμει” ήτοι διωρίσθη υπό του Θεού Υιός Θεού. Ότι δε ο προεγνωσμένος δεν δύναται να προϋπάρχη, καθώς και ότι ο διοριζόμενος είναι κατώτερος του διορίζοντος δεν υπάρχει ουδέ εις όστις να αμφιβάλη”.
Απαντώμεν: πρώτον μεν ορισθέντος δεν σημαίνει διορισθέντος, αλλά αποδειχθέντος. Δηλαδή ο Χριστός όχι διωρίσθη Υιός Θεού αλλά απεδείχθη Υιός Θεού εν δυνάμει, δυναμικά. Ας δούμε όχι αν ο ένας είναι κατώτερος του άλλου, αλλά αν είναι ο Υιός ομοούσιος τω Πατρί. Και τούτο διότι αν στο επίπεδο των ανθρώπων μερικές ενέργειες δείχνουν κάποιον ανώτερον του άλλου αυτό δεν ισχύει και στο επίπεδο της θεότητος. Άλλωστε στο ανθρώπινο επίπεδο και ο διορίζων και ο διοριζόμενος είναι πρόσωπα ανθρώπων.
I) Ιωάν. η' 58. Πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί.... Προ των λόγων τούτων βλέπομεν να λέγη ο Χριστός “Αβραάμ ο πατήρ υμών ηγαλλιάσατο ινα ίδη την ημέραν την εμήν και είδε και εχάρη”...
“Εάν λοιπόν τους λόγους” πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί” τους ερμηνεύσωμεν κατά γράμμα, θα πάθωμεν ό,τι έπαθαν και οι Ιουδαίοι παρερμηνεύσαντες τους λόγους του Χριστού”, (σελ. 49).
Ο σ. θεωρεί ότι στο Ιωάν. η' 58 οι Ιουδαίοι παρερμήνευσαν τα λόγια του Χριστού. Πόθεν εξάγει ο σ. αυτό το συμπέρασμα; Ο Ιησούς δεν διεμαρτυρήθη ότι τον παρεξήγησαν ούτε τους διώρθωσε. Αντιθέτως μάλιστα είπε σαφέστατα το Ιωάν. η’ 58 Πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί.
Στη συνέχεια ο σ. για να τακτοποιήση τα πράγματα τα οποία του ξεφεύγουν λέγει ότι εδώ ο Ιησούς εννοεί όχι τον Χριστόν αλλά την επαγγελίαν του σπέρματος της γυναικός. Αυτή η επαγγελία, λέει, προϋπήρχε πολύ προ του Αβραάμ. Αλλ' εάν ο Χριστός ήθελε να πη κάτι για την επαγγελίαν του Μεσσίου θα το έλεγε, όπως λέγει και προς Γαλάτας ο Παύλος (Γαλ. γ' 16)” Τω Αβραάμ ερρέθησαν αι επαγγελίαι και τω σπέρματι αυτού ος εστί Χριστός”, χωρίον άλλωστε που γνωρίζει ο σ. και το χρησιμοποιεί. Επίσης ο Αβραάμ κατά τον συγγραφέα είδε μόνον την επαγγελίαν του Μεσσίου και όχι τον ίδιο του Μεσσία, ενώ ο Χριστός λέγει ότι ο Αβραάμ είδε την ίδια την ημέρα του Κυρίου. Εξ άλλου ο Χριστός ανεξάρτητα από το αν ο Αβραάμ επίστευσε ή όχι στην επαγγελία του Μεσσία, λέγει ότι ο ίδιος υπήρχε προτού να γίνη ο Αβραάμ. Άρα είναι σαφώς προγενέστερός του. Ο Χριστός δηλαδή υπεγράμμισε ότι πριν Αβραάμ γενέσθαι ”εγώ ειμί” και όχι η επαγγελία μου. Θα εκόμιζε γλαύκας εις Ιερουσαλήμ εάν τους έλεγε ότι η επαγγελία του Μεσσία υπήρχε προ του Αβραάμ. Αυτό ήταν γνωστόν ήδη εις τους Ιουδαίους.
ΙΑ) Ιωάν. ι' 30 “Εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν” “ο Χριστός δεν θέλει να εννοήση ότι είναι συνάναρχος και συναΐδιος Θεός, αλλά θέλει να εκφράση την ενότητα την οποίαν έχει αυτός με τον πατέρα εις τας ιδέας και τα αισθήματα” (σελ. 50). Αλλά ακριβώς δεν λέγει αυτό ο Χριστός. Δεν λέγει είμεθα εν εις τας ιδέας και εις τα αισθήματα, αλλά “εγώ και ο Πατήρ εν είμεθα”. Είναι δηλαδή η ενότης ουσίας και φύσεως. Το δε χωρίον Ιωάν. ιζ' 11-23, που προσκομίζει ο σ. για να δείξη ότι ο Πατήρ είναι εν με τον υιόν όπως και οι μαθητές είναι εν μεταξύ των δεν δείχνει την ηθική μόνον ενότητα αλλά την ενότητα φύσεως και ουσίας.
Πρέπει επίσης να προσέξωμεν ότι δεν λέγει ο Κύριος: “ίνα ώσιν εν μεθ' ημών ή “αυτοί και ημείς ίνα ώμεν εν, αλλά λέγει “ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εννοών ίνα εν τη φύσει των ώσιν εν καθώς ημείς εσμέν εν εν τη ιδική μας φύσει. Όσον για το “ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν, εμείς μολονότι δυνάμεθα να είμεθα εν αυτοίς δεν δυνάμεθα να είμεθα εν μετ' αυτών.
IB) Ιωάν. ιζ' 5 “Και νυν δόξασόν με συ. πάτερ, παρά σεαυτώ τη δόξη η είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοι”.
Απορεί πας τις πως το χωρίον τούτο προσκομίζουσι προς υποστήριξιν της πεπλανημένης θεωρίας των, ενώ είναι καταφανές, ότι αυτό το χωρίον καταδικάζει ολοτελώς την θεωρίαν των, διότι, 1ον) Εάν το χωρίον τούτο υπεστήριζε την θεωρίαν των, δεν έπρεπε να γράψη “τη δόξη η είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοί” αλλ’ έπρεπε να είπη “τη δόξη η είχον προ 33 ετών ή τη δόξη η είχον προ του να έλθω εις τον κόσμον, εφόσον την δόξαν μόνον επί 33 έτη την είχε χάσει δηλ. αφότου κατήλθε εις τον κόσμον. 
Η δική μας απάντησις είναι. Βεβαίως την δόξαν την είχε προ 33 ετών, αλλά την είχε κατά μείζονα λόγον προ του τον κόσμον είναι, δηλαδή προαιωνίως. Και αυτό το προαιωνίως είναι που δεν θέλει ο σ. να παραδεχθή. Δι αυτό βασανίζεται και επινοεί το προ 33 ετών, ενώ ο Χριστός θέλει να δηλώση το προαιωνίως.
Δια των λόγων τούτων ζητεί να τω δώση ο Πατήρ του την δόξαν, την οποίαν είχεν εν τη διανοία του, εν τη βουλή του ο Θεός, εν τω Σχεδίω του δι’ αυτόν και την οποίαν είχε προετοιμάσει προ καταβολής κόσμου δια τον Χριστόν επί τη βάσει της προγνώσεως του” (σελ. 51-52).
Αλλά λησμονεί ο σ. ότι το τυχόν σχέδιον του Θεού δεν είναι παρά τω Θεώ αλλά εν τω Θεώ; Εδώ όμως ο Χριστός χρησιμοποιεί το “παρά σοι”, που δηλώνει την κοινωνίαν προσώπων, δηλαδή ενός εγώ και ενός δευτέρου εγώ.
Όσα δε ο σ. γράφει περί προεγνωσμένου Ιησού τα ερμηνεύσαμε ανωτέρω (σελίς 26), δηλαδή είπαμε ότι ο θεάνθρωπος προεγνώσθη μόνον ως άνθρωπος. Διότι εφόσον υποστηρίζουν ότι ο Υιός ήτο και Θεός ηδύνατο κάλλιστα να δοξάση αυτός εαυτόν ως Θεός και δεν είχε ανάγκην ποσώς να παρακαλέση τον Πατέρα του να τον δοξάση.
Λησμονεί όμως ο σ. ότι σύμφωνα με την Αγ. Γραφήν δεν δοξάζει μόνον ο Πατήρ τον υιόν αλλά και αντιστρόφως ο Υιός τον Πατέρα. Αναφέρομεν τα χωρία Ιωάν. ιγ' 31 “και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ” και το Ιωάν. ιδ' 13 “Ινα δοξασθή ο Πατήρ εν τω υιώ”. Και αλλαχού.
“Ο τέλειος Θεός ώφειλε να έχη πάντοτε δόξαν. Εάν ισχυρισθούν ότι κατελθών εις τον κόσμον έχασε την δόξαν που είχε, τότε κατ'ανάγκην πρέπει να παραδε­χθούν ότι δεν ήτο τέλειος Θεός”·
Αντιστρέφομεν το επιχείρημα και λέμε σύμ­φωνα με την λογικήν του σ. Εφόσον ο Πατήρ εδοξάσθη από τον Χριστόν αλλά και από ανθρώπους και αγγέλους εις την γραφήν, άρα δεν είχε δόξαν πριν, ούτε είχε δοξασθή. Αρα δεν είναι Θεός ο Πατήρ. Ωραίος τω όντι ο συλλογισμός του σ. Ο Χριστός λέγει για τον Πατέρα του” Εγώ σε εδόξασα επί της γης” (Ιωάν. ιζ' 4).
ΙΓ) Α' Κορ. Γ 4. “έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας η δε πέτρα ην ο Χριστός. Εις το χωρίον αυτό μολονότι ο Παύλος διασαφηνίζει ότι η πέτρα ήτο ο Χριστός”.
Εν τούτοις ο σ. επιμένει ότι η πέτρα ήτο η επαγγελία του σπέρματος. Ας δούμε όμως πως ερμηνεύει ο σ. Είναι γνωστόν και εκτός πάσης συζητήσεως ότι ήτο (το πνευματικόν πόμα και βρώμα) η επαγγελία του Θεού ότι το σπέρμα της γυναικός θα συντρίψη την κεφαλήν του όφεως. Είναι λέει γνωστόν και εκτός πάσης συζητήσεως. Αυτό που ο σ. θεωρεί γνωστό οφείλει να το αποδείξει. Που το λέει η Γραφή; Έπειτα, η Γραφή λέγει ότι η “πέτρα ην ο Χριστός”, ο ίδιος και όχι η επαγγελία του.
ΙΔ) Β. Κορ. η' 9 “Δι ημάς επτώχευσε πλούσιος ων, ίνα υμείς τη εκείνου πτωχεία πλουτίσητε.”
ΙΕ) Φιλιπ. β' 6”.... ος εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ αλλ' εαυτόν εκένωσεν”. “Αμφότερα τα χωρία καίτοι προσκομίζονται κεχωρισμένως, εν τούτοις είναι ταυτόσημα και προσκομίζονται δια να υποστη­ρίξουν, ότι ενώ ήτο πλούσιος ως έχων την θεότητα, επτώχευσε δια να πλουτίσωμεν ημείς καθώς επίσης ενώ είχε την μορφήν Θεού εκένωσεν εαυτόν δηλ. άδειασε τον εαυτόν του. Ήτοι με άλλους λόγους εις τα δύο ταύτα χωρία δίδουν την ερμηνείαν, ότι ενώ ο Χριστός ήτο Θεός έγινε πτωχός και όδειασε τον εαυτόν του και έγινε άνθρωπος, δια να πλουτίσωμεν ημείς”, (σελ. 53-54).
Το εδάφιον αυτό (Φιλιπ. β' 6) δεν λέγει ότι ο Χριστός έπαυσε να είναι Θεός αλλ' ότι άφησε το μεγαλείο και την δόξαν του την εξωτερική έτσι ώστε όταν τον έβλεπε κανείς να μη καταλαβαίνει ότι είναι Θεός. Εκένωσε λοιπόν εαυτόν όχι από την θείαν φύση, αλλά από το μεγαλείο της και την ακτινοβολία της δόξης του και προσέλαβε την ανθρώπινη φύση για να την θεώση. Δεν έπαυσε λοιπόν να είναι Θεός.
Επίσης η φράσις “εν μορφή Θεού υπάρχων” μαρτυρεί ότι δεν ήτο Θεός, διότι εάν ήτο Θεός έπρεπε να είπη Θεός υπάρχων, (σελ. 54).
“Ας λάβουν υπ' όψιν ότι όταν λέγωμεν ότι ο Α έχει μορφήν πίθηκου δεν εννοούμεν ότι είναι πίθηκος αλλ' εννοούμε ότι ομοιάζει με πίθηκο. Επίσης όταν λέγωμεν ότι ο Β έχει μορφήν αγγέλου δεν εννοούμεν ότι ο Β είναι άγγελος αλλ ότι ομοιάζει με άγγελον”, (σελ. 55).
Λησμονεί όμως ο σ. ότι κατωτέρω ο Παύλος μας δίνει την ερμηνεία του χωρίου το οποίον ο σ. εκολόβωσε για να βγάλη το νόημα που αυτός θέλει. Διότι ο Παύλος μας δίδει το κλειδί της φράσεως” εν μορφή Θεού υπάρχων”. Όπως δηλαδή κατωτέρω η φράσις “μορφήν δούλου λαβών σημαίνει γενόμενος άνθρωπος και όχι ότι πήρε απλώς την μορφήν ανθρώπου, όπως θέλει ο συγγραφεύς, έτσι και στο “εν μορφή Θεού υπάρχων σημαίνει “μολονότι ήταν Θεός”, και όχι απλώς ότι είχε μορφήν μόνο Θεού.
“Αντί τούτου ο Παύλος λέγει “εν μορφή Θεού υπάρχων, δια να δηλώση ότι δεν ήτο εξ αρχής Θεός, αλλ' είχε την μορφήν του Θεού, την οποίαν έλαβε όταν εβαπτίσθη εις τον Ιορδάνην. Εδώ πλέον έχομεν σκέτον μύθον από μέρους του σ. Που της Γραφής λέγει ότι ο Χριστός έλαβε μορφήν Θεού κατά το βάπτισμά του στον Ιορδάνην ποταμόν; Τελικά ο σ. μετά από στριφογυρίσματα και προ­σπάθειες δεν πετυχαίνει να δώση έστω και μία αιρετική ερμηνεία στα δύο αυτά εδάφια “πλούσιος ων επτώχευσε” και “ος εν μορφή Θεού υπάρχων.” Τα αφήνει δηλαδή ολωσδιόλου ανερμήνευτα και προχωρεί παρακάτω. Άλλωστε το “εν μορφή Θεού υπάρχων“ προηγείται του “μορφήν δούλου λαβών, άρα δεν ήταν δυνατόν να συνέβη το πρώτον κατά την βάπτισιν του Ιησού εις τον Ιορδάνην, αλλά προ της υπό της Παρθένου γεννήσεώς του.
ΙΣΤ) Εβρ. α' 2... “εν υιώ ον έθηκε κληρονόμον πάντων δι ου και τους αιώνας εποίησεν, ος ων απαύγασμα της δόξης.” “Είναι εκτός πάσης συζητήσεως ότι ο τιθέμενος υπό τίνος κληρονόμος είναι πάντοτε κατώτερος εκείνου όστις τον θέτει κληρονόμον και φυσικά κληρονομεί ούτος από τον κληροδοτούντο, ό,τι δεν είχε και γίνεται κάτοχος της κληρονομιάς, την οποίαν είχε την καλωσύνην ο διαθέτης να θέση υπερ αυτού”, (σελ. 56). Ας δούμε όχι αν ο ένας είναι κατώτερος του άλλου, αλλά αν ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα. Διότι εις τας κοινωνίας των ανθρώπων όπου ο κληρονόμος κληρονομεί, αυτός είναι ομοούσιος τω κληροδοτούντι. Αφού θέλει ο σ. να υπογραμμίσει τον ανώτερο και τον κατώτερον θα πρέπη πρώτα να μας πη αν είναι κληρονόμος και διαθέτης ομοούσιοι καθό και οι δύο άνθρωποι.
“Ος ων απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού”. Και το χωρίο τούτο μαρτυρεί ότι δεν ήτο ο Υιός συναΐδιος και ισότιμος Θεός ίσος προς τον Πατέρα, διότι εάν ήτο Θεός. έπρεπε να είπη ο Παύλος “ος ων Θεός” και όχι απαύγασμα της δόξης του Θεού. Οι λόγοι του σ. είναι υποκριτικοί και ψευδείς διότι εάν έλεγε ο Παύλος “Θεός” τότε ο σ, θα έλεγε: “εγώ είπα θεοί εστέ και υιοί υψίστου πάντες”. δηλαδή ότι Θεοί ονομάζονται και άλλοι. Τώρα που λέγει ότι ο Χριστός είναι “φως εκ φωτός”, διότι αυτό σημαίνει” απαύγασμα της δόξης” δυσανασχετεί. Και βέβαια η δόξα του υιού είναι εκ του Πατρός, διότι ο Υιός δεν έχει δόξαν αλλοτρίαν της του Θεού, ούτε δόξαν ομοίαν της του Θεού αλλά την ίδια την δόξαν του Θεού. Δεν είναι άλλο φως, αλλά ακτίς του ιδίου φωτός.
ΙΖ) Ιωάν. κ' 28) Απεκρίθη ο Θωμάς και είπεν αυτώ ο Κύριός μου και ο Θεός μου. “Τους λόγους αυτούς τους λέγει ο Θωμάς εις τον Χριστόν μετά την ανάστασίν του, οπότε είχεν υπερυψωθή και είχε γίνει Θεός.... Άλλωστε... πάντες οι αληθινοί πιστοί γίνονται Θεοί μετά την εκ νεκρών ανάστασίν των, όπως ακριβώς καθορίζει ο Θεός ειπών: “εγώ είπα Θεοί εστέ” και εβεβαίωσε και ο Χριστός”. Ερωτώμεν τον σ. αφού ο Χριστός έγινε Θεός μετά την Ανάστασίν του, πως έλεγε εις τους Ιουδαίους ότι είναι Θεός ενώ ακόμα ζούσε; (Ιωάν. Γ 34). Και ιδιαίτερα το Ιωάν. ε' 18, όπου λέγει ο ίδιος ο ευαγγελιστής και όχι οι Ιουδαίοι: “δια τούτο ουν μάλλον εζήτουν αυτόν οι Ιουδαίοι αποκτείναι, ότι ου μόνον έλυε το Σάββατο, αλλά και Πατέρα ίδιον έλεγε τον Θεόν, ίσον εαυτόν ποιών τω θεώ.“ Αυτά τα λόγια δεν τα λένε οι Ιουδαίοι οπότε θα μπορούσε ο σ. να ισχυρισθή ότι τον ηαρεξήγησαν τον Ιησούν αλλά τα λέει κατ' ευθείαν ο ευαγγελιστής Ιωάννης.
ΙΗ) Ρωμ. Θ' 5 .... ων οι πατέρες και εξ ων Χριστός το κατά σάρκα ο ων επί πάντων Θεός ευλογητός εις τους αιώνας. “Το χωρίον τούτο όχι μόνον δεν συνηγορεί υπέρ των απόψεών των αλλά τους καταδικάζει διότι ευλογητός εις τους αιώνας δεν είναι ο Χριστός, αλλά μόνον ο Θεός Πατήρ δια τους κάτωθι λόγους. 
1ον Η Λέξις “ων” δύναται να είναι μετοχή, αλλά δύναται να είναι και αναφορική αντωνυμία “ων”, όπως ακριβώς την γράφει ο κριτικός SCHLICHTING. Διότι όπως είναι γνωστόν τα χειρόγραφα και οι κώδικες είναι γραμμένοι με κεφαλαία γράμματα και χωρίς τόνους και πνεύματα, ήτοι αι λέξεις αυταί είναι γραμμέναι “Ο ΩΝ” και συνεπώς είναι δυνατόν να μεταγραφούν ή “ο ων” ή “ο ων”. Εάν το γράψωμεν “ο ων” θα το ερμηνεύσωμεν ο οποίος είναι εάν όμως το γράψωμεν “ο ων επί πάντων Θεός”, θα το ερμηνεύσωμεν ο Θεός των οποίων επί όλων είναι ευλογητός εις τους αιώνας”.
0 σ. επικαλείται τον ξένον κριτικόν της καινής διαθήκης, τον οποίον αναφέρει η κριτική έκδοση του NESTLE. Πλην όμως ο κριτικός αυτός δι όσων γράφει εδώ αποδεικνύεται άμοιρος της ελληνικής γλώσσας και του αρχαίου συντακτικού. Διότι ναι μεν οι κώδικες και τα χειρόγρα­φα ήσαν γραμμένα με κεφαλαία και θα επέτρεπαν την διπλή ανάγνωση αλλά συντακτικώς κωλύεται η δεύτερη ερμηνεία.
Στην αρχαία γλώσσα συγκεκριμμένα η εισαγωγή στην δευτερεύουσα αναφορική πρόταση γίνεται με την αναφορική αντωνυμία, η οποία είναι η πρώτη λέξη κατ' ανάγκην. Δηλαδή δεν μπορούμε να πούμε “οι των οποίων πατέρες”, αλλά” των οποίων οι πατέρες”, ούτε μπορούμε να πούμε” ο των οποίων ο Θεός” αλλά “των οποίων ο Θεός”. Γι αυτό και ανωτέρω γράφει η γραφή “ων οι πατέρες” και δεν λέγει “οι ων πατέρες”. Λόγοι λοιπόν συντακτικού μας εμποδίζουν να πούμε “ο των οποίων Θεός” και πρέπει να πούμε” των οποίων ο Θεός”. Αρα εδώ εις την συγκεκριμμένην περίπτωση μας πρέπει να γράφουμε: “ο ων επί πάντων Θεός ευλογητός”. Δηλαδή εδώ έχομεν μετοχήν και όχι αναφορικήν αντωνυμίαν. Δεν έχουμε περιθώρια εκλογής. Αυτό αποδεικνύεται και δια του χωρίου του Παύλου (Ρωμ. θ' 5), ο οποίος λέγει: “ων οι πατέρες” και όχι “οι ων πατέρες”. Είμεθα υποχρεωμένοι να θεωρήσουμε το ων ως μετοχήν οπότε καταπίπτουν και τα επόμενα συμπεράσματα του σ.: αφού ο ευλογών είναι ανώτερος του ευλογημένου άρα και ο προφήτης Ζαχαρίας ο πατήρ του Ιωάννου του Προδρόμου είναι ανώτερος του Θεού, αφού ηυλόγει αυτόν, διότι η γραφή λέγει “και ελάλει ευλογών τον Θεόν (Λουκ. α 64). Αλλά και οι μαθητές ήσαν ανώτεροι του Θεού πατρός αφού “ησαν δια παντός εν τω ιερώ ευλογούντες τον Θεόν. (Λουκ. δ' 53).
Επίσης ο Ιάκωβος μας διδάσκει ότι είμεθα ανώτεροι του Θεού πατρός αφού τον ευλογούμεν ”εν αυτή ευλογούμεν τον κύριον πατέρα” (Ιακ. γ' 9). Εδώ σημειώνομεν, ότι κατά την θεωρίαν του Λαναρά όχι η λέξις “Θεός” ή “Κύριος” εκφράζει την ουσίαν της θεότητος, αλλ' η λέξις “Ευλογητός”, η οποία, κατ' αυτόν αποδίδεται μόνον εις τον Πατέρα Θεόν. Γι' αυτό κόπτεται και αρνείται να αποδώση την λέξιν “Ευλογητός” και εις τον Υιόν, μολονότι ο Παύλος (Ρωμ. θ', 5) ονομάζει τον Χριστόν Ευλογητόν.
Β) ΠΟΙΑ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΛΑΝΑΡΑ
1ον) Απόδειξις εκ της Π.Δ. 
1ον) Γεν. γ' 15. Το χωρίον αυτό λέγει ότι το σπέρμα της γυναικός θα συντρίψη την κεφαλήν του όφεως. Άρα άνθρωπος θα σώση τους ανθρώπους”. Αυτό συμπεραίνει ο σ. Και η ορθόδοξος εκκλησία μας δέχεται ότι ο Χριστός ήτο άνθρωπος και μάλιστα τέλειος άνθρωπος, όπως και τέλειος Θεός δηλ. θεάνθρω­πος.
“2ον) Δευτ. ιη' 15. Εδώ ο Μωϋσής ονομάζει τον Χριστόν προφήτην ως αυτόν που θα εκτελή το θέλημα του Θεού”. Ο σ. συμπεραίνει για τον Χριστόν ότι θα είναι όπως ο Μωϋσής ένας προφήτης και τίποτε παραπάνω.
Ευτυχώς όμως η γραφή μας δίνει την σχέση Χριστού και Μωϋσέως και λέγει ότι είναι σχέση δημιουργού και κτίσματος. Ο Χριστός “πλείονος γαρ ούτος δόξης παρά Μωϋσήν ηξίωται καθόσον πλείονα τιμήν έχει του οίκου ο κατασκευάσας αυτόν. Πας γαρ οίκος κατασκευάζεται υπό τίνος, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός”. Ιδού λοιπόν ποια είναι κατά την Γραφή η σχέσις του Μωϋσέως προς τον Χριστόν και ιδού επίσης η μαρτυρία περί του Χριστού ότι είναι Θεός (Εβρ. γ' 3-4).
3ον) Ψαλμ. α', 7. Ο Ψαλμός αυτός πραγματοποιείται στην Ανάσταση. Το νόημά του είναι. Εσύ είσαι ήδη γυιός μου. Εγώ σήμερα σε ανέστησα. Πουθενά δηλαδή δεν αναφέρεται χρονική γέννηση του Χριστού. Δεν λέγει Υιός μου έγινες, αλλά Υιός μου είσαι. Αυτήν την προαιώνιον γέννησιν του υιού μαρτυρούν και τα, “Εκ γαστρός προ εωσφόρου εγέννησά σε”, αλλά και το “Προ πάντων δε βουνών γεννά με” Ψαλμ. 109' 3, Ο' Παρ. η' 26). Την ερμηνείαν ότι πρόκειται για την Ανάστασιν του Χριστού μας την δίνει ο Παύλος κατά μαρτυρίαν του Λουκά, εν Πράξ. ιγ' 32-33 (ιδέ σελίδα μας 19).
4ον) Ψαλμ. α' 7, 5ον) Ψαλμ, ιε' 1, 6ον) Ψαλμ. 21ος 1, 7ον) Ψαλμ, 39' 18, 8ον) 41' 6, 9ον) Ψαλμ. 67', 18 10ον) Ψαλμός 68ος 1, 11ον) Ψαλμ. 69' 6, 12ον) Ψαλμ. 87ος 2 13ον) 88' 27.
Ανωτέρω ο Χριστός ονομάζει τον πατέρα του Θεόν και αντιλήπτορα της σωτη­ρίας του. Και πρώτον ως προς την ονομασίαν του Θεού Πατέρα ως Θεού του, την δεχόμαστε διότι ως άνθρωπος ο Χριστός δεχόμεθα ότι είχε Θεόν τον πατέρα, όπως είχε ως Θεόν ο άνθρωπος Ιησούς και τον Λόγον. Πλην στην Γραφή συμβαίνει και το αντίστροφον δηλαδή ο Θεός πατήρ να αποκαλή τον υιόν Θεόν και κύριον, όπως π.χ. στην προς Εβραίους επιστολήν: “Ο θρόνος ο Θεός εις τον αιώνα” και “καταρχάς συ, Κύριε, την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί” (Εβρ. α' 8 και 10). Όσο για την σωτηρία του εκ του θανάτου βεβαίως την οφείλει και εις τον Πατέρα του, αλλ όμως αλλαχού μαρτυρείται ότι την οφείλει και εις την θείαν του φύσιν η οποία τον ανέστησε εκ νεκρών (Ιωάν. β ' 19 και Ιωάν. 10' 18).
14ον) Ψαλμ. 21' 11 “.... εκ κοιλίας μητρός μου Θεός μου ει συ”. “Εδώ όχι μόνον δεν είναι Θεός ο Χριστός αλλά τουναντίον έχει τον πατέρα Θεόν του λέγει “Θεός μου ει συ”. Είπαμε ήδη και επαναλαμβάνομεν ότι και ο Πατήρ αποκαλεί τον υιόν Θεόν και Κύριον Εβρ. α' 8, 10. Εις το προκείμενο χωρίον είναι καταφανές ότι ο κύριος ομιλεί ως άνθρωπος αφού ήτο εν τη κοιλία της μητρός αυτού. Ως άνθρωπον, άλλωστε τον δέχεται και ο σ. συγκεντρώνει όλα τα εδάφια που μιλούν για την ανθρωπότητα του Κυρίου, τα οποία παραδεχόμαστε και εμείς και θριαμβολογεί λέγοντας: Να ότι ο Χριστός είναι άνθρωπος. Αποσιωπά ή υπερπη­δά όσα ομιλούν για την θεότητά του.
15ον) Ησαΐου θ' 6. Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν....και εδόθη ημίν....και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελος. “Αρα ο Χριστός είναι άγγελος της μεγάλης βουλής του Θεού... γίνεται κατάδηλον τοις πάσιν ότι ούτε συναΐδιος ούτε συνάναρχος ήτο αλλ' ούτε και Θεός, διότι οι άγγελοι είναι λειτουργικά ποιήματα του Θεού εις διακονίαν αποστελλόμενα και ούτε ο άγγελος δύναται να είναι ο Θεός ούτε ο Θεός να γίνη άγγελος....” (σελ. 63).
Επειδή λοιπόν ο Πατήρ εμφανίζεται ως άγγελος εις τον Αβραάμ θα συμπεράνουμε άραγε ότι ο Θεός είναι άγγελος; Και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ωνομάσθη άγγελος ως έχων αγγελικό λειτούργημα, ως αγγελειοφόρος, όχι ότι ήτο άγγελος κατά την φύσιν, πως εξ' άλλου αλλαχού το ονομάζει άνθρωπον, εκτός εάν του αναγνωρίζετε δύο φύσεις, αγγελικήν και ανθρωπίνην.
16ον) “Αναπαύσετε επ' αυτόν πνεύμα Θεού εμπλήσσει αυτόν πνεύμα φόβου Θεού” (Ησαΐου ια, 1-3). Το χωρίον αυτό δεν εμφανίζει καμμίαν δυσκολία διότι αναφέρεται στην ανθρώπινη φύσι του Χριστού. 
17ον) Ησαΐου μβ' 17: “Ιδού ο παίς μου αντιλήψομαι αυτού..., έδωκα το πνεύμα μου επ'αυτόν....” (σελ. 63). Και ερωτάται ο σ. αφού εφαρμόσουμε την λογικήν του και την μέθοδό του. Αφού ο Πατήρ έδωσε εις τον υιόν το Πνεύμα του ο ίδιος έμεινε χωρίς πνεύμα. Έτσι δεν είναι; Αυτά παθαίνεις εάν δεν δεχθής ταπεινά ότι το χωρίον αναφέρεται στην ανθρώπινη φύσιν του Κυρίου, ο οποίος είχε επιπλέον και την θείαν φύσιν.
18ον) Ησαΐου μβ' 1-7. Για το Χριστό εδώ “βλέπομεν, ότι είναι μόνο άνθρωπος και του δίνει Κύριος ο Θεός το πνεύμα του. Η γραφή προς λύπην του σ. ονομάζει τον Χριστόν άνθρωπον, όχι μόνον άνθρωπο. Η εκκλησία μας παραδέχεται ότι ο Χριστός ήτο και άνθρωπος τέλειος και Θεός τέλειος, πράγμα που μαρτυρείται ως θα ίδωμεν εις την Γραφήν.
19ον) Ησ. νγ' 1-12. Εδώ ο Χριστός ονομάζεται άνθρωπος. Αυτό το παραδεχόμα­στε οι ορθόδοξοι και μάλιστα τονίζουμε ότι ο Χριστός υπήρξεν όχι μόνον άνθρωπος αλλά τέλειος άνθρωπος παρεκτός αμαρτίας.
20ον) Δαν. ζ' 13. Εδώ διασαφηνίζει ο προφήτης ότι πρόκειται για την ανθρωπίνην φύσι του Χριστού, αφού λέγει “ως Υιός ανθρώπου”.
Ποία η αληθής διδασκαλία της Αγίας Γραφής κατά τον Λαναρά
2ον) Απόδειξις εκ της Καινής Διαθήκης. 
1ον) Ματθ. α' 1. “Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού υιού Δαβίδ υιού Αβραάμ”. Τον Ιησού Χριστόν τον χαρακτηρίζει υιόν του Δαβίδ και του Αβραάμ και δεν τον ονομάζει Θεόν ή θεάνθρωπον.
Ευτυχώς την απάντηση για την σχέση Δαβίδ και Χριστού μας την δίδει ο ίδιος ο Κύριος. “Συνηγμένων δε των Φαρισαίων επηρώτησεν αυτούς ο Ιησούς λέγων. Τι υμίν δοκεί περί του Χριστού; τίνος Υιός εστιν; λέγουσιν αυτώ του Δαβίδ, λέγει αυτοίς. πως ουν Δαβίδ εν πνεύματι καλεί αυτόν κύριον λέγων Ματθ. κβ' 41-43). Και: “ει ουν Δαβίδ καλεί αυτόν κύριον, πως Υιός αυτού εστιν; και ουδείς εδύνατο αποκριθήναι αυτώ λόγον ουδέ ετόλμησε τις απ' εκείνης της ημέρας επερωτήσαι αυτόν ουκέτι.” (Ματθ. κβ' 45-46). Αυτά για τον Δαβίδ στον οποίο αναφέρεται το χωρίον όσο για το δεύτερον πρόσωπον του χωρίου και πάλιν ο ίδιος ο Κύριος φέρει την απάντησιν για την σχέση Χριστού και Αβραάμ, “Πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί” (Ιωάν. η' 58).
2ον) Ματθ. ια' 26 “Εξομολογούμαι σοι Πάτερ Κύριε του ουρανού και της γης, ότι έκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών και απεκάλυψας αυτά νηπίοις”. Συγχωρείται εις τον Ιησού να αγνοεί όσα τώρα τω απεκάλυψε ο Πατήρ; 
“Έπειτα βλέπομεν ότι ο Χριστός ονομάζει τον Θεόν κύριόν του και ταυτοχρόνως δημιουργόν του Ουρανού”, (σελ. 65). Εδώ δεν λέγει ότι ο Ιησούς ηγνόει και ότι του απεκάλυψε ο Θεός αποκαλύψεις, αλλ' ότι απεκάλυψε ο Θεός τοις νηπίοις. Ούτε τον ονομάζει εδώ Κύριόν του, αλλά”,Κύριον του ουρανού”. 
3ον) Ματθ. ια' 27 Πάντα μοι παρεδόθη υπό του Πατρός μου. “Αφού κατ’ αυτούς ήτο τέλειος Θεός διατί λέγει ότι πάντα όσα έχει παρεδόθησαν εις αυτόν υπό του Πατρός;” Εδώ του παρεδόθησαν πάντα τα κτίσματα και δημιουργήματα. Πάντα τα του πατρός (Ιωάν. ιστ' 15). Εδώ δεν θα πρέπη να εννοήσωμεν ότι ο Χριστός παρέλαβε από τον Πατέρα κάτι που δεν είχε πριν ως Θεός. Διότι τίποτε δεν υπάρχει που να είναι προγενέστερον του Χριστού ως Θεού. Όταν δε διαβάζης ότι παρεδόθη μη νόμιζε ότι παρεδόθη εις τον Χριστόν σαν σε υποδεέστερον αλλά σαν σε υιό κατά το ανθρώπινο γι' αυτό λέγει παρεδόθη υπό του Πατρός και όχι υπό του δεσπότου.
4ον) Ματθ. ιβ' 18: “Ιδού ο παις μου... θήσω το πνεύμα μου επ’αυτού”. “Δηλαδή τον εξέλεξε και έδωκε το πνεύμα του.... Ας μη τολμήσουν να καταφύγουν εις το προσφιλές αυτοίς κατά το ανθρώπινο, διότι το πνεύμα του Θεού το οποίον έθεσε επ’ αυτού ο Πατήρ του δεν δύναται να έχη σχέσιν με το ανθρώπινο πνεύμα το οποίον είναι σαρκικόν και γήινον”. (σελ. 66). 
Η απάντησή μας είναι: τότε πως λέγετε εσείς ότι ο Χριστός ήτο μόνον άνθρωπος; Τι γίνεται στην περίπτωση αυτή το Πνεύμα του Θεού; Διότι ως γνωστόν ο σ. παραδέχεται τον Χριστόν σαν άνθρωπον και μόνον.
  5ον) Ματθ. ιστ' 16: Αποκριθείς δε Σίμων Πέτρος είηεν “συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος. (σελ. 66). Εδώ σαφώς ο Πέτρος θέτει το άρθρο για να δείξη ότι ο Χριστός είναι ο μοναδικός Υιός του Θεού και ότι δεν ήταν σαν τους άλλους Υιούς του Θεού που ήσαν θετοί κατά χάριν υιοί, ενώ ο Χριστός ήταν φυσικός Υιός του Θεού. Επίσης παρατηρητέον ότι ο Χριστός διαβεβαιώνει ότι σαρξ και αίμα, δηλαδή άνθρωπος, δεν απεκάλυψε εις τον Πέτρον αυτήν του την ομολογία για τον Χριστό. Του την απεκάλυψε ο πατήρ ο Ουράνιος. Και ερωτώμεν τον σ. Γιατί εχρειάσθη να την αποκαλύψει ο ίδιος ο Θεός εάν επρόκειτο για μια υιότητα εξ υιοθεσίας, από τις οποίες χιλιάδες περιέχει η Αγία Γραφή;
6ον) Ματθ. ιστ' 27 “Μέλλει γαρ ο Υιός του ανθρώπου έρχεσθαι εν τη δόξη του Πατρός αυτού.”Διατί άραγε δεν έρχεται εν τη δόξη τη δική του” (σελ. 27). Απαντώμεν: βεβαίως ο Υιός δεν είχε ιδίαν δόξαν αλλοτρίαν εκείνης του Θεού. Δεν είχε δική του δόξα ούτε ομοίαν προς την του πατρός, αλλ' είχε αυτήν ταύτην την δόξαν του Πατρός. Είναι αυτό δείγμα αδυναμίας η δυνάμεως;
7ον) “η δοκείς ότι ου δύναμαι παρακαλέσαι τον Πατέρα μου και παραστήσει μοι άρτι πλείους η δώδεκα λεγεώνας αγγέλων”; “Διατί να παρακαλέση τον πατέρα του” (σελ. 67); Απλούστατα διότι ήτο και άνθρωπος και διότι ως άνθρωπον τον εξελάμβανον. Και ώφειλε να τους μιλήση ως άνθρωπος, για να αρχίσουν να τον καταλαβαίνουν.
8ον) Το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευωνύμων ουκ έστιν εμόν δούναι αλλά οις ητοίμασται υπό του Πατρός μου. “Δύναται να πιστεύση τις ότι ο Ιησούς ήτο Θεός, όταν αναγιγνώσκει ότι τo να καθίση κανείς εκ δεξιών του ή εξ αριστερών δεν είναι δικόν του δικαίωμα αλλά τούτο είναι του Πατρός του;” (σελ. 67).
Γεννιέται λοιπόν το ερώτημα: πως ο παντοδύναμος αδυνατεί να εκπληρώση το θέλημα των μαθητών του; Αλλά τούτο δεν είναι ζήτημα δυνάμεως αλλά δικαιοσύνης. Έχουν δε ετοιμασθή υπό του Πατρός όσοι δικαιούνται. Όχι όσους θέλει ο Πατήρ.
9ον) Ματθαίου κη' 18 “Έδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανοίς και επί γης”. “Ποίαν ερμηνεία θα δώσουν εις το σαφέστατο τούτο χωρίον εφόσον είναι υποχρεωμένοι να ομολογήσουν, ότι δια να λέγη ο Χριστός ότι τω εδόθη πάσα εξουσία, σημαίνει αναμφισβητήτως, ότι δεν την είχε προηγουμένως και συνεπώς ούτε συνάναρχος προς τον πατέρα ήτο ούτε συναΐδιος και ισότιμος Θεός”, (σελ. 68).
Απαντώμεν εφαρμόζοντας την λογική του σ. Εφόσον ο Θεός έδωσε όλην την εξουσίαν εν ουρανώ και επί γης στον Χριστό σημαίνει αναμφισβητήτως ότι ο Πατήρ την εστερήθη. Και τότε τι είδους Θεός αιώνιος και αυθύπαρκτος και παντοδύναμος είναι;.... Αυτά συμπεραίνομεν εφαρμόζοντες την λογικήν του σ.
“Δεν δύνανται δε να ισχυρισθούν το τόσον προσφιλές αυτοίς κατά το ανθρώπινο διότι είναι γεγονός ότι τους λόγους τούτους τους είπεν εις τους μαθητάς του μετά την Ανάστασίν του οπότε είχε παύσει να είναι άvθpωπoς”.
Πρώτον που λέγει η Γραφή ότι ο Χριστός μετά την ανάστασίν είχε παύσει να είναι άνθρωπος; Επειτα τους ίδιους λόγους περί εξουσίας τους είπε ο Κύριος και προ της Αναστάσεως: “Πάντα μοι παρεδόθη υπό του Πατρός μου (Ματθ. ια' 27) και Ιωάν. ιστ 15 και αλλαχού. Τι έχει να πη τώρα ο σ;
10ον) Μάρκον ζ' 34”... και αναβλέψας εις τον ουρανόν εστέναζε και λέγει αυτώ... “Ο Χριστός.... είχε παρακαλέση τον Πατέρα του. Και τότε τι έγινε η θεία φύσις του Ιησού; Τι έγινε η Θεότης του Ιησού;” (σελ. 68).
Ο Χριστός γενικώτερα προσεύχονταν και θα μπορούσε ο σ. να απορήση για το γενικώτερο αυτό φαινόμενο. Πλήν απορεί μόνο γιατί προσεύχονταν για να τελέση θαύματα. Πως όμως του διαφεύγει το γεγονός ότι αυτό δεν γινόταν πάντα; Μερικές φορές πράγματι προσεύχονταν εξωτερικά. Συχνά όμως διέταζε χωρίς να προηγηθή προσευχή εξωτερική και αμέσως γινόταν το Θαύμα, όπως π.χ. στην θεραπεία του παραλυτικού της Βηθεσδά (Ιωάν ε' 8), στην ανάστασιν του υιού της χήρας της Νάίν (Λουκ. ζ' 11-17), στην ανάστασιν της θυγατρός του Ιαείρου (Λουκ. η' 40-56), στην κατάπαυση της τρικυμίας (Λουκ, η' 22-25) και αλλού. Την απάντησιν, εξ άλλου, την δίδει ο ίδιος ο Κύριος στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, όταν λέγη: “Ο δε Ιησούς, ήρεν τους οφθαλμούς άνω και είπεν πάτερ ευχαριστώ σοι, ότι ήκουσάς μου. Εγώ δε ήδειν ότι πάντοτε μου ακούεις αλλά δια τον όχλον τον παρεστώτα είπον, ίνα πιστεύσωσιν ότι συ με απέστειλας”. (Ιωάν. ια', 42).
11ον) Μάρκ. ι' 17”...Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ειμή εις ο Θεός”. Ιδού ότι ο Χριστός δεν δέχεται την προσωνυμίαν του αγαθού δια τον εαυτόν του, και απαντά ότι ουδείς αγαθός ειμή μόνον ο Θεός Πατήρ. Το νόημα του χωρίου είναι: Αφού δεν με παραδέχεσαι σαν Θεό γιατί με ονομάζεις αγαθόν, αφού αγαθός με απόλυτον έννοιαν είναι μόνον ο Θεός; Σημειωτέον ότι δεν λέγει “ο Πατήρ” αλλά “ο Θεός”, εις τον οποίον συμπεριλαμβάνεται και ο Λόγος δηλαδή ο Θεός Χριστός. Ότι και ο Χριστός είναι χρηστός δηλαδή αγαθός φαίνεται και εκ του Α' Πέτρ. β' 3. “Γεύσασθε ότι χρηστός ο Κύριος”. Επίσης η Γραφή αποδίδει το επίθετον αγαθός υπό σχετικήν έννοιαν σε ανθρώπους (Ματθ. ε' 45, κβ' 10, ιβ' 35, κε' 21, Λουκ. ιθ' 17, Λουκ. κγ' 50 Πράξ. ια' 24 και αλλαχού.
12ον) Μάρκ. ιγ' 32 “Περί δε της ημέρας εκείνης και της ώρας ουδείς οίδεν ουδέ οι άγγελοι εν ουρανώ, ουδέ ο Υιός, ειμή ο Πατήρ μόνος.(σελ. 69). 
Το πρώτο που έχομεν να παρατηρήσουμε είναι ότι εδώ ο Υιός τίθεται μετά τους αγγέλους και πλησίον του Πατρός, άρα οικειοποιείται θέσιν αξίωμα και ιδιότητα ανωτέραν της των αγγέλων ενώ ακόμη ζούσε ως άνθρωπος επί της γης.
Όσο για την άγνοια του υιού απαντώμεν ότι ο Υιός ό,τι αγνοούσε ως άνθρωπος το εγνώριζε ως Θεός. Όσο για το “μόνος ο Πατήρ” αυτό δεν ανατίθεται προς τον υιόν αλλά προς τα κτιστά όντα δηλαδή προς την κτίσιν. Όσο για το “ουδέ ο Υιός” σημειώνουμε ότι δεν λέγει ο Υιός του Θεού. Η άγνοια του υιού είναι σκόπιμη και έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα, για να προφυλάξη τους ακροατές του από την περιέργεια η οποία δεν επιτρέπεται οταν πρόκειται για ουράνια πράγματα. Τέτοια άγνοια εμφανίζεται να έχη και ο Πάτηρ, οπως ήδη ανεφέραμε, οταν π.χ. αγνοούσε που είναι ο Αδάμ και ερωτούσε: “Αδάμ που ει”. Ή όταν αγνοούσε που είναι ο Άβελ και ερωτούσε σχετικά τον Κάϊν, και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. (Γεν. δ'9, γ’9-10)
13ον) Μάρκ. ιέ 34 “Ο Θεός μου ο Θεός μου εις τι εγκατέλειπές με;” Εδώ προσεύχεται ως άνθρωπος προς τον Πατέρα του. Αλλ’ έστω και ως άνθρωπον μόνον, πως τον εγκατέλειψενο Πατήρ; αφού πάντοτε τον ακούει; (Ιωάν. ια' 42).
14ον) Λουκ. α 32. “Ούτος έσται μέγας”: “Σημαίνει ότι δεν ήτο Θεός, διότι ο Θεός είναι αναλλοίωτος και δεν γίνεται μέγας”. Αλλά ακριβώς δεν λέγει η Γραφή γενήσεται μέγας αλλά “έσται μέγας δηλαδή δεν λέγει θα γίνη μέγας αλλά θα είναι μέγας, όπως δηλαδή είναι τώρα και πάντοτε. Ότι δε ο Χριστός ήταν αναλλοίωτος το διδάσκει πολλαχού η Γραφή όπως π.χ. Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας” (Εβρ. ιγ’8). “Και πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται και ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς και αλλαγήσονται συ δε ο αυτός ει και τα έτη σου ουκ εκλείψουσι” (Εβρ.α 11,12) κλπ.
15ον) Λουκ. α' 33. “Και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαβίδ του Πατρός αυτού”. Σημαίνει ότι ο Ιησούς δεν ήτο Θεός και δεν είχε τον θρόνον; Τότε πρέπει να δεχθούμε ότι και ο Δαβίδ ήτο ανώτερος του αφού εκείνος είχε τον θρόνον και μάλιστα πριν από το Χριστόν, πράγμα που διαψεύδει ο Κύριος Ματθ.κβ' 42-45. Η ορθή ερμηνεία είναι ότι θα του δώση τον θρόνον κατά το ανθρώπινο.
16ον) Λουκ. α' 35 “Διο και το γεννώμενον άγιον, κληθήσεται Υιός Θεού”. Εδώ ο σ. ισχυρίζεται ότι η Παναγία μητέρα του κυρίου εγέννησε εκ πνεύματος αγίου όπως η Ελισάβετ και η Σάρρα. Λησμονεί όμως ότι εκείναι ήσαν υπανδρευμέναι ενώ η Παναγία δεν ήταν υπανδρευμένη. Εκτός εάν δεχθή ότι ο Χριστός εγεννήθη εκ πορνείας.
17ον) Λουκ. β' 40 “Το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας και χάρις Θεού ην επ’ αυτό”. Ημείς ουδεμίαν δυσκολίαν έχομεν να ερμηνεύσωμεν αυτό το χωρίον, διότι δεχόμαστε ότι ο Χριστός ήταν και άνθρω­πος και σαν άνθρωπος ήταν επιδεκτικός αυξήσεως και χάρις Θεού ήτο πάνω του.
18ον) Λουκ β' 52 “Και Ιησούς προέκοπτεν εν τη σοφία και ηλικία”. Και εδώ ισχύουν όσα είπαμε στο προηγούμενο έδάφιον.
19ον) Λουκ. δ’1 “Ιησούς δε πνεύματος αγίου πλήρης υπέστρεψεν από του Ιορδάνου”. Εδώ ο Ιησούς Χριστός ως άνθρωπος είναι πλήρης πνεύματος αγίου.
20ον) Λουκ. στ’ 12 “Εγένετο δε εν ταις ημέραις ταύταις εξελθείν αυτόν εις το δάσος προσεύξασθαι και ην διανυκτερεύων εν τη προσευχή του Θεού.” Και εδώ ο Χριστός ως άνθρωπος προσηύχετο και προς τον Πατέρα του και προς τον εαυτόν του.
21ον ) Λουκ. κβ' 28. “Καγώ διατίθεμαι υμίν καθώς διέθετό μοι ο Πατήρ μου Βασιλείαν, ίνα εσθίητε και πίνητε επί της τραπέζης μου εν τη Βασιλεία μου”. Εδώ το ότι ο πατήρ του διέθεσε την Βασιλείαν σημαίνει ότι ο Υιός δεν είχε άλλην Βασιλείαν αλλ’αυτήν ταύτην την Βασιλείαν του Πατρός. Αυτό βέβαια είναι τεκμήριον ανωτερότητος και όχι κατωτερότητος. Του έδωσε δε την βασιλείαν σαν σε άνθρωπο κατά το ανθρώπινο.
22ον) Λουκ. κβ'43 “Ώφθη δε αυτώ άγγελος απ’ ουρανού ενισχύων αυτόν”. Ο Χριστός ο οποίος διακηρύσεται από την Γραφή ανώτερος ασυγκρίτως από τους αγγέλους Εβρ. α 4-7 εις το χωρίον αυτό ως άνθρωπος φαίνεται κατώτερος όχι μόνον του Πατρός αλλά και αυτών των αγγέλων. Αυτό του συνέβαινε κατά το ανθρώπινο.
23ον) Λουκ. κβ'42 “Πάτερ ει βούλει παρενεγκείν το ποτήριον απ’ έμού, πλην μη το θέλημά μου, αλλά το σον γινέσθω”. Εδώ ο σ. υποστηρίζει ότι ο Χριστός είναι κάτωτερος του Πατρός διότι υποτάσσεται στο θέλημά του και το εκτελεί. Όμως στον πνευματικό κόσμο δεν ισχύει αυτό. Το να εκτελής το θέλημα κάποιου δε σημαίνει ότι είσαι κατώτερός του. Αν ήταν έτσι τότε και ο Θεός θα ήτο κατώτερος των ανθρώπων διότι μαρτυρείται ότι κάνει το θέλημα των φοβουμένων αυτόν. “Το θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει” (Ψαλμ. ρμδ' 19 κατά τους Ο' και ρμε' 19 κατά το εβραϊκό κείμενο).
24ον) Λουκ.κγ’ 46 “Και φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπε. Πάτερ, εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου”. Η απάντησις εις τας απορίας του σ. είναι: ο Χριστός παραδίδει την λογικήν του ψυχήν.
25ον) Ιωάν γ' 1-3 Ο Νικόδημος λέγει εις τον Χριστόν “οίδαμεν ότι από Θεού ελήλυθας διδάσκαλος. Ουδείς γαρ δύναται ταύτα τα σημεία ποιείν α συ ποιείς, εάν μη η ο Θεός μετ' αυτού”. Αλλά λησμονεί ο συγγραφεύς ότι μέτρον της πίστεώς μας δεν μπορεί να είναι ο Νικόδημος ούτε τα λόγια του, διότι δεν ήτο θεόπνευστος ομιλών προς τον Ιησούν. Αλλά και δι’ όσων λέγει ουδόλως θίγεται η θεότης του Χριστού.
26ον) “Ου γαρ εκ μέτρου δίδωσι το πνεύμα, ο Πατήρ αγαπά τον υιόν και πάντα έδωκεν αυτώ”. “Αλλά διατί τω έδωκεν ο Πατήρ όλα, εφόσον κατά την εκκλησία ήτο Θεός και δεν του έλειπε τίποτα;”. Εφαρμόζοντας την ίδια λογική του σ. τον ρωτούμε. Αφού λοιπόν ο Πατήρ τα έδωσε όλα εις τον υιόν έπαψε να είναι Θεός αφού δεν έχει τίποτα. Έχει καμιά αντίρρηση ο σ.;
27ον) Ιωάν. ε' 19. “Αμήν αμήν λέγω υμίν ου δύναται ο Υιός ποιείν αφ εαυτού ουδέν”. Το ου δύναται δεν δηλοί αδυναμίαν. Όπως π.χ. λέγομεν ότι ο Θεός δεν δύναται να είναι πονηρός, αυτό δεν δείχνει αδυναμίαν του Θεού, αλλά μάλλον δύναμιν, ούτω και εδώ. Ο Υιός δεν έχει θέλημα αλλότριο του Θεού αλλά το ίδιο το θέλημα του Θεού. Αλλά αυτό είναι δείγμα αδυναμίας και κατωτερότητας ή είναι δείγμα ανωτερότητας;
28ον) Ιωάν. ε’ 26 “Ώσπερ γαρ ο Πατήρ έχει ζωήν εν εαυτώ ούτως και τω υιώ έδωκε ζωήν έχειν εν εαυτώ”. Εδώ ο σ. ενώ παραδέχεται ότι ο Πατήρ έδωκε ζωήν τω υιώ δεν διευκρινίζει όμως πότε έδωκε ζωήν. Αν ο σ. μας είπη ότι τω έδωκεν ζωήν κατά την Ανάστασίν, τότε απαντώμεν ότι ο Χριστός είχε και πριν ζωήν εν εαυτώ, δηλαδή θείαν ζωήν, όπως μαρτυρεί το χωρίον Ιωάν. ε' 26 και αλλαχού.
29ον) Ιωάν. ε' 27. “Και εξουσίαν έδωκεν αυτώ και κρίσιν ότι Υιός ανθρώπου εστιν”. Ο Πατήρ τω έδωκεν εξουσίαν, ην ασφαλώς δεν είχε προ του λάβη από τον Πατέρα”. Αλλά λησμονεί ο σ. ότι ρητώς πρόκειται για τον Ιησούν τον άνθρωπον, πρόκειται δηλαδή δια την ανθρωπίνην του φύσιν αφού άλλωστε το λέει σαφώς “ότι Υιός ανθρώπου εστίν”.
30ον) Ιωάν. ε' 30. “Ου δύναμαι εγώ ποιείν απ’ εμαυτού ουδέν”. Αλλά αυτός ο λόγος του Κυρίου δεν δείχνει κατωτερότητα και αδυναμίαν, όπως ακριβώς όταν λέμε ότι ο Θεός ου δύναται ποιείν τι πονηρόν.
31ον) Ιωάν. στ' 57 “Καθώς απέστειλέ με ο ζων Πατήρ καγώ ζω δια τον Πατέρα και ο τρώγων με κακείνος ζήσεται δι εμέ”. Εδώ ο σ. παραθέτει το χωρίον του Ιωάννου χωρίς να το ερμηνεύη. Γι' αυτό δίνουμε εμείς την πρέπουσα ερμηνεία: Γιατί όπως με έστειλε ο Πατήρ εις τον κόσμον οποίος Πατήρ έχει εξ εαυτού την ζωήν και εγώ ως άνθρωπος έχω ζωήν αθάνατη επειδή ο Πατήρ μου την έδωκε, έτσι κι εκείνος που με τρώγει θα ζήση λόγω του ότι εγώ θα του δώσω την ζωήν. 
32ον) Ιωάν. η 26-28 “Καγώ α ήκουσα παρ' αυτού ταύτα λαλώ... και απ’ εμαυτού ουδέν ποιώ, αλλά καθώς με εδίδαξε ο Πατήρ μου ταύτα λαλώ”. 0 σ. Θεωρεί αδυναμίαν του Χριστού το να λαλή τα λόγια του Θεού Πατρός και να διδάσκεται από τον Πατέρα. Εδώ όντως ο Χριστός ομιλεί ως άνθρωπος.
33ον) Ιωάν. η' 40 “Νυν δε ζητείτε με αποκτείναι άνθρωπον ος την αλήθειαν υμίν λελάληκα, ην ήκουσα παρά του Θεού”. Ο σ. θριαμβολογεί επειδή ο Κύριος ονομάζει εαυτόν άνθρωπον. Όμως και εμείς τον παραδεχόμεθα όχι απλώς άνθρωπον, αλλά τέλειον άνθρωπον παρεκτός αμαρτίας.
34ον) Ιωάν θ’11 “Απεκρίθη εκείνος άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισέ μου τους οφθαλμούς”. Ο πρώην τυφλός ηδύνατο να θεωρήση τον Χριστόν άνθρωπον του Θεού ή προφήτην πάντως όμως άνθρωπον.
35ον) Ιωάν. ι' 33-37. 0 σ. λέγει δια το υπ'όψιν χωρίον ότι οι Ιουδαίοι εσυκοφάντησαν τον Ιησούν ότι έκανε τον εαυτόν του ίσον με τον Πατέρα του. Όμως την απάντηση την δίδει η ίδια η Γραφή, όπου ο ίδιος ο ευαγγελιστής λέγει την γνώμην του για το μίσος των Ιουδαίων κατά του Χριστού. Λέγει λοιπόν, ότι “ου μόνον έλυε το Σάββατο, αλλά και πατέρα ίδιον έλεγε τον Θεόν, ίσον εαυτόν ποιών τω Θεώ”. (Ιωάν. ε' 18). Ποιος μας τα λέει αύτα; Μήπως οι Ιουδαίοι; Όχι, αλλά ο ίδιος ο Ευαγγελιστής. Άρα δεν αποτελούν συκοφαντία των Ιουδαίων. Άρα πράγματι ο Ιησούς έκανε τον εαυτόν του ίσο με τον Πατέρα του.
36ον) Ιωάν. ι' 18 “Ταύτην την εντολήν έλαβον παρά του Πατρός μου”. “Είναι εκτός πάσης συζητήσεως ότι ο δίδων εντολήν είναι πάντοτε ανώτερος του λαμβάνοντος την εντολήν”. Η αντίθεση εδώ δεν είναι ανάμεσα στον Πατέρα και στον υιό, αλλά στον Πατέρα και στους ανθρώπους. Δηλαδή ο δίδων την εντολήν είναι ο Πατήρ και όχι άνθρωπος. Έπειτα στον χώρο τον θεϊκό δεν μπορούμε να πούμε ότι συμβαίνει ό,τι στον άνθρώπινο χώρο, όπου ο διατάσσων είναι ανώτε­ρος του εφαρμόζοντος την εντολήν. Αλλ' ως προς την φύσιν τους, στο ανθρώπινο επίπεδο και ο δίδων την εντολήν και ο λαμβάνων αυτήν είναι αμφότεροι άνθρωποι. Εμείς ερωτάμε εδώ ποια είναι η φύσις του υιού σε σχέσιν με την φύσιν του Πατρός. 
37ον) Ιωάν. ια' 22 “Και νυν οίδα ότι όσα αν αιτήσει τον Θεόν δώσει σοι ο Θεός.” Οι λόγοι αυτοί της Μάρθας δεν δύνανται να αποτελέσουν κριτήριον για μας, διότι η Μάρθα δεν ήταν Θεόπνευστη. Αυτά τα λέγομεν διότι ο σ. παρατηρεί: “Η Μάρθα, ήτις ήτο μαθήτρια του Χριστού, δεν τον θεωρεί Θεόν, αλλά τον θεωρεί άνθρωπον έχοντα αποστολήν παρά του Θεού”, (σελ. 80) Εξ άλλου άνθρωπον τον δεχόμεθα και ημείς. Ήτο ορθόν το ότι ήτο και άνθρωπος. Ο Ιησούς δεν υπήρχε λόγος να διορθώσει την Μαρίαν διότι ήταν πράγματι και άνθρωπος.
(38ον) Ιωάν. ια' “0 δε Ιησούς ήρε τους οφθαλμούς άνω και είπε, Πάτερ ευχαριστώ σοι ότι ήκουσάς μου” “Εάν ήτο Θεός ισότιμος και συνάναρχος δεν έπρεπε να ευχαριστήση τον Πατέρα αφού ηδύνατο να αναστήση τον Λάζαρον άνευ της συνδρομής του Πατρός”.
Πρώτα πρώτα στη Θεότητα υπάρχει συνερ­γασία ό,τι κάνει ο Πατήρ κάνει και ο Υιός. Έπειτα του διαφεύγει του σ. ότι εδώ ο Χριστός ο ίδιος ομολογεί ότι επίτηδες ευχαρίστησε τον Πατέρα του εξ αιτίας του όχλου, για να ακούσουν δηλαδή οι άνθρωποι, διότι λέγει παρακάτω: “Εγώ δε ήδειν ότι πάντοτε μου ακούεις αλλά δια τον όχλον τον περιεστώτα είπον, ίνα πιστεύσωσιν ότι συ με απέστειλας”. (Ιωάν. ια' 42).
39ον) Ιωάν. ιβ' 27 “Νυν η ψυχή μου τετάρακται και τι είπω; Πάτερ σώσον με εκ της ώρας ταύτης”. “Χρειάζονται καλλιτέραν αηόδειξιν ότι ήτο άνθρωπος μόνον, όστις εν τη κρισίμω εκείνη στιγμή καταφεύγει προς τον Πατέρα του και Πατέρα ημών και παρακαλεί όπως τον σώση;” Το χωρίον αυτό δεν αποδεικνύει τίποτε παραπάνω ειμή ότι ο Χριστός ήτο και άνθρωπος, πράγμα που παραδέχεται ακριβώς η Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Δεν αποδεικνύει ότι ήταν μόνον άνθρωπος.
40ον) Ιωάν. ιβ' 49 “Ότι εγώ εξ εμαυτού ουκ ελάλησα αλλ' ο πέμψας με Πατήρ αυτός μοι εντολήν δέδωκε τι είπω και τι λαλήσω”. Το χωρίον αυτό λέγει ότι ο Χριστός συμφωνεί προς τον Θεόν και ουδέν λέγει αλλότριον του Θεού. Αλλά αυτό είναι δείγμα δυνάμεως και ανωτερότητας και όχι δείγμα κατωτερότητας.
41ον) Ιωάν. ιδ' 24 “0 λόγος ον ακούετε ουκ έστιν εμός αλλά του πέμψαντός με Πατρός”. Εδώ ο Χριστός διαδηλώνει ότι δεν έχει άλλον λόγον εκτός του λόγου του Πατρός του. Αλλ' αυτό είναι δείγμα δυνάμεως και όχι κατωτερότητος.
42ον) Ιωάν. ιδ' 28 “Ει ηγαπάτε με εχάρητε αν ότι πορεύομαι προς τον Πατέρα, ότι ο Πατήρ μου μείζων μου εστιν” “Δεν φαντάζομαι ότι θα θελήσουν να καταφύγουν εις το προσφιλές αυτοίς κατά το ανθρώπινον, διότι εάν τολμήσουν τοιούτον τι εν τοιαύτη περιπτώσει θα καταλογίσουν ηλιθιότητα εις τον Χριστόν πρώτου μεγέθους εφόσον είναι τοις πάσιν γνωστόν, ότι ουδείς ποτέ των ανθρώ­πων έχων σώας τας φρένας, ουδείς εφαντάσθη ποτέ ότι είναι ίσος με τον Θεό”.
Αλλά τότε πως το είπεν ο Χριστός, ο οποίος κατά σε είναι μόνον άνθρωπος; Πως είχε σώας τας φρένας; Αλλ ότι και επί ανθρώπων λέγεται το “μείζων” φαίνεται και εξ άλλου χωρίου: “Ο Πατήρ μου ος δέδωκέν μοι μείζων πάντων έστι (Ιωάν ι' 29).
43ον) Ιωάν, ιδ'16 “Εάν αγαπάτε με τας εντολάς τας εμάς τηρήσετε καγώ ερωτήσω τον Πατέρα”. “Δεν δύνανται να ισχυρισθούν το προσφιλές αυτοίς κατά το ανθρώπινο, διότι όταν ο Χριστός λέγη “Καγώ ερωτήσω τον Πατέρα” ομιλεί περί ενεργείας την οποίαν θα έκαμνε μετά την ανάστασίν του οπότε θα είχε παύσει να είναι άνθρωπος”· Ακριβώς εδώ ο Χριστός ομιλεί κατά το ανθρώπινον. Πως όμως ο σ. ισχυρίζεται ότι ο Χριστός μετά την Ανάστασίν θα έπαυε να είναι άνθρωπος, άφου η Γραφή μαρτυρεί για τον Χρισιό ότι ήτο άνθρωπος και ενώ έζη επί της γης και μετά την Ανάστασίν του, όπως π.χ. “Εις γαρ Θεός εις και μεσίτης άνθρωπος Ιησούς Χριστός”. (Α Τιμ. β' 5);
44ον) Ιωάν. ιε' 1-5 “Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή και ο Πατήρ μου ο γεωργός εστί....εγώ ειμί η άμπελος υμείς τα κλήματα”. Εις την ωραιοτάτην αυτήν παραβο­λήν έχομεν τον πλήρη και θαυμάσιον ορισμόν του προσώπου του Χριστού εν σχέσει προς τον Θεόν αφ ενός και αφ'ετέρου εν σχέσει προς τους μαθητάς του. Και ως προς μεν τον Θεόν λέγει, ότι αυτός τουτέστιν ο Χριστός είναι η άμπελος δηλ. το κούτσουρο ήτοι ο κορμός της αμπέλου που παράγει τα κλήματα και τας σταφυλάς ενώ ο Θεός είναι ο γεωργός, και συνεπώς όσον διαφέρει ο γεωργός από τον κόσμον της αμπέλου, τόσον διαφέρει και ο Θεός από τον Ιησού Χριστόν. Λησμονεί όμως ο σ. ότι στις παραβολές υπάρχουν μεν ομοιότητες και αντιστοι­χίες αλλά σε μερικά μόνο σημεία. Διότι εάν θελήσουμε να βρούμε ομοιότητες σε όλα τα σημεία θα πρέπη να πούμε ότι και ο Θεός είναι άνθρωπος αφού ο γεωργός είναι άνθρωπος και άφου ο Θεός παρομοιάζεται με τον γεωργόν.
45ον) Ιωάν ιε' 15 “Υμάς δε είρηκα φίλους ότι πάντα α ήκουσα παρά του Πατρός μου εγνώρισα υμίν”. Επειδή λέγει ο ευαγγελιστής “α ήκουσα” ο σ. θεωρεί γιαυτό κατώτερον τον υιόν από τον Πατέρα. Όμως ερωτώμεν κάθε Υιός που ακούει και μαθαίνει από τον Πατέρα σημαίνει ότι δεν είναι άνθρωπος, αλλά κατωτέρας ουσίας από τον Πατέρα του;
46ον) Ιωάν. ιβ' 49. “Ότι εγώ εξ εμαυτού ουκ ελάλησα, αλλ' ο πέμψας με Πατήρ αυτός μοι εντολήν δέδωκεν τι είπω και τι λαλήσω”. 
47ον) Ιωάν, ιδ' 31 “Και καθώς ενετείλατο μοι ο Πατήρ ούτως ποιώ.” 
48ον) Ιωάν. ιε' 10 “Εάν τας εντολάς μου τηρήσητε μενείτε εν τη αγάπη μου καθώς εγώ του Πατρός μου τας εντολάς τετήρηκα.” 
“Και τα τρία ως άνω χωρία αποδεικνύουν πασιφανώς, ότι ο Ιησούς δεν ήτο Θεάνθρωπος ούτε ισότιμος με τον Πατέρα, διότι πας τις αντιλαμβάνεται, ότι ο εκτελών εντολάς διδομένας εις αυτόν παρ' άλλου είναι κατώτερος από τον δίδοντα τας εντολάς εις αυτόν”. Απαντώμεν: Όλοι γνωρίζομεν επίσης ότι ο εκτελών εντολάς ανθρώπου είναι της αυτής ουσίας προς τον δίδοντα τας εντολάς, δηλαδή άνθρωπος.
49ον) Ιωάν. ιζ' 2 “... ίνα γινώσκωσι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν”. Εκ του χωρίου αυτού θέλει να συμπεράνη ο σ. ότι ο Χριστός δεν είναι αληθινός Θεός. Λησμονεί όμως ότι ο ίδιος ευαγγελιστής στην καθολική του επιστολή ονομάζει τον Χριστόν ακριβώς “αληθινόν Θεόν: Και εσμέν εν τω αληθινώ, εν τω υιώ αυτού Ιησού Χριστώ. Ούτος εστίν ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος. Πως λοιπόν θα ερμηνεύσωμεν το Ιωάν ιζ' 2; Απλούστατα σ'αυτό το εδάφιον η αντιθέσις δεν είναι μεταξύ Πατρός και Χριστού, αλλά μεταξύ Πατρός και ψεύτικων Θεών των ειδωλολατρών. Εν σχέσει προς αυτούς ο Πατήρ είναι ο μόνος αληθινός Θεός. Και προσθέτει ο ευαγγελιστής και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν”.
50ον) Ιωάν. ιζ' 5 “Και νυν δόξασόν με συ πάτερ...”“Διατί ζητεί να τον δοξάση ο Πατήρ του, αφού κατ' αυτούς ήτο ισότιμος και συναΐδιος; Εάν ήτο τοιούτος έπρεπε να έχη δόξαν αφ' εαυτού του και δεν έπρεπε να παρακαλή τον Πατέρα του να τον δοξάση”.
Αλλά λησμονεί ο σ. και πάλιν ότι δεν εδόξασεν μόνον ο Πατήρ τον υιόν αλλά και αντιστρόφως ο Υιός τον Πατέρα. Αναφέρομεν ολίγα εκ των πολλών σχετικών χωρίων: “ίνα δοξασθή ο πατήρ εν τω υιώ” (Ιωάν. ιδ' 13) “εν τούτω εξοξάσθη ο Πατήρ μου” (ιε' 8), “εγώ σε εδόξασα επί της γης” (Ιωάν. ιζ' 1).
51ον) Ιωάν. ιζ' 7 “Νυν έγνωκα ότι πάντα όσα δέδωκάς μοι παρά σου εισίν ότι τα ρήματα α έδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς”· Και εδώ ο Κύριος ομιλεί κατά το ανθρώ­πινον, ως άνθρωπος που ήτο. 
52ον) Ιωάν. ιζ' 14. “Εγώ δέδωκα αυτοίς τον λόγον σου και ο κόσμος εμίσησεν αυτούς, ότι ουκ εισίν εκ του κόσμου καθώς εγώ ουκ ειμί εκ του κόσμου... ουκ ερωτώ ίνα άρης αυτούς, αλλ’ ίνα τηρήσης αυτούς εκ του πονηρού. Εκ του κόσμου ουκ εισίν, καθώς εγώ ουκ ειμί εκ του κόσμου”. Εις το εδάφιον αυτό εκ του κόσμου ουκ εισίν σημαίνει δε έχουν το φρόνημα του κακού και της αμαρτίας.
53ον) Ιωάν. κ' 17. “Λέγει αυτή ο Ιησούς, μη μου άπτου, ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον πατέρα μου“. “Που άραγε ήτο ο Χριστός μετά τον χρόνον της σταυρώσεώς του και του θανάτου του μέχρι της ώρας που λέγει ο Χριστός τους ως άνω λόγους προς την Μαγδαληνήν; Οι διάφοροι Πατέρες της Εκκλησίας εσοφίσθησαν την αντιγραφικήν έννοιαν, ότι κατήλθεν εις τον Άδην  και ηλευθέρωσε τους Δικαίους Αβραάμ κ.λπ. από τον Άδην”.
Ο σ. συκοφαντεί τους Πατέρες ότι εσοφίσθησαν την κάθοδο του Χριστού στον Άδη. Αλλ' η Γραφή λέγει για τον Χριστόν: “Ότι και Χριστός άπαξ περί αμαρτιών απέθανεν, δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα ημάς προσαγάγη τω Θεώ. Θανατωθείς μεν σαρκί ζωοποιηθείς δε πνεύματι, εν ω και τοις εν φυλακή πνεύμασιν πορευθείς εκήρυξεν, απειθήσασιν ποτέ ότι απεξεδέχετο η του Θεού μακροθυμία” (Α' Πέτρ. γ', 20). Και ολίγον κατωτέρω ο Πέτρος διακηρύσσει για τον Χριστόν ότι “εις τούτο γαρ και νεκροίς ευηγγελίσθη” (Α' Πέτρ. γ' 6). Αλλ' ολίγον κατωτέρω ο σ. ανακρούει πρύμναν και παραδέχεται ότι ο Χριστός κατήλθεν εις τον Άδην, διότι γράφει: “διότι κατά τας τρεις ημέρας τας προ της αναστάσεώς του κατήλθεν και αυτός ως θνητός και όχι ως βασιλεύς εις τον Άδην. Και συνεχίζει ο σ. για τον Κύριο: “Θα έμενε εις τον Άδην δια παντός, εάν δεν τον ανίστα ο Πατήρ, όστις δεν εγκατέλειψε την ψυχήν του εις Άδην, ως διακηρύσσει ο Πέτρος.
“Βέβαια και ο Πατήρ ανέστησε τον υιόν του, πλην όμως και ο Υιός ανέστησε εαυτόν μαρτυρεί η Γραφή (Ιωάν. β' 19, ι' 18). Όσον δε για το “Ούπω ανεβέβηκα προς τον Πατέρα μου”, ο σ. λέγει: “Αφού ήτο Θεός συνάναρχος και ισότιμος πως δεν ήτο πανταχού παρών όπως ο Πατήρ;''.
Κατά την Γραφήν ο Χριστός ήτο πανταχού παρών, διότι ενώ μιλούσε στους Ιουδαίους λέγει για τον εαυτόν του “ο ων εν τω ουρανώ” (Ιωάν. γ'13). Δι' αυτό και η Εκκλησία λέγει περί του Χριστού: “Όλος ην εν τοις κάτω και των άνω ουδόλως απήν ο απερίγραπτος Λόγος. Συγκατάβασις γαρ θεϊκή ου μετάβασις δε τοπική γέγονεν.
54ον) Ιωάν. κ' 18. Αναβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα υμών και Θεόν μου και Θεόν υμών. “Ιδού το χωρίον αυτό καθιστά αναπολογήτους αυτούς, διότι ως βλέπομεν ο Χριστός ονομάζει τον Πατέρα μας και Πατέρα του και τον Θεόν μας και Θεόν του και εν τοιαύτη περιπτώσει θα εξακολουθήσουν ακόμη να ανθίστανται προς την αλήθειαν και να διδάσκουν ότι ο Χριστός είναι το δεύτερον πρόσωπον του Τριαδικού Θεού και ότι είναι συνάναρχος και συναΐδιος Θεός, αφού σαφέστατα τον θεόν μας ονομάζει και Θεόν του και είναι ο Θεός μας και δια τον Χριστόν Θεός του;”
 Πρώτα-πρώτα ας μας πη ο σ. διατί δεν λέγει ο Χριστός αναβαίνω στον πατέρα μας και Θεόν μας και γιατί ξεχωρίζει λέγοντας “προς τον Πατέρα μου και Πατέρα υμών και Θεόν μου και Θεόν υμών;” Διότι απλούστατα υπό διαφορετικήν έννοιαν ήτο Θεός του και πατέρας του απ' ό,τι είναι δικός μας Θεός και Πατέρας. Έπειτα τι κι αν ονομάζη τον Θεόν Θεόν του; Μήπως και ο πατήρ δεν ονομάζει Θεόν τον υιόν και Κύριον; Διότι λέγει η Γραφή: “Προς δε τον υιόν ο θρόνος σου ο Θεός εις τον αιώνα του αιώνος” (Εβρ. α' 8). “Και · συ κατ' αρχάς, κύριε, την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί” (Εβρ. α' 10).
55ον) Ιωάν. κ' 31 “Ταύτα γέγραπται ίνα πιστεύσητε ότι ο Ιησούς εστιν ο Χριστός ο Υιός του Θεού”. “Οι λόγοι αυτοί του Ιωάννου του αγαπημένου μαθητού φράσ­σουν παν στόμα διδάσκον ότι ο Ιησούς ήτο τέλειος Θεός, διότι σαφέστατα δίδει τον ορισμό της προσωπικότητάς του Ιησού. Δεν γράφει “ίνα πιστεύσητε ότι ο Ιησούς εστίν ο Χριστός ο Θεός”.
Και όμως σύμφωνα με την θεωρίαν σας θα έπρεπε να το γράφει αφού λέτε ότι μόνον μετά την ανάστασίν ο Χριστός ήτο Θεός. Διατί λοιπόν δεν το γράφει;
56ov) Πράξ. β' 22 “Ιησούν τον Ναζωραίον άνδρα αποδεδειγμένον από του Θεού εις υμάς δυνάμεσι και τέρασι και σημείοις, οις εποίησε δι αυτού ο Θεός εν μέσω υμών”. Δια του “δι' αυτού” δηλώνει η γραφή την απόλυτον συνεργασίαν πατρός και υιού. Λησμονεί ο σ. ότι ο Χριστός δεν είχε ιδικήν του δύναμιν ανεξάρτητον του Πατρός και αλλοτρίαν της δυνάμεως του Πατρός. Δεν είχε ανεξάρτητον ή παρομοίαν δύναμιν αλλά την ιδίαν την δύναμιν του πατρός. Αλλά αυτό δεν είναι δείγμα αδυναμίας αλλά δυνάμεως. Εάν εφαρμόσωμεν τώρα την λογικήν του σ. μπορούμε ασεβώς να ερωτήσωμεν. Ο πατήρ μόνος δεν ηδύνατο να κάνη Θαύματα; Είχε ανάγκην του Χριστού για να τελεί θαύματα; Και εν τοιαύτη περιπτώσει τι Θεός ήτο παντοδύναμος και αυθύπαρκτος; 
57ον) Πράξ. β' 27 “Ότι ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις Άδην ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν”. “Εάν ο Πατήρ του τον εγκατέλειπε εις τον Άδην, δεν θα υπήρχε πλέον και αυτός εν τη ζωή”, ο σ. κάνει ερωτήσεις για αδύνατα πράγματα. Είναι σαν να λέγη: εάν ο Θεός Πατήρ απέθνησκε δεν θα ήτο εν τη ζωή. Πάντως ο Χριστός κατά την Γραφήν ανέστησε ο ίδιος τον εαυτόν του σε συνεργασία με τον Πατέρα (Ιωάν. β' 19) και (Ιωάν. ι' 18). 
58ον) Πράξ. β' 36 “Ασφαλώς ουν γινωσκέτω πας οίκος Ισραήλ ότι και Κύριον και Χριστόν αυτόν εποίησε ο Θεός τούτον τον Ιησούν, ον υμείς εσταυρώσατε”.
Απαντώμεν: Πότε ο Ιησούς έγινε Κύριος και Χριστός; 0 σ. πιστεύει ότι έγινε Κύριος και Χριστός κατά την ανάστασιν. Όμως ο Ιησούς μαρτυρείται από την Γραφήν Κύριος και προ της αναστάσεως και προ αυτής ακόμη της γεννήσεώς του, όπως μαρτυρεί εν Πνεύματι Αγίω η Ελισάβετ: “και πόθεν μοι τούτο ίνα έλθη η μήτηρ του Κυρίου μου προς με;” (Λουκ. α' 43).
59ον) Πράξ. γ' 22 “Προφήτην υμίν αναστήσει Κύριος ο Θεός εκ των αδελφών υμών ως εμέ αυτού ακούσεσθε κατά πάντα...” Επιβεβαιοί ούτω ότι ο Χριστός θα είναι προφήτης και ότι θα είναι εκ των Εβραίων, όπως και ο Μωϋσής δηλ. άνθρωπος και μόνον άνθρωπος”.
Και όμως ο σ. πέφτει πολύ έξω στους υπολογι­σμούς του, διότι η γραφή μας δίδει την σχέση Μωϋσέως και Χριστού και λέγει ότι η σχέση τους είναι σχέσις Δημιουργού και κτίσματος. Ιδού τι λέγει η γραφή: “Κατανοήσατε τον απόστολον και αρχιερέα της ομολογίας ημών Ιησούν, πιστόν όντα τω ποιήσαντι αυτόν, ως και Μωϋσής εν όλω τω οίκω αυτού. Πλείονος γαρ ούτος δόξης παρά Μωυσήν ηξίωται καθόσον πλείονα τιμήν έχει του οίκου ο κατασκευάσας αυτόν. Πας γαρ οίκος κατασκευάζεται υπό τινός, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός (Εβρ. γ' 2-4), όπου και Δημιουργός και Θεός τα πάντα κατασκευάσας ονομάζεται ο Ιησούς.
60ον) Πράξ. δ' 27 “Συνήχθησαν γαρ επ' αλήθειας εν τη πόλει ταύτη επί τον άγιόν σου παίδα Ιησούν ον έχρισας... ποιήσαι όσα η χειρ σου και η Βουλή σου προώρισε γενέσθαι”.
Έτσι τον υπελάμβανον όσοι τον έβλεπαν εκ πρώτης όψεως. Εις όσους όμως ο Θεός απεκάλυπτε τον έλεγαν υιόν Θεού, ως π.χ. ο Πέτρος (Ματθαίου ιστ’ 17). Εξ άλλου ο Ιησούς εχρίσθη ως άνθρωπος. 
61ον) Πράξ. ζ' 55. “Υπάρχων δε πλήρης πνεύματος αγίου ατενίσας εις τον ουρανόν είδε την δόξαν του Θεού και Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του Θεού και είπεν: “Ιδού θεωρώ τους ουρανούς διηνοιγμένους και τον υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών του Θεού”.
Ο σ. σχολιάζοντας το χωρίον αυτό βρίσκει ότι ελλείπει το άγιον πνεύμα από τον ουρανό και θριαμβολογεί ότι δεν υπάρχει. Δεν βλέπει ότι ο Στέφανος ήτο “πλήρης πνεύματος Αγίου” και απορεί ο σ. πως δεν μηνονεύεται το Άγιον Πνεύμα. Παρατηρεί επίσης ότι “ξεχωρίζει τον Ιησούν από τον θεόν και τούτο μας υποχρεώνει να παραδεχθώμεν ότι άλλος είναι ο Θεός και άλλος ο Ιησούς”. Και βέβαια άλλος είναι ο καθένας τους. Αλλο πρόσωπο του Πατρός, άλλο του Υιού. Αλλ’ ερωτώμεν τον σ. αφού μετά την ανάστασίν έγινε Θεός, γιατί στον ουρανό ονομάζεται Υιός του ανθρώπου;
62ον) Πράξ. ι' 38. “Ιησούν τον από Ναζαρέτ ον έχρισεν ο Θεός πνεύματι αγίω και δυνάμει ος διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του διαβόλου ότι ο Θεός ην μετ’ αυτού”.
Εδώ ο σ. όλως διόλου αδικαιολογήτως απορεί, διότι το χωρίον αυτό λέγει απλώς ότι ο Θεός ήτο μετά του Χριστού ως ανθρώπου. Που λοιπόν είναι η δυσκολία; 
63ον) Πράξ. Ι’ 42. “Και παρήγγειλεν υμίν κηρύξαι τω λαώ και διαμαρτύρασθαι ότι αυτός εστίν ο ωρισμένος υπό του Θεού κριτής ζώντων και νεκρών”. “Είναι τοις πάσιν γνωστόν ότι ο διοριζόμενος υπό τινός είναι κατώτερος του διορίζοντος”.
Αφού ο σ. βγάζει συμπεράσματα από την κοινωνίαν των ανθρώπων τον ερωτώμεν: μήπως ο διορίζων δεν είναι της αυτής φύσεως και ουσίας με τον διοριζόμενον; Δηλαδή και οι δύο είναι άνθρωποι.
64ον) Πράξ. ιγ' 33 και Ψαλμ. β' 7. “Κύριος είπε προς με Υιός μου ει συ εγώ σήμερον γεγέννηκά σε”.“Πρώτον αυτός ο Χριστός αποκαλεί τον Θεόν Κύριον, διότι λέγεί. Κύριος είπε προς με. Εάν ήτο Θεός ο Χριστός δεν ήτο δυνατόν να καλέση τον Θεόν Κύριό του.”
Αλλά λησμονεί ο σ. ότι και ο Πατήρ Θεός καλεί Θεόν και Κύριον τον υιόν του: “προς δεν τον υιόν ο θρόνος σου ο Θεός εις τον αιώνα του αιώνος... και, κατ’ αρχάς, Κύριε, την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί. (Εβρ. α' 8-10).
Δεύτερον: ότι θα γεννηθή υπό του Θεού εν χρόνω, διότι λέγει “εγώ σήμερον γεγέννηκά σε. Είναι φανερόν ότι, εφόσον ο Δαβίδ λέγει σήμερον γεγέννηκά σε, είμεθα υποχρεωμένοι να παραδεχθώμεν ότι προ του Δαβίδ δεν είχε γεννηθή ο Υιός.
Ερωτώμεν τον συγγραφέα: ώστε ζούσε επί Δαβίδ ο Χριστός; Τότε που πάνε οι θεωρίες σας ότι ο Χριστός δεν προϋπήρχε της γεννήσεώς του εκ της Παρθένου; Έπειτα απορούμε πως ο σ. κάνει τέτοιο λάθος: το σήμερον γεγέννηκά σε σημαίνει σήμερον σε ανέστησα και όχι σε εγέννησα για να υπάρχης. Το χωρίο αυτό το ερμηνεύσαμε ανωτέρω, (σελίς 19) αλλ' ο σ. επανέρχεται στα ίδια χωρία και είμεθα υποχρεωμένοι να τον ακολουθούμεν κατά πόδας. Στο χωρίο αυτό που μας προσκομίζει ομιλεί για δύο πράγματα. Πρώτον ότι είναι Υιός του ήδη και όχι από σήμερον. Και δεύτερον “εγώ σήμερον γεγέννηκά σε” δηλαδή Εγώ σήμερον σε ανέστησα. Αυτήν άλλω­στε την ερμηνείαν δίδει η ίδια η Γραφή, η οποία ερμηνεύει το σήμερον γεγέννηκά σε σαν “σήμερον σε ανέστησα”, διότι λέγει: “Και ημείς υμάς ευαγγελιζόμεθα την προς τους πατέρας επαγγελίαν γενομένην, ότι ταύτην ο Θεός εκπεπλήρωκε τοις τέκνοις ημίν αναστήσας Ιησούν ως και εν τω ψαλμώ γέγραπται τω δευτέρω. Υιός μου ει συ εγώ σήμερον γεγέννηκά σε”. (Πράξ. ιγ' 32-33). 66ον) Ρωμ. α' 4.”... του ορισθέντος υιού Θεού”. Το χωρίον τούτο σαφέστατα μαρτυρεί ότι ωρίσθη, διωρίσθη Υιός Θεού. Ορισθέντος δε σημαίνει αποδειχθέντος και όχι διορισθέντος. 
66ον) Ρωμαίους ε' 15. “ει γαρ τω του ενός παραπτώματι οι πολλοί απέθανον, πολλώ μάλλον η χάρις του Θεού και η δωρεά εν χάριτι τη του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού εις πολλούς επερίσσευσε”.
Εδώ ο σ. τονίζει την φράσιν “δι' ενός ανθρώπου” για να υπογραμμίση ότι ο Χριστός ήταν άνθρωπος και μόνον άνθρω­πος. Και ότι μεν ήτο άνθρωπος αυτό το παραδέχεται η Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Αυτό που δεν αποδεικνύει ο σ. είναι ότι ο Χριστός ήτο μόνον άνθρωπος.
67ον) Ρωμ. η' 14-17. “Όσοι γαρ πνεύματι Θεού άγονται ούτοι εισίν υιοί Θεού... ει δε τέκνα και κληρονόμοι μεν Θεού συγκληρονόμοι δε Χριστού”. “Ο Χριστός είναι όμοιος με ημάς κατά πάντα εκτός αμαρτίας και δι’ αυτό λέγεται Υιός μονογενής, διότι είναι ο μόνος που δεν αμάρτησε τηρήσας εν παντί το θέλημα του Θεού”.
 Λησμονεί όμως ο σ. ότι ο άνθρωπος γεννάται με το προπατορικό αμάρτημα. Πως ο Χριστός ήταν αναμάρτητος; Αν δηλαδή ήτο κοινός άνθρωπος θα είχε το προπατορικό του αμάρτημα συν ταις αμαρτίαις ταις προσωπικαίς. 
68ον) Ρωμ. η' 29 “Όχι ους προέγνω και προώρισε συμμόρφους της εικόνος του υιού εις το είναι αυτόν πρωτότοκον εν πολλοίς αδελφοίς”. “Οίαν θέσιν έχει ο πρωτότοκος εις μίαν οικογένειαν έχουσαν πολλούς υιούς, εις την οποίαν ο πρωτότοκος κατ' ουδέν διαφέρει από τους αδελφούς του ει μη μόνον κατά την πρωτοτοκίαν, την ιδίαν θέσιν κατέχει και ο Χριστός εν συγκρίσει προς τους αδελφούς του και η μόνη διαφορά, την οποίαν έχει είναι ότι είναι πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών”.
Το ζήτημα που πρέπει να εξετάσουμε είναι όχι αν ο πρωτότοκος έχει και άλλους αδελφούς, αλλά τι είδους υιότητα έχει ο πρωτό­τοκος και τι είδους υιότητα έχουν οι αδελφοί του. Είναι δηλαδή φυσικός Υιός ή μήπως είναι θετός Υιός; Στην περίπτωση του Ιησού έχουμε τον μεν πρωτότοκον φυσικόν υιόν, τους δε άλλους αδελφούς θετούς υιούς.
69ον) Ρωμ. ι' 9. “Ότι εάν ομολογήσεις εν τω στόματί σου Κύριον Ιησούν και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών σωθήσεί”. Το χωρίον αυτό μαρτυρεί ότι ο Χριστός δεν ανεστήθη δια της ιδίας του δυνάμεως, ως καταχρηστικώς παραδέχεται η Εκκλησία και έκαμε τους διαφόρους ύμνους “αλλ' εξουσία εαυτού ανέστη” κ.λπ., αλλά τουναντίον ανεστήθη δια της δυνά­μεως του Πατρός. Ουδαμού της Γραφής και ουδέν χωρίον υπάρχει εν αυτή το οποίον να λέγη ότι ανεστήθη δια της δυνάμεως της ιδικής του”.
Θα του δείξουμε τα χωρία που μαρτυρούν ότι ανέστη ιδία δυνάμει. Βέβαια η Γοαφή διδάσκει ότι ο Πατήρ ανέστησε τον υιόν. Πλην όμως διδάσκει επίσης ότι η ανάσταση δεν ήτο έργον μόνον του Πατρός αλλά και του υιού. Ιδού το χωρίον:”απεκρίθη ο Ιησούς και είπεν αυτοίς λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν... εκείνος δε έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού. Ότε ουν ηγέρθη εκ νεκρών εμνήσθησαν οι μαθηταί αυτού ότι τούτο έλεγεν”. (Ιωάν. β' 19-22, Ματθ. κστ 61, Μάρκ. ιδ' 57-58) και “Δια τούτο με ο Πατήρ αγαπά ότι εγώ τίθημι την ψυχήν μου, ίνα πάλιν λάβω αυτήν, ουδείς ήρε ν αυτήν απ' εμού, αλλ' εγώ τίθημι αυτήν απ' εμαυτού. Εξουσίαν έχω θείναι αυτήν και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν” (Ιωάν. ι' 17-18). 
70ον) Ρωμ. ιε' 6. “Ίνα ομοθυμαδόν εν ενί στόματι δοξάζητε τον Θεόν και Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού”. Και εις το χωρίον τούτο καθορίζει ο Παύλος ότι η δοξολογία πρέπει να απευθύνεται πάντοτε προς τον Πατέρα όστις είναι Θεός και αυτού του Χριστού”.
Από που έβγαλε ο σ. το συμπέρασμα ότι η δοξολογία πρέπει να απευθύνεται μόνον στον Πατέρα του Χριστού αυτό δεν μπορεί κανείς να το αντιληφθή μελετώντας το σχετικό χωρίον. Ότι δε ο Πατήρ του Χριστού είναι και Θεός του κατά την ανθρώπινη του φύση αυτό είναι χιλιομαρτυρημένο από την Καινήν Διαθήκην (Β' Κορ. α' 3, ια' 31 Εφ. α' 3, Α' Πέτρ. α' 3, Εφ. α' 17, Ματθ. κζ' 46, Ιωάν. κ' 17, Εβρ. α' 9). Αλλά στην Γραφή όπως ήδη σημειώσαμε ανωτέρω έχομεν και το αντίστροφο δηλαδή ο Πατήρ να αποκαλή Θεόν και Κύριον τον Χριστόν, όπως εν Εβρ. α' 8, 9,10.
71ον) Ρωμ. ιστ' 25-27 “Τω δε δυναμένω... κατ' επιταγήν του αιωνίου Θεού εις υπακοήν πίστεως... μόνω σοφώ Θεώ δια Ιησού Χριστού. “Εις τους λόγους τούτους του Παύλου τι θα απαντήσουν οι θιασώται του συνανάρχου Χριστού ως ισοτίμου τω Πατρί; Ουδεμία δικαιολογία υπάρχει δι' αυτούς εφόσον σαφέστατα καθορίζει ο Παύλος ότι ένας είναι “ο αιώνιος Θεός” όστις είναι μόνον ο Πατήρ και όστις είναι ο μόνος σοφός Θεός”.
Απορούμε διότι δεν βλέπουμε στο χωρίο αυτό να λέπ πουθενά ότι μόνον ο Πατήρ είναι Θεός αιώνιος. Όσο για το “ο μόνος σοφός Θεός”, αυτό δεν αντιτίθεται στον Χριστό αλλά στους Θεούς τους ψεύτι­κους των ειδώλων. Αλλά αν εφαρμόσουμε την ερμηνευτικήν μέθοδον του σ. θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι ο Θεός Πατήρ δεν είναι αυτοτελώς σοφός αλλά μόνον δια Ιησού Χριστού, διότι το κείμενον λέγει: “μόνω σοφώ Θεώ δια Ιησού Χριστού”. Πάντως όπως και να έχουν τα πράγματα γεγονός είναι ότι ο Χριστός όχι μόνον είναι σοφός Θεός, αλλά κατά την γραφήν είναι αυτή αύτη η σοφία του Πατρός, διότι ο Παύλος λέγει για τον Χριστόν ότι είναι “Θεού δύναμις και Θεού σοφία”. A' Κορ. α' 24. Μπορεί λοιπόν ο Πατήρ να είναι σοφός η να είναι σοφία χωρίς τον Χριστόν; Ασφαλώς όχι. Τι έχει να είπη ο σ.; 
72ον) Α' Κορ. η' 5-6”... αλλ' ημίν εις Θεός ο Πατήρ, εξ ου ία πάντα και ημείς εις αυτόν και εις Κύριος Ιησούς Χριστός δι' ου τα πάντα”. “Ο Θεός είναι ένας και αυτός είναι μόνον ο Πατήρ και ουδείς άλλος. Μετά δε τον Θεόν έρχεται ο Ιησούς τον οποίον ο Θεός εποίησε Κύριον και Χριστόν”.
Αλλ' αφού δια του Χριστού έγιναν τα πάντα (“δι' ου τα πάντα”), πως λέγεις ότι δεν υπήρχε στην Δημιουργία ο Χριστός; Αφού δι' αυτού εδημιουργήθησαν τα πάντα, άρα σαν δημιουργός των πάντων σύμφωνα με την σαφή διδασκαλία του Παύλου προϋπήρχε πριν γεννηθή στην γη από την Παρθένο Μαρία, πράγμα που δεν παραδέχεται ο σ. Ως προς δε το αν μόνος ο Πατήρ είναι Θεός επειδή λέγει “αλλ' ημίν εις Θεός ο Πατήρ”, μήπως παύει ο Πατήρ να είναι Κύριος επειδή ο Χριστός είναι ο “εις Κύριος'; Πως και γιατί έρχεται μετά από τον Πατέρα ο Χριστός αφού όλοι οι υιού Θεού του μοιάζουν και αφού πριν από τον Χριστόν υπήρξαν εκατοντάδες δίκαιοι που έγιναν και αυτοί υιοί Θεού και μάλιστα προ του Χριστού; Έπειτα αν είναι και έτσι τα πράγματα, πως ο Χριστός μπορεί να είναι πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς;
73ον) Α' Κορ. ια' 3. “Θέλω δε υμάς ειδέναι ότι παντός ανδρός η κεφαλή ο Χριστός εστιν, κεφαλή δε γυναικός ο ανήρ, κεφαλή δε Χριστού ο Θεός” Τις αναγινώσκων τους σαφείς τούτους λόγους του Παύλου δεν θα ομολογήση ότι ο Χριστός είναι κατώτερος του Θεού;”
Το θέμα μας δεν είναι ποιος είναι κεφαλή του άλλου, αλλά ποια είναι η φύση του καθενός. Έτσι η γυναίκα του υπ' όψιν χωρίου είναι κατωτέρα του ανδρός; Η γυναίκα δεν είναι άνθρωπος όπως ο ανήρ; Δεν είναι δηλαδή ομοούσιος τω ανδρί; Έτσι και τον Ιησούν Χριστόν δεχόμεθα ομοούσιον τω Πατρί. 
74ον) Α' Κορ. ιε' 21. “Επειδή γαρ δι’ ανθρώπου θάνατος και δι' ανθρώπου ανάστασις νεκρών, ώσπερ γαρ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται”.
Αλλά και εις αυτό το χωρίον δεν λέγει ότι ο Χριστός ήτο μόνον άνθρωπος αλλά ότι ήτο άνθρωπος, πράγμα που παραδέ­χεται η εκκλησία. Προσπαθεί δηλαδή να μας αποδείξει όσα ήδη παραδεχόμεθα. 
75ον) Α' Κορ. ιε' 28 “Όταν δε υποταγή αυτώ τα πάντα τότε και αυτός ο Υιός υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα”. Εφαρμόζοντας ευθύς εξ αρχής την λογικήν του σ. παρατηρούμεν ότι εις το χωρίον αυτό ο Πατήρ τίθεται στην υπηρεσίαν του υιού και του υποτάσσει τα πάντα. Επίσης συμπεραίνομεν, πάντα κατά την λογικήν του σ, ότι ο Υιός προ του να υποταγή δεν ήταν υποταγμένος τω Πατρί ούτε ως άνθρωπος, ούτε ως ενδοξασμένος. Τι έχει να αντείπη ο σ.; Επίσης ο σ. παρατηρεί τα εξής εις το υπόψιν χωρίον. “Ο Υιός έπαυσε μετά την ανάστασίν του να είναι άνθρωπος, αλλ' είναι βασιλεύς εις τον οποίον ο Θεός υπέταξε τα πάντα”. Αλλά πήρε πολλήν φόραν ο σ. δεν μας λέγει αν ο Βασιλεύς μπορεί να είναι και άνθρωπος. Δηλαδή ίσως είναι βασιλεύς, αν μας το αποδεί­ξετε. Αλλ' αυτό δεν μας ενδιαφέρει. Μας ενδιαφέρει να ξέρουμε την φύση του μετά την Ανάστασιν. Ήταν η δεν ήταν μετά την Ανάστασιν του, άνθρωπος, είτε βασιλεύς, είτε δούλος, δεν εξετάζομεν αυτό.
76ον) Β' Κορ. α' 3. “Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού” “Εις το χωρίον αυτό βλέπομεν δύο τινά. Πρώτον, ότι ο Παύλος απευθύνει την δοξολογίαν μόνον εις τον Θεόν, τουτέστιν εις τον Πατέρα και δεύτερον, ότι τον Πατέρα τον ονομάζει Θεόν του Χριστού”.
Αλλ’ εις το χωρίον αυτό δεν λέγει ότι πρέπει να δοξάζομεν μόνον τον Πατέρα και να μη δοξάζομεν τον Χριστόν, διότι ο Χριστός αποδέχεται την δόξαν όπως φαίνεται εκ του χωρίου Λουκ. δ' 15 “και αυτός εδίδασκεν εν ταις συναγωγαίς αυτών δοξαζόμενος υπό πάντων”. Επίσης έχομεν εδάφια εις τα οποία ο ίδιος ο Πατήρ δοξάζει τον υιόν. Ιωάν. ιγ' 31, ιστ' 14 κ.λπ. Επίσης η γραφή χαρακτηρίζει τον χριστόν Ευλογητόν πράγμα που ο σ. δεν παραδέχεται (Ρωμ. θ' 5). (Ιδέ και σελ. 38). Όσο για το ότι τον Πατέρα τον ονομάζει Θεόν του Χριστού λέγομεν ότι αυτό είναι φυσικόν ο Χριστός νάχη ως άνθρωπος Θεόν τον Πατέρα. Πλην όμως η Γραφή διδάσκει και το αντίστροφον ότι δηλαδή ο Πατήρ αποκαλεί Θεόν και Κύριον τον Χριστόν (Εβρ. α' 8,10). Ο δε άνθρωπος IX δεν είχε Θεόν μόνον τον πατέρα αλλά και τον Υιόν ή Λόγον.
77ον) Β' Κορ. ε' 18-19: “Τα δε πάντα έκτου Θεού του καταλλάξαντος ημάς εαυτώ δια Χριστού..., ως ότι Θεός ην εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων μη λογιζόμενος αυτοίς τα παραπτώματα αυτών.
Και εις το χωρίον αυτό βλέπομεν ότι τα πάντα εκ του Θεού, όστις μας συνεφιλίωσε με τον εαυτόν του δια του Χριστού. Επίσης ξεχωρίζει σαφώς ο Παύλος τον Χριστόν από τον Θεόν.. Εφαρμόζομεν και εδώ την λογικήν του σ.: Διατί κατήλλαξε ο Θεός Πατήρ τον κόσμον δια Χριστού; Δεν μπορούσε να το κάνει ο ίδιος μόνος του; Άρα είχε ανάγκην του Χριστού και δεν μπορούσε μόνος του να καταλλάξη τον κόσμον. Όσο για το ότι ξεχωρίζει ο Παύλος τον Θεόν Πατέρα από τον Χριστόν αυτό είναι δεκτόν διότι πράγματι άλλο πρόσωπο είναι ο Πατήρ και άλλο ο Υιός.
78ον) Β' Κορ. ιγ' 13. “Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος μετά πάντων υμών. “Βλέπομεν ότι εις το χωρίον αυτό ο Παύλος ξεχωρίζει τον Θεόν από τον υιόν και λέγει “η αγάπη του Θεού” δεν λέγει η αγάπη του Πατρός, οπότε θα ηδύναντο να αντιλέξουν, αλλά καθαρώτατα ξεχωρίζει τον Χριστόν από τον Θεόν, όμως δια τους μη εθελοτυφλούντας είναι πολύ φανερόν, ότι ο Χριστός δεν υπήρξε Θεός, αλλ' έγινε Θεός υπό του Πατρός όταν τον ανέστησεν.” Μπορεί να μας πη ο σ. γιατί ενώ το χωρίον αυτό το γράφει ο Παύλος μετά την Ανάστασιν, δεν λέγει ότι ο Χριστός είναι Θεός, αλλ' ονομάζει Θεόν τον Πατέρα; Που πάει η θεωρία του ότι ο Χριστός μετά την ανάστασιν έπαυσε να είναι άνθρωπος; 
79ον) Β' Κορ. ιγ' 4. “Και γαρ εσταυρώθη εξ ασθενείας, αλλά ζη εκ δυνάμεως Θεού και γαρ ημείς ασθενούμεν εν αυτώ, αλλά ζήσομεν συν αυτώ εκ δυνάμεως Θεού”. Κατά το ανθρώπινον λέγει “ζη εκ δυνάμεως Θεού”. Δεν λέγει εκ δυνάμεως Πατρός, αλλά Θεού όπου συνυπονοείται και ο Υιός.
80ον) Γαλ. α' 5.”... κατά το θέλημα του Θεού και Πατρός ημών ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν”. “Και εδώ ο Παύλος τονίζει ότι τα πάντα έγιναν κατά το θέλημα του Θεού, τουτέστιν του Πατρός ημών και δι' αυτό τονίζει ότι η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων ανήκει εις τον Θεόν Πατέρα”. Παρατηρούμεν ότι δεν λέγει “μόνον εις τον Θεόν Πατέρα αφ' ενός, αφ’ ετέρου ο σ. κολοβώνει το χωρίον το οποίον ολίγον ανωτέρω αναφέρει και αυτόν τον Χριστόν. Διότι λέγει: “Χάρις υμίν και ειρήνη από Θεού Πατρός ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού...” (Γαλ. α' 3-4).
81ον) Γαλ. β' 20. “Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δ’ εν εμοί Χριστός” και Γαλ. δ' 19 ”... αχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν”.
Εδώ δεν πρόκειται για υποστατική ένωση του Χριστού με τους πιστούς αλλά για κατά χάριν ένωσιν. 
82ον) Εφεσ. α' 1. “Παύλος απόστολος Ιησού Χριστού δια θελήματος Θεού”. Ερωτώμεν τον σ. αφού τον Ιησού τον ονομάζει Χριστόν, διατί δεν τον ονομάζει και θεόν αφού κατά την θεωρίαν του μετά την ανάστασίν έπαψε νάναι άνθρωπος και ήτο μόνον Θεός; 
83ον) Εφεσ. α' 17. ”... ίνα ο Θεός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο Πατήρ της δόξης δώη ημίν πνεύμα σοφίας”. “Ποίαν καλλιτέραν απόδειξιν της μεγάλης των πλάνης ζητούν από την απόδειξιν που φέρει ο Παύλος λέγων “ο Θεός του Κυρίου Ιησού Χριστού; Συνεπώς και ο Χριστός είχε Θεόν τον Θεόν μας”.
Και αντιστρόφως η Γραφή εμφανίζει τον Πατέρα να ονομάζη Θεόν και Κύριον τον Χριστόν (Εβρ. α' 8,10). Μήπως γι αυτό μειώνεται ο Πατήρ; Ήτο Θεός του ως προς την ανθρωπίνην φύσιν του. 
84ον) Εφεσ. γ' 14. “Τούτου χάριν κάμπτω τα γόνατά μου προς τον Πατέρα, εξ ου πάσα πάτριά εν ουρανοίς και επί γης ονομάζεται”. “Εδώ, έχομεν σαφεστάτην την ανωτερότητα του Πατρός ως μόνου Θεού αυθυπάρκτου, διότι βλέπομεν να κάμπτει τα γόνατά του ο Παύλος ουχί προς τον Τριαδικόν θεόν ή προς τον Χριστόν, αλλά μόνον προς τον Πατέρα”.
Πρώτον: που λέγει εδώ ότι ο Πατήρ είναι αυθύπαρκτος; Αυτό εμείς το δεχόμεθα βέβαια αλλά δεν το λέγει το υπ' όψιν χωρίον. Εις άλλα δε μέρη της γραφής η προσκύνησις αποδίδεται προς τον θεόν Χριστόν όπως π.χ. Ματθ. η 2, θ' 18, ιε 25 κ.λπ., όπου τον προσκυνούν άνθρωποι και αυτός δέχεται την προσκύνησίν των αδιαμαρτυρήτως. Αλλά και εις τους αγγέλους ο Θεός προστάζει να προσκυνήσουν τον Υιόν: “και προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες άγγελοι Θεού”. (Εβρ. α' 6.). 
85ον) Εφεσ. δ' 24. “και ενδύσασθαι τον καινόν άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα εν δικαιοσύνη...” Εδώ το “κτισθέντα” δεν σημαίνει “λαβόντα ύπαρξιν”, αλλά ουσιώσαντα την αρετήν.
86ον) Εφεσ. δ' 4. ”... εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα, εις Θεός και Πατήρ πάντων ο επί πάντων Θεός και δια πάντων και εν πάσιν”. “Εδώ τον μεν Χριστόν ονομάζει Κύριον και όχι θεόν, τον δε θεόν καθορίζει ότι είναι ένας, αυτός δε είναι ο Πατήρ μόνον”.
Σύμφωνα με την λογική του σ. απαντώμεν: Αφού “εις Κύριος” ο Χριστός, άρα ο Πατήρ δεν είναι Κύριος. Εξ’ άλλου ως προς το αν ονομάζεται Θεός προ της αναστάσεώς του ο Χριστός, ιδέ το Ιωάν. ε' 18, όπου ομιλεί ο ίδιος ο θεόπνευστος ευαγγελιστής και δεν μεταφέρει γνώμας των Ιουδαίων ούτε πα­ρερμηνείες τους ή συκοφαντίες τους, ως λέγετε αλλού για παρόμοια περίπτωση.
87ον) Εφεσ. δ' 32. “Γίνεσθε δε εις αλλήλους χρηστοί, εύσπλαχνοι χαριζόμενοι εαυτοίς καθώς και Θεός εν Χριστώ εχαρίσατο ημίν”. Εδώ το “καθώς και Θεός εν τω Χριστώ” δείχνει ότι εν τω Χριστώ ήτο η θεότης ενεργούσα, δηλαδή ο Λόγος ήτο εν Χριστώ Ιησού. 
88ον) Φιλιπ. β' 9-11. “Διο και ο Θεός αυτόν υπερύψωσεν και εχαρίσατο αυτώ το υπέρ παν όνομα... και πάσα γλώσσα εξομολογήσεται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός”.”Πως ήτο συνάναρχος και συναΐδιος Θεός αφού τον υπερύψωσεν ο Θεός,... Εάν είπουν εις τον ουρανόν μεν τον ύψωσε αλλά κατά το ανθρώπινον,... τότε πάλιν καταπατούν την αλήθειαν, ήτις είναι ότι μετά τον θάνατον υπερύψωσεν αυτόν ο Θεός, οπότε είχε παύσει ο Χριστός να είναι άνθρωπος”.
Και βέβαια ως άνθρωπον τον υπερύψωσεν, δηλαδή κατά το ανθρώ­πινον. Αλλά που λέγει η Γραφή ότι μετά θάνατον, ο Χριστός έπαυσε να είναι άνθρωπος; 
89ον) Κολ. α'15. “Πρωτότοκος πάσης κτίσεως...” και 
90ον) Κολ α' 18. “Ος εστίν αρχή, πρωτότοκος εκ των νεκρών”. Είναι αυτονόητον ότι όταν λέγη πρωτότοκος εκ των νεκρών, δεν εννοεί ότι ανεστήθη το σώμα του Ιησού, αλλ' εννοεί την ψυχήν του Ιησού, την οποίαν ο Πατήρ δεν εγκατέλειψεν εις τον Άδην”.
Ο σ. εδώ πελαγοδρομεί όταν ομιλή για ψυχήν του Ιησού διότι δεν δέχεται την ύπαρξιν αθανάτου ψυχής. Επίσης ομολογεί ότι δεν δέχεται σωματικήν ανάστασιν του Κυρίου, ενώ η γραφή παντού διακηρύσσει την σωματικήν ανάστασιν του Κυρίου (Ιωάν. β' 19). 
91ον) Κολ. γ' 3. Αποθάνετε γαρ και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ”. Εδώ λέγει ο σ. ότι άλλος είναι ο Θεός Πατήρ και άλλος είναι ο Χριστός. Φυσικά. Αυτό διδάσκει και η εκκλησία ότι άλλο είναι το πρόσωπον του Πατέρα Θεού και άλλο είναι το πρόσωπον του υιού.
92ον) Κολ. γ' 10. “Και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ' εικόνα του κτίσαντος αυτόν”. Εδώ “του κτίσαντος” δεν σημαίνει “τον δόντα ύπαρξιν” αλλά τον ουσιώσαντα την αρετήν. 
93ον) Α' Θεσ. α' 2-3. “Ευχαριστούμεν τω Θεώ πάντοτε... και της υπομονής της ελπίδος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έμπροσθεν του Θεού και Πατρός ημών.”
94ον) Α' Θεσ. β' 13-14. “Και δια τούτο και ημείς ευχαριστούμεν τω Θεώ αδιαλείπτως... υμείς γαρ μιμηταί εγεννήθητε αδελφοί των Εκκλησιών του Θεού των ουσών εν τη Ιουδαία εν Χριστώ Ιησού”.
95ον) Β' Θεσ. α' 2.”Χάρις υμίν και ειρήνη από Θεού Πατρός και Κυρίου Ιησού Χριστού”.
Ουδαμού λέγει η Γραφή ότι “τας ευχαριστίας πρέπει να αναπέμπη πας χριστιανός εις τον Θεόν, τουτέστιν εις τον Πατέρα” μόνον, όπως σημειώνει ο σ. Το δεύτερον που λέγει ο σ. είναι ότι εδώ ξεχωρίζει ο απόστολος τον Θεόν Πατέρα από τον Χριστόν, και ότι Θεός είναι μόνον ο Πατήρ ο δε Ιησούς Χριστός ήτο μόνον άνθρωπος θεοποιηθείς υπό του Πατρός μετά τον θάνατόν του. Ότι άλλο είναι το πρόσωπο του Πατρός και άλλο το Υιού αυτό το τονίσαμε επανειλημμένως. Ότι ο Πατήρ είναι μόνος αυτός Θεός, δεν το λέγει το χωρίον. Ότι επίσης ο Χριστός ήτο μόνον άνθρωπος και αυτό δεν το λέγει το χωρίον μας. Ότι δε μετά θάνατον εθεοποιήθη υπό του Πατρός εις τρόπον ώστε να μη είναι πλέον άνθρωπος αυτό το βγάζει από το μυαλό του ο σ. διότι δεν το λέγει ούτε το υπ' όψει εδάφιον ούτε πουθενά η Γραφή.
96ον) Α' Τιμ. β' 5. “Εις γαρ Θεός εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων άνθρωπος Ιησούς Χριστός... ” Εδώ ερωτώμεν τον σ. Πως ο Παύλος ονομάζει τον Χριστόν άνθρωπον μετά την ανάστασιν; Αφού δηλαδή κατά την θεωρίαν σας έγινε μόνον Θεός και έπαψε να είναι άνθρωπος;
97ον) Α' Τιμ. γ' 16. “Ος εφανερώθη εν σαρκί εδικαιώθη εν πνεύματί”.
Τον συγγραφέα σκανδαλίζει το “εδικαιώθη” στο οποίο θα αναφερθώμεν. Αλλά προηγουμένως ας ίδωμεν πως εφανερώθη” εν σαρκί αν δεν προϋπήρχε, προ της κατά σάρκα γεννήσεώς του; Όσο για το εδικαιώθη εν πνεύματι σημαίνει καθ’ ημάς “απεδείχθη δυναμικά Μεσσίας”.
98ον) Α' Τιμ. στ’ 3. “Παραγγέλλω ενώπιον του Θεού του ζωοποιούντος τα πάντα και Χριστού Ιησού”.
Ο σ. επαναλαμβάνει τα ίδια, ότι εδώ ο Παύλος ξεχωρίζει τελείως τον Θεόν από τον Χριστόν. Είπαμε και επαναλαμβάνουμε ότι η Εκκλησία μας δέχεται ότι άλλο είναι το πρόσωπο του Πατρός και άλλο του υιού.
99ον) Α' Τιμ. σ' 14-16 ”Τηρήσαι σε την εντολήν άσπιλον και ανεπίληπτον μέχρι της επιφανείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ην καιροίς ιδίοις δείξει ο μακάριος και μόνος δυνάστης ο βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οικών απρόσιτον, ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται- ω τιμή και κράτος αιώνιον”.
Εδώ ο μόνος έχων αθανασίαν λέγεται εν αντιθέσει προς τους αγγέλους και τας ψυχάς που έχουν αθανασίαν κατά μετοχήν, διότι αυτοί μετέχουν της αθανασίας. Ότι δε δεν λέγεται εν αντιθέσει προς τον Χριστόν φαίνεται και εκ του ότι περί του Χριστού μαρτυρεί η Γραφή ότι είναι ο ίδιος η αιώνιος ζωή: “Και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον Πατέρα και εφανερώθη ημίν. (Α' Ιωάν. α ) και “Εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή(Ιωάν. ια' 25).
100ον) Τίτου α' 4. “Χάρις και ειρήνη από Θεού Πατρός και Κυρίου Ιησού Χριστού.
101ον) Φιλήμ. α' 3. “Χάρις και ειρήνη από Θεού Πατρός ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού”. Και εις τας δύο ταύτας μικρός επιστολάς του Παύλου την προς Τίτο και την προς Φιλήμονα ξεχωρίζεται το πρόσωπον του Χριστού ως κατωτέρου Θεού, διότι τον μεν Πατέρα ονομάζει Θεόν, τον δε Χριστόν ονομάζει Κύριον, διότι ο Θεός τον εποίησε Κύριον.
Ώστε υπάρχει ένας ανώτερος και ένας κατώτερος Θεός! Και δεν είναι αυτό ειδωλολατρεία; Είναι δε κατώτερος ο Χριστός διότι ονομάζεται Κύριος; Αλλά αν τον ονομάζη η Γραφή Θεόν τότε θα πήτε ότι όλοι μπορούν να γίνουν Θεοί κατά το “εγώ είπα Θεοί εστέ”. Αλλά εφαρμόζοντας την λογικήν σας δυνάμεθα να ισχυρισθούμε ότι και ο Θεός Πατήρ δεν είναι αληθινός Θεός αφού Θεός μπορεί να σημαίνει ό,τι εν τω “Εγώ είπα Θεοί εστέ”. Πάντως στα ανωτέρω χωρία καθώς και στα όμοιά τους, όταν λέγη Θεού Πατρός εξυπακούεται το Θεού υιού. Αλλά αφού δεν παραδέχεται ο σ. ότι ο Χριστός ονομάζεται και είναι Θεός, πως εις τα ανωτέρω χωρία που εγράφησαν για το χρόνο μετά την Ανάστασίν, πως δεν ονομάζεται ο Χριστός Θεός αλλά πάλιν Κύριος; Αλλά και γενικώτερον όταν η Γραφή λέγει “Θεός Πατήρ” εξυπακούεται ο Θεός Υιός. διότι ο Πατήρ είναι πάντοτε Πατήρ ενός Υιού.
102ον) Εβρ. α' 1-2 “Πολυμερώς... ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις επ’ εσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ, ον έθηκε κληρονόμον πάντων”. “Είναι εκτός πάσης συζητήσεως ότι ο τιθέμενος υπό τινός κληρονόμος είναι πάντοτε κατώτερος εκείνου όστιςτον θέτει κληρονόμον”.
Αλλ' αυτό είναι σχετικόν, σχετικώτατον διότι μπορεί ο κληρονόμος να είναι κατά πολύ ανώτερος ή ίσος ή κατώτερος του διαθέτου ως προς κάτι, Πάντως δεν διαφέρουν στην ουσία. Ό,τι είναι ο κληρονόμος είναι και ο διαθέτης. Άνθρωποι είναι και οι δύο, της αυτής ουσίας και φύσεως.
103ον) Εβρ. α' 9. “... Δια τούτο έχρισέ σε, ο Θεός, ο Θεός σου έλαιον αγαλλιάσεως παρά τους μετόχους σου”.
Το χωρίον αυτό καθώς και το αμέσως ανωτέρω (Εβρ. α' 8), είναι καταπέλτης για τον σ. διότι σε αυτά ο Πατήρ προσφωνεί τον υιόν “ω Θεέ' χρησιμοποιεί δηλαδή την κλητικήν που έχει ιδίαν μορφήν με την ονομαστικήν. Και το”έχρισέ σε, ο Θεός, ο Θεός σου” (Εβρ. α' 9) και το ο θρόνος σου ο Θεός εις τον αιώναr αποτελούν προσφωνήσεις του πατρός προς τον υιόν και τον ονομάζουν Θεόν. Δια τους δεχομένους την κλητικήν, πράγμα που αποτελεί και την μόνην ερμηνείαν του χωρίου ο σ. λέγει τα εξής:
 “Είναι όμως τόσον αθεόφοβος η ερμηνεία των αυτή ώστε δύναται πας τις αφόβως να τους ονομάσει στρεβλωτάς των Γραφών. Διότι όταν βάλουν αντί της ονομαστικής την κλητική “ω Θεέ” πρέπει να παραδεχθούν ότι ο Θεός ομιλών εις το χωρίον αυτό προς τον υιόν τον προσφωνεί “ω Θεέ” και κατά συνέπειαν πρέπει να παραδε­χθούν, ότι ο Θεός αναγνωρίζει τον υιόν δια της προσφωνήσεως ανώτερόν του”.
Σύμφωνα με την λογικήν του σ. θα πρέπη να είναι ανώτερος του Πατρός ο Χριστός. Όπως βλέπομεν ο σ. χωλαίνει σε απλά ζητήματα γραμματικής και συντακτικού της ελληνικής γλώσσης και όπου δεν ευοδούνται οι ερμηνείες του καταφεύγει εις τας ύβρεις, αφού ονομάζει στρεβλωτάς όσους ερμηνεύουν την κλητικήν του χωρίου.
104ον) Εβρ. α'13. “Κάθου εκ δεξιών μου έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου” Εφόσον ο Θεός τον τοποθετεί εις τα δεξιά του είναι υποχρεωτικόν να παραδεχθή πας τις ότι ο τοποθετήσας είναι ανώτερος του τοποθετημέ­νου”.
Εμείς απαντώμεν απλώς ότι το να καθίση στα δεξιά είναι η πιο τιμητική θέση. Λησμονεί όμως ο σ. ότι εις τα ανθρώπινα ο τοποθετών είναι επίσης άνθρωπος της αυτής φύσεως και ουσίας με τον τοποθετούμενον. Τι έχει να μας αντείπη;
105ον) Εβρ. β' 11. “0 τε γαρ αγιάζων και οι αγιαζόμενοι εξ ενός πάντες, δι ην αιτίαν ουκ επαισχύνεται αδελφούς αυτούς καλείν”.
Συμφωνούμε ότι ο αγιάζων είναι ο Χριστός και οι αγιαζόμενοι οι κατά χάριν υιοί, ενώ ο Χριστός είναι Υιός κατά φύσιν, ο φυσικός Υιός του Πατρός.
106ον) Εβρ. β' 6. “Τι εστίν άνθρωπος ότι μιμνήσκει αυτού...”.
Το χωρίον αυτό προσκομίζει ο σ. για να αποδείξη ότι ο Χριστός ήτο άνθρωπος και μόνον άνθρωπος, και ότι μεν ήτο άνθρωπος αποτελεί πίστιν της ορθοδόξου εκκλησίας, ότι όμως ήτο μόνον άνθρωπος αυτό δεν αποτελεί δίδαγμα της Γραφής αλλά φαντασίωσιν και πλάνην του σ.
107ον) Εβρ. γ' 1. “Όθεν κατανοήσατε τον απόστολον και αρχιερέα της ομολο­γίας Ιησούν πιστόν όντα τω ποιήσαντι αυτόν”. “Είναι δε εκτός πάσης συζητήσεως ότι ποιούμενος υπό του Θεού Χριστός δεν είναι δυνατόν να είναι συνάναρχος και συναΐδιος με τον ποιήσαντα αυτόν Θεόν, αλλ' είναι ποίημα, είναι κτίσμα του Θεού”.
Εδώ ο ιερός συγγραφεύς δεν αναφέρεται στην ουσία ή στην θεότητα του Χριστού. Εννοείται δε στο “ποιήσαντι αυτόν” το ”αρχιερέα και απόστολον”, που εδώ δεν εννοεί την ουσίωσιν του υιού αλλά την χειροτονίαν του εις Απόστολον και αρχιερέα, επομένως δεν δύναται να είναι και κτίσμα ή ποίημα του πατρός του.
108ον) Εβρ. β' 13. “Εγώ έσομαι πεποιθώς επ’ αυτώ”. “Εάν ήτο θεάνθρωπος θα είχε την πεποίθησιν εις τον εαυτόν του ως θεόν και δεν έπρεπε να είναι πεποιθώς επί τω Πατρί”.
Αλλά και πάλιν λησμονεί ο σ. ότι στην θεότητα δεν υπάρχει παρόμοιος εγωισμός, αλλά αγάπη και κοινωνικότητα. Αυτό άλλωστε είναι και το μυστικό νόημα του Τριαδικού Θεού, η αγάπη των προσώπων μεταξύ τους.
109ον) Εβρ. δ' 12. “Ζων γαρ ο λόγος του Θεού και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν...”
Οι γνώμες εδώ διχάζονται. Άλλοι ερμηνευταί θέλουν τον λόγον ως ενυπόστατον άλλοι βλέπουν εδώ το ρήμα του Θεού. Όπως και να έχη όμως το πράγμα δεν βλέπομεν γιατί ο σ. προσκομίζει αυτό το χωρίον, από το οποίο δεν έχει τίποτε να ωφεληθή υπέρ των απόψεών του, όποιαν ερμηνείαν και αν δεχθούμε.
110ον) Εβρ. ε' 7. “Ος εν ταις ημέραις της σαρκός αυτού δεήσεις και ικετηρίας προς τον δυνάμενον σώζειν αυτόν εκ του θανάτου μετά κραυγής ισχυρός και δακρύων”. “Γράφει “ος εν ταις ημέραις της σαρκός’’ δια να τονίση ότι όταν έζη επί της γης ήτο άνθρωπος και μόνον άνθρωπος“.
0 αναγνώστης βλέπει ότι ο σ. δεν φέρει κανένα επιχείρημα για να υποστηριξή ότι ο Χριστός ήτο μόνον άνθρωπος.
111ον) Εβρ. ε 8. “Καίπερ ων Υιός έμαθεν αφ’ ων έπαθεν την υπακοήν και τελειωθείς εγένετο... αίτιος σωτηρίας”.
Έμαθε εδώ δεν σημαίνει ότι πριν ηγνόει, αφού ανέλαβε το πάθος, να πάθη υπέρ ημών. Εκείνο που είναι αξιοσημείωτον εις το χωρίο αυτό είναι ότι ήτο Υιός προτού να πάθη και δεν έγινε Υιός κατά την ανάστασιν, όπως ισχυρίζεται ο σ. κατά την δικήν του θεωρίαν.
112ον) Εβρ. ζ' 24. “0 δε δια το μένειν αυτόν εις τον αιώνα απαράβατον έχει την ιερωσύνην, όθεν και σώζειν εις το παντελές δύναται τους προοερχομένους δι’ αυτού τω θεώ”.
Εδώ δυνάμεθα να εφαρμόσωμεν την λογική του σ. και να πούμε: Τι Θεός είναι ο Πατήρ αφού δεν δύναται μόνος, άνευ του Χριστού να δεχθή τους ανθρώπους; Γιατί είναι ανάγκη να προσέρχωνται οι άνθρωποι στον Πατέρα δια Ιησού Χριστού; Άρα έχει ο Πατήρ την ανάγκην του υιού και δεν είναι αυτοτελής, ελεύθερος και ανερξάρτητος, αφού δεν δύναται μόνος του να σώση τους ανθρώπους.
113ον) Εβρ. θ' 24. Όυ γαρ εις χειροποίητα εισήλθεν άγια ο Χριστός αλλ’ εις αυτόν τον ουρανόν νυν εμφανισθήναι τω προσώπω του Θεού”.
Εδώ πρόκειται για την εμφάνιση του Χριστού μετά την ανάσταση, οπότε ενεφανίσθη και ως άνθρωπος ενώπιον του Θεού Πατρός, εν σώματι αφθαρτισθέντι.
114ov) Ιακ. α' 1. “Ιάκωβος Θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού δούλος”.
Εδώ βλέπομεν ότι ο Ιάκωβος ονομάζει Θεόν τον Πατέρα και Κύριον τον Ιησούν. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός ή ότι ο Πατήρ δεν είναι Κύριος. Όπως ο Πατήρ είναι Κύριος, έτσι και ο Χριστός είναι Θεός. Εξ' άλλου αν ο Χριστός δεν ήτο Θεός πως ο Ιάκωβος ήτο δούλος και Ιησού Χριστού; Τότε θα είχαμε πλήρη ειδωλολατρείαν.
115ον) Α' Πετρ. α' 3. “Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού”.
Εδώ ονομάζει τον Πατέρα του Χριστού Θεόν. Γιατί τον ονομάζει έτσι; Μα αφού ήτο Θεός. Και ο Χριστός ονομάζεται Κύριος που είναι η πιο υψηλή ονομασία του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλού ο Χριστός και πριν την Ανάστασίν του και μετά απ’ αυτήν ονομάζεται Θεός. (Ιωάν. ε' 18).
116ov) Α' Πέτρ. α' 18. “Ειδότες ότι ου φθαρτοίς χρυσίω η αργυρίω ελυτρώθητε..., αλλά τιμίω αίματι ως αμνού αμώμου και ασπίλου Χριστού προεγνωσμένου μεν προ καταβολής κόσμου”.
0 Χριστός ήτο προεγνωσμένος ως άνθρωπος, πράγμα που δεν μας οδηγεί εις ουδεμίαν αντίφασιν.
117ον) Α' Πέτρ. α' 21. “Πιστός εις τον Θεόν τον εγείραντα αυτόν εκ νεκρών και δόξαν αυτώ δόντα”. “Πρώτον ο Θεός ανέστησε τον Ιησούν Χριστόν και συνεπώς ο Χριστός δεν ανέστησε τον εαυτόν του”.
Είπαμε και επαναλαμβάνομεν ότι η Γραφή μαρτυρεί ότι τον Χριστόν ήγειρε εκ νεκρών και ο Πατήρ και ο Χριστός. Ότι δε ο Χριστός ανέστησε εαυτόν αποδεικνύεται από το Ιωάν. β' 19 και ι' 18 και αλλαχού.
“Δεύτερον, ο Θεός έδωκε εις τον Χριστόν δόξαν και συνεπώς ο Χριστός δεν είχε δόξαν προ του να τω δώση ο Θεός Πατήρ”.
Τι έχει να είπη ο σ. εάν του στρέψωμεν την προσοχήν στο γεγονός ότι η γραφή μαρτυρεί ότι και ο Υιός έδοξασε τον Πατέρα; (Ιωάν. ιδ' 13 και ιε' 8 κ.λπ.).
118ον) Α' Πέτρ. γ' 18. “Ότι και Χριστός άπαξ υπέρ αμαρτιών απέθανε δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα ημάς προσαγάγη τω Θεώ θανατωθείς μεν σαρκί ζωοποιηθείς δε πνεύματι”.
Και εδώ ο σ. επαναλαμβάνει τα ίδια επιχειρήματα, τους ίδιους συλλογισμούς: Έτσι λέγει ότι στο χωρίο αυτό του Πέτρου, ο Πέτρος ξεχωρίζει τον Χριστόν από τον Θεόν. Αλλά και ημείς δεχόμεθα ότι ο Θεός Πατήρ είναι άλλον πρόσωπον διακεκριμμένο του υιού. Δεύτερον ο σ. παρατηρεί ότι ο Χριστός “εζωοποιήθη” ήτοι δεν είχεν ζωήν και δι' αυτό έμεινε εις τον τάφον επί τρεις ημέρας και κατόπιν τον εζωοποίησε ο Πατήρ. Αλλά λησμονεί ο σ. ότι ο Χριστός ήτο και άνθρωπος και ότι απέθανε ως άνθρωπος;
119ον) Α' Πέτρ. γ' 22. “Δι’ αναστάσεως Χριστού, ος έστιν εν δεξιά του Θεού”.
120ον) Α' Πέτρ. δ' 11. “Ίνα εν πάσιν δοξάζηται ο Θεός, δι’ Ιησού Χριστού”.
Εις όσα λέγει ο σ. για την κάθιση του υιού εις τα δεξιά του Πατρός απαντώμεν ότι η θέση εκ δεξιών είναι η πλέον τιμητική. Διατί όμως ο Πατήρ δεν πρέπει να δοξάζεται κατ' ευθείαν αλλά μέσω του Ιησού Χριστού; Εφαρμόζοντας την ασεβή τακτικήν του σ. θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Πατήρ δεν είναι αυτοτελής Θεός.
121ον) Β' Πέτρ. α' 17. “Λαβών γαρ παρά Θεού Πατρός τιμήν και δόξαν φωνής ενεχθείσης αυτώ τοιάσδε υπό της μεγαλοπρεπούς δόξης ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός εις ον εγώ ηυδόκησα”. Ο Χριστός δεν είχε αρχικώς τιμήν και δόξαν και φυσικά δεν ήτο συνάναρχος και συναΐδιος, αλλά έλαβε δόξαν και τιμήν από τον πατέρα όταν ηκούσθη η φωνή του Θεού, “ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ηυδόκησα”. 0 σ. αλλάζει εδώ την θεωρίαν του ότι ο Χριστός εδοξάσθη μετά την Ανάστασή του και δέχεται ότι εδοξάσθη κατά την βάπτιση. Αλλαχού όμως πάλιν ο σ. αναφέρει ότι ο Χριστός καθ’ όλην την επίγειον ζωήν του δεν είχε δόξαν. Ως προς το εάν ο Χριστός είχε δόξαν ως συνάναρχος και συναΐδιος Θεός αναφέρουμε το χωρίον: “Δόξασον με παρά σεαυτώ τη δόξη η είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοι” (Ιωάν. ιζ' 5).
122ον) Ιούδα 24. “Τω δε δυναμένω υμάς... μόνω σοφώ Θεώ σωτήρι ημών δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών, δόξα μεγαλωσύνη κράτος και εξουσία και νυν και εις πάντας τους αιώνας”·
Μπορεί άραγε ο σ. να μας πη γιατί η δόξα αναφέρεται και πρέπει να αναφέρεται δια του Ιησού Χριστού προς τον Πατέρα; Ο Πατήρ δεν είναι ικανός να δεχθή την δόξαν χωρίς την μεσολάβησιν του Χριστού; Τότε πως ο Πατήρ είναι ανεξάρτητος; Αυτή ακριβώς είναι η λογική του σ. την οποίαν προς τιμωρίαν του του την εφαρμόζομεν.
123ον, 124ον, 125ον, 126ον) Α' Ιωάν. β' 6, Ιωάν. ιγ' 15, Εφεσ. δ'13 και Α' Πέτρ. β' 21: Βάσει των εδαφίων αυτών ο σ. ερωτά πως είχε την αξίωσιν ο Χριστός να τον ακολουθήσωμεν αν ήτο Θεάνθρωπος; Η απάντησις είναι: Ο Χριστός θέλει να τον μιμηθώμεν κατά την ανθρωπίνην του Φύσιν με την δύναμιν της Χάριτος του Θεού η οποία ενισχύει τον άνθρωπον στον δύσκολον αγώνα του. Έτσι ο χριστιανός καλείται σε μια υπερφυσική ζωή ενδυναμούμενος με την Χάριν του Θεού και όχι απλώς με τις ανθρώπινες δυνάμεις.
127ον) Α' Ιωάν. α' 2 “και απαγγέλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον Πατέρα“.
Και εδώ παρατηρούμε ότι η ζωή η αιώνιος δεν ήτο εν τω Πατρί (εντός του), αλλά ήτο προς τον Πατέρα (δηλαδή πλησίον του). Πρόκειται προφανώς για τον λόγον του Θεού ο οποίος ήτο πρόσωπον και είχε προσωπικήν κοινωνίαν προς τον Πατέρα του. Εξ άλλου ο ίδιος ο Χριστός διεκήρυξε ότι είναι η αιώνιος ζωή. (Ιωάν. ια' 25, ιδ' 6).
128ον) Α' Ιωάν. δ' 15-17. “Ος εάν ομολογήση ότι Ιησούς εστίν ο Υιός του Θεού ο Θεός μένει εν αυτώ και αυτός εν τω Θεώ”.
Απορεί κανείς γιατί ο σ. προσάγει το χωρίον αυτό; Τι άραγε θέλει να απόδειξη αφού ημείς δεχόμεθα τον Χριστό υίον του Θεού και μόνον ο συγγραφεύς δεν τον δέχεται φυσικόν υιόν αλλά θετόν υιόν;
129ον) Ιωάν. δ' 2. “Παν πνεύμα ο ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού εστίν και παν πνεύμα ο μη ομολογεί τον Ιησούν εν σαρκί εληλυθότα ουκ έστιν εκ Θεού και τούτο εστίν το του αντίχριστου”.
Και το χωρίον αυτό απορούμεν διατί το προσκομίζει ο σ. αφού παραδεχόμεθα ημείς οι Ορθόδοξοι τον Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα. Όμως το χωρίον αυτό είναι καταπέλτης για τον σ. διότι εκτός των άλλων μαρτυρεί ότι ο Ιησούς ήτο κάπου από όπου ήλθεν εν σαρκί. Ήτο δηλαδή εις τον Ουρανόν, πράγμα που δεν παραδέχεται ο σ.
130ον) Α' Ιωάν. ε' 18. Και το χωρίον αυτό είναι άσχετο με το υπό διαπραγμά­τευση θέμα.
131ον) Α' Ιωάν. ε' 19. “... και δέδωκεν ημίν την διάνοιαν ίνα γινώσκωμεν τον αληθινόν Θεόν και εσμέν εν τω αληθινώ εν τω υιώ αυτού Ιησού Χριστώ. Ούτος εστιν ο αληθινός Θεός και ζωή η αιώνιος”.
Σημειώνουμε απλώς, ότι το “ούτος” αναφέρεται συντακτικώς εις τον “Ιησού Χριστό”. Άρα ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός πράγμα που δεν παραδέχεται ο σ. (ιδέ σελ. 120 του βιβλίου του).
132ον) Β' Ιωάν. 3. “Έσται μεθ’ υμών χάρις, έλεος, ειρήνη παρά Θεού Πατρός και Ιησού Χριστού του υιού του Πατρός.
Εις το χωρίον αυτό παρατάσσεται ο Χριστός δίπλα στον πατέρα σαν ισότιμος και ίσος προς αυτόν.
133ον) Β' Ιωάν. 7. “Ότι πολλοί πλάνοι εξήλθον εις τον κόσμον οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί. Ούτος εστιν ο πλάνος και ο αντίχρι­στος”.
 Εμείς δεχόμεθα τον Χριστόν εληλυθότα εν σαρκί. Για ποιόν λοιπόν ο σ. προσκομίζει το χωρίον αυτό;
134ον) Β' Ιωάν. 8. “Πας ο προάγων και μη μένων εν τη διδαχή του Χριστού Θεόν ουκ έχει... και χαίρειν αυτώ μη λέγετε.
Πρόσθετα επιχειρήματα εκ της κατά την Γραφήν λογικής.
Α) Η γραφή πολλαπλώς διακηρύττει ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού του ζώντος... Από της στιγμής λοιπόν από της οποίας πιστοποιείται, ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, δεν δύναται ποσώς να γίνη λόγος περί συνανάρχου και συναΐδίου υιού, διότι είναι φανερόν ότι προηγείται πάντοτε ο Πατήρ και έπεται ο Υιός όστις γεννάται εκ του Πατρός. Το να παραδεχθή τις ότι ο Υιός συνυπάρχει αϊδίως με τον Πατέρα και ότι δεν υπήρξε χρόνος κατά τον οποίον να μη υπάρχη Υιός είναι καθαρά ανισορροπία. Δι' αυτό ακριβώς ξεχωρίζεται ο Υιός από τον πατέρα, ότι προϋπάρχει ο Πατήρ όστις ονομάζεται ανήρ προτού γεννήση τον υιόν και κατόπιν όταν γεννήση τον υιόν ονομάζεται τότε Πατήρ”.
Αυτά είναι γεγονός ότι συμβαίνουν στις κοινωνίες των ανθρώπων όπου ο Υιός είναι πράγματι μεταγενέστερος του Πατρός. Πλην όμως εκεί ο Υιός είναι ομοούσιος τω Πατρί δηλαδή ό,τι είναι ο Πατήρ είναι και ο Υιός. Άνθρωπος είναι ο Πατήρ, άνθρωπος είναι και ο Υιός; Αυτό το δέχεται ο σ.; Αλλά επίσης σ’ αυτές τις ανθρώπινες κοινωνίες ο Πατήρ πριν γίνη πατήρ ήτο Υιός και μετά έγινε πατήρ, όταν πια μεγάλωσε. Επίσης στις ίδιες κοινωνίες, ο Υιός κάποτε είναι πιθανόν να γίνη και αυτός Πατήρ; Τα δέχεται αυτά που συμβαίνουν στις ανθρώπινες κοινωνίες ο σ.; Δέχεται και ότι αυτά συμβαίνουν στην κοινωνία του Θεού; Αν όχι ας μας πη γιατί δεν τα δέχεται και τότε θα λάβη την απάντηση...
Β) “Εάν ο Χριστός εγεννήθη τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος τότε διατί μέχρι του τριακοστού έτους ουδαμού και ουδέποτε επαρουσιάσθη η ύπαρξις της θεότητάς του;... Ουδεμίαν δικαιολογίαν θα εύρουν και εάν έχουν ίχνος φόβου Θεού είναι υποχρεωμένοι να ομολογήσουν, ότι ήτο μόνον άνθρωπος και δι' αυτό λέγει ο Λουκάς “το παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο Πνεύματι πληρούμενον σοφίας (σελ. 122-123)”.
Εμμέσως εδώ ομολογεί ο σ. την εκδήλωσιν της θεότητος στα τρία έτη της δράσεώς του.
Οι ευαγγελιστές σιωπούν για το διάστημα από δώδεκα μέχρι τριάντα ετών, διότι δεν είχε ακόμη αρχίσει το δημόσιο έργο του ο Κύριος. Δεν κρύβουν απλώς την θεότητά του όπως λέγει ο σ. αλλά γενικώτερο αποσιωπούν όλη την ιδιωτική του ζωήν. Όμως παρόλα αυτά μηνονεύεται ο Χριστός κατά την περίοδον αυτήν ως Υιός του Θεού και ως Κύριος πράγμα που καταβαραθρώνει τις θεωρίες του σ. Έτσι πριν ακόμη γεννηθή ο Χριστός η Ελισσάβετ εν πνεύματι αγίω τον χαρακτηρίζει Κύριόν της διότι λέγει: “και πόθεν μοι τούτο ίνα έλθη η μήτηρ του Κυρίου μου προς με;” (Λουκ. α' 43). Και ο άγγελος της γεννήσεως είπε στους αγραυλούντας βοσκούς: “ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ος εστίν Χριστός ο Κύριος” (Λουκ. β' 11). Έχομεν επίσης την ομολογίαν του δωδεκάχρονου Ιησού ότι ήτο Υιός του Θεού, διότι λέγει: ‘Τι ότι εζητείτε με; Ουκ ήδειτε ότι εν τοις του πατρός μου δει είναι με; Και την προφητείαν “Εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου” (Ματθ. β' 15).
Γ) “Εάν ο Χριστός ήτο Θεός συνάναρχος και συναΐδιος προς τον Πατέρα, δεν ήτο δυνατόν να αποθάνη εφόσον ως Θεός είχε ζωήν αιώνιον. Εάν δε τυχόν ισχυρισθούν κατά το ανθρώπινον ως συνήθως καταφεύγουν όταν ευρίσκωνται εις αδιέξοδον, εν τοιαύτη περιπτώσει ερωτώνται: Διατί ο Θεός Χριστός δεν ανέστη­σε τον αποθανόντα άνθρωπον Χριστόν αλλ’ εδέησε να επέμβη ο Πατήρ να τον ελευθερώση εκ του θανάτου; (σελ. 123)”.
Απαντώμεν: ο Χριστός απέθανε ως άνθρωπος εκουσίως. Ανέστησαν δε τον νεκρόν άνθρωπον Ιησούν τόσον ο Πατήρ του όσον και ο ίδιος ως Θεός που ήτο. Ότι δε πλην του πατρός ανέστησε τον εαυτόν του ο Χριστός το μαρτυρούν τα εδάφια Ιωάν. β' 19-22 και ί 18.
“Εάν δεν τον ανίστα ο Πατήρ θα ήτο αιχμάλωτος ο Χριστός του θανάτου και εφόσον δεν είχε ζωήν αιώνιον, αλλά εχρειάσθη να χαρίση εις αυτόν ζωήν αιώνιον ο Πατήρ του, δια να μη υπόκειται πλέον εις θάνατον, ερωτώμεν τι είδους συνάναρχος και συναΐδιος ήτο ο Χριστός αποθανών και αιχμαλωτισθείς υπό του θανάτου και μη έχων ζωήν αιώνιον”. Επομένως δέχεται ο σ. ότι ο Πατήρ μετά θάνατον του εδώρισε την αιώνιον ζωήν.... Τότε πως λοιπόν ο ίδιος ο Χριστός διακηρύσσει ότι είναι η ζωή και η ανάστασις; “Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή” (Ιωάν. ια' 25), “εγώ ειμί... η αλήθεια και η ζωή” (Ιωάν. ιδ' 6) και το των Πράξεων γ '14 “Το δε αρχηγόν της ζωής απεκτείνατε” κ.λπ.
Δ) “Εάν παραδεχθώμεν, ότι ο Χριστός είχε δύο φύσεις και ήτο τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, τότε αναποδράστως πρέπει να παραδεχθώμεν ότι εις τον ουρανόν υπάρχουν δύο πρόσωπα του Ιησού Χριστού δηλαδή δύο Χριστοί, δύο υιοί Θεού (σελ. 124)”.
Ερωτώμεν: γιατί εις τον ουρανόν και όχι και επί της γης; Πάντως όχι βέβαια δύο πρόσωπα αλλά δύο φύσεις. Όσο γι’ αυτά που γράφει ο σ. στην σελίδα 127 περί της θείας φύσεως των υιών του Θεού ανθρώπων απαντώμεν ότι οι άνθρωποι θα μπορέσουν να γίνουν μόνον κατά χάριν μέτοχοι θείας φύσεως και όχι να έχουν θείαν φύσιν εκ φύσεως.
Ε) Οι απόστολοι εντέλλονται όπως καθώς εποίησεν ο Ιησούς Χριστός να ποιώμεν και ημείς... Αλλ' εάν παραδεχθώμεν, ότι ο Χριστός ήτο Θεός και άνθρωπος τότε γεννάται το εξής λογικώτατον ερώτημα: Πως θα δυνηθώμεν να βαδίσωμεν επί τα ίχνη του Ιησού..., εφόσον ο Χριστός ήτο θεάνθρωπος και ημείς μόνον άνθρωποί;”
Η απορία αυτή είναι εύλογη και η απάντησις είναι ότι θα το πετύχωμεν με την επισκίασιν της θείας Χάριτος, και όχι με μόνες τις δικές μας δυνάμεις.
ΣΤ) Η εκκλησία και ο κ. Τρέμπελας υποστηρίζουν ότι ο λόγος δεν είναι ενδιάθετος και προφορικός, αλλ’ είναι πρόσωπον, λόγος άπειρος, ζωντανός έχων ιδίαν υπόστασιν. Αλλ’ εάν η θεωρία αυτή αλήθευεν θα έπρεπε να παραδεχθώμεν υποχρεωτικώς ότι όταν ο λόγος κατήλθε εις τον κόσμον και εγένετο σαρξ, τότε το πρώτον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, δηλαδή ο Πατήρ έμεινε χωρίς λόγον, δηλαδή έγινεν άλογος, διότι ο λόγος κατήλθεν εις τον κόσμον... Ίσως όταν αντιληφθούν το αδιέξοδον, εις το οποίον τους περιάγει η βλακώδης αντίληψις, ότι ο λόγος είναι το πρόσωπον του Χριστού, θα θελήσουν να ισχυρισθούν, ότι ο Χριστός και όταν κατήλθεν εις την γην ήτο και εις τον ουρανόν ταυτοχρόνως ως πανταχού παρών’’.
Η απάντησή μας είναι η εξής: Ο λόγος και σαρκωθείς ήτο πανταχού παρών και επομένως ήτο και μετά του Θεού στον Ουρανό. Η σάρκωση δηλαδή δεν είναι απλώς μετάβαση τοπική. Αλλ' ερωτώμεν τον σ. αφού ο πατήρ ήτο πανταχού παρών, ποια ήταν η ανάγκη να είναι και ο Χριστός πανταχού παρών; Δηλαδή ο Πατήρ ως πανταχού παρών ήτο πάντοτε ηνωμένος με τον λόγον, και εάν ακόμη ο Λόγος δεν ήτο Θεός.
Ζ) Τέλος θα αναφέρωμεν και εν εισέτι επιχείρημα εκ της Παλαιάς Διαθήκης αυτό τούτο, το οποίον η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο κ. Τρεμπέλας φέρουν εις απόδειξιν του Τριαδικού Θεού, ήτοι το Γεν. α' 26. “Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέραν και ομοίωσιν”. Εάν ως ισχυρίζονται ο Θεός είναι τριαδικός και ο Χριστός είναι το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, τότε κατ’ ανάγκην είναι ούτοι υποχρεωμένοι να παραδεχθούν ότι και ο άνθρωπος είναι Τριαδικός και αποτελείται από τρεις υποστάσεις, από τρία πρόσωπα ισότιμα και ομοούσια. Απαντώμεν: η τριαδικότητα του Θεού δεν αποτελεί αντικείμενον ομοιώσεως του ανθρώπου. Αλλά το πρόβλημα παραμένει και για τον σ. που δεν παραδέχεται τριάδα. Διότι και αυτός θα πρέπη να ομολογήση ότι ο άνθρωπος αφού έγινε κατ' εικόνα και ομοίωσιν Θεού θα πρέπη να είναι και αυτός καθαρόν πνεύμα, να είναι παντοδύναμος, πάνσοφος, πανταχού παρών κ.λπ.


Χρίστος Βασιλειάδης
Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1940. Ἔκανε τὴν πρωτοβάθμια καὶ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση τὸ 1958-59 στὴν Νέα Ἰωνία Ἀττικῆς. Εἰσῆλθε σὲ δύο Πανεπιστημιακὲς Σχολὲς (Θεολογία & Φιλολογία) μὲ κρατικὴ ὑποτροφία κὰθ΄ὅλην τὴν φοίτησή του. Πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς τὸ 1963. Ὑπηρέτησε στὸν Ἑλληνικὸ Στρατὸ μὲ διαγωγὴ ἄριστη. Μετέβην στὴν Γερμανία γιὰ μετεκπαίδευση (Φιλοσοφία) καὶ στὴ Γαλλία (Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ). Στὴ Γαλλία ἐργάστηκε ὡς δημοσιογράφος ἐπὶ 7ετία στὴν Κρατικὴ Γαλλικὴ Τηλεόραση & Ραδιοφωνία. Ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα τὸ 1974 καὶ δούλεψε ὡς κλητήρας σὲ Ἀσφαλιστικὴ ἐταιρία. Διορίστηκε στὸ Δημόσιο σὲ ἡλικία 39 ἐτῶν ἀπ’ ὅπου καὶ συνταξιοδοτήθηκε παρατηθεῖς τὸ 2005 λόγω τῆς ἐπαράτου ἀσθενείας του καὶ ὡς ἐκ τούτου λαβῶν μειωμένη σύνταξη.

 

Read more: http://www.egolpion.com/lanaras.el.aspx#ixzz2iXUDC8q1