Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Η ασκητική μέθοδος στην Ορθοδοξία και οι Οικουμενικοί Διάλογοι (β')

Η ασκητική μέθοδος στην Ορθοδοξία και οι Οικουμενικοί Διάλογοι (β')


Η ασκητική μέθοδος στην Ορθοδοξία και οι Οικουμενικοί Διάλογοι (β')
Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ (ΜΕΡΟΣ Β΄) 
Ἐν Πειραιεῖ  19-11-2013
πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος  ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Ἡ ἄσκηση στήν Ὀρθοδοξία 
Λέει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Γέρων (π. Γεώργιος Καψάνης) : «Φύτευσε μάλιστα ὁ Κύριος στόν Παράδεισο τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί παρήγγειλε στόν ἄνθρωπο νά μή γευθεῖ τόν καρπό του. Θά μποροῦσε ἔτσι ὑπακούοντας στό θεῖο θέλημα καί ἀσκούμενος νά κερδίζει ἐν τῆ ἐλευθερία του τήν ὁδό τῆς θεώσεως. Ἡ συνέργεια ἦταν ἀπαραίτητη ἀκόμη καί στά σκηνώματα τοῦ Παραδείσου. Ἡ ἄσκηση τοῦ Ἀδάμ στήν ὑπακοή καί στήν πιστή ἐφαρμογή τοῦ ἁγίου θελήματος τοῦ Κυρίου ἦταν ἡ ὁδός καί τό μέσον της πλήρους καί τελείας ἐναρμονίσεως τῆς θελήσεώς του πρός τήν θέληση τοῦ Πατρός του, ὥστε ὁ Ἀδάμ νά ἀνταποκριθεῖ πλήρως στήν θεία ἀγάπη. 
Γνωρίζουμε ὅλοι ποῦ ὁ Ἀδάμ θά κατέληγε, ἐάν τηροῦσε τόν κανόνα τῆς ὑπακοῆς διά τῆς ἀσκήσεως. Μεταμορφούμενος ἀπό ὡραιότητα σέ ὡραιότητα, ἀπό δύναμη σέ δύναμη, ἀπό δόξα σέ δόξα, θά κατέληγε στήν θέωση μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀναμαρτησία καί τήν ἀθανασία…». 
Ὅμως, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα παρήκουσαν καί ἐξορίσθηκαν ἀπό τόν Παράδεισο καί κληρονόμησαν στό ἀνθρώπινο γένος τίς συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τήν φθορά καί τόν θάνατο, λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας. 
«… Ὁ οὐράνιος Πατήρ ὡς καλός παιδαγωγός χρησιμοποίησε ὅλα τά μέσα (ὑποσχέσεις, ἀπειλές, νόμο, προφῆτες) γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ λαοῦ του καί δι’ αὐτοῦ ὁλοκλήρου του κόσμου…». 
Παρ’ὅλ’αὐτά, λόγω τῆς ἀσθενείας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί τοῦ πολέμου τῶν δαιμόνων ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, «…ἡ ἄσκηση εἶναι τώρα ἰδιαιτέρως ἀναγκαία γιά τήν ὑπερνίκηση τῶν ἀδυναμιῶν, τήν κάθαρση ἀπό τά σκοτεινά πάθη, τήν ἐνίσχυση τῆς βουλήσεως στό ἀγαθό, τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί τήν ἐφαρμογή τοῦ θείου θελήματος. Πρίν ἀπό τήν πτώση ἡ ἄσκηση ἐμοίαζε μέ προσπάθεια καλλιέργειας ἑνός εὔφορου ἀγροῦ. Τώρα ἡ ἄσκηση μοιάζει μέ προσπάθεια καλλιέργειας γῆς ἐρήμου καί ἀβάτου καί ἀνύδρου, γεμάτης ἀπό ζιζάνια καί ἀγκάθια. Ἀλλ' ὅσο δυσκολότερη καί ἐπιπονότερη ἡ ἄσκηση, τόσο καί ἀναγκαιότερη…». 
«…Ὅταν οἱ νηστεῖες καταντήσουν μία ἐξωτερική ἐκπλήρωση τύπου χωρίς ἐσωτερική ἀνακαίνιση καί μετάνοια, θά ἀκουστεῖ ὁ αὐστηρός ἔλεγχος τῶν Προφητῶν, οἱ ὁποῖοι θά στηλιτεύσουν ὄχι τίς νηστεῖες, ἀλλά τήν ἀσπλαχνία, τήν ἀδικία καί τήν ὑποκρισία τῶν νηστευόντων. «Οὐχί τοιαύτην νηστείαν ἐγώ ἐξελεξάμην, λέγει Κύριος, ἀλλά λύε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας…». 
«…Ὁ συνδετικός κρίκος τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, εἶναι κατ' ἐξοχήν ἀσκητής. Ὁμοίως καί ἡ προφήτις Ἄννα «οὐκ ἀφίστατο ἀπό τοῦ ἱεροῦ, νηστείαις καί δεήσεσιν λατρεύουσα νύκτα καί ἡμέραν»[1]. Ἀμφότεροι ἀξιώθηκαν νά λάβουν τό Ἅγιον Πνεῦμα καί νά ἀναγνωρίσουν τόν Μεσσία…». 
Ὁ ἴδιος ὁ  Ἰησοῦς Χριστός νήστευσε σαράντα (40) ἡμέρες καί «θά μιλήσει γιά τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό, γιά τήν ἀληθῆ νηστεία, γιά τήν ἀνάγκη νά βιάσει ὁ πιστός τόν ἑαυτό του χάριν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί γιά τήν ἀνάγκη ἐντατικοῦ ἀγῶνος. Ὅλ’ αὐτά συνιστοῦν τήν πεμπτουσία τῆς ἀσκήσεως, χωρίς τήν ὁποία ἡ ἀντιδραστική φύση μας δέν εἶναι δυνατόν νά μεταμορφωθεῖ ἀπό τήν Χάριν. 
Ἄλλωστε, ὁ Κύριος μέ ὅλη τήν πολιτεία Του (τελεία ἀγάπη, ἀκτημοσύνη, νηστεία, προσευχή, ὑπακοή) προδιέγραψε τόν τύπο τοῦ καινοῦ-νέου ἀνθρώπου ὡς ἀσκητικοῦ ἀνθρώπου.
Τό ἀσκητικό παράδειγμα τοῦ Κυρίου ἀκολούθησαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί μάλιστα ὁ κατ' ἐξοχήν ἀσκητής Ἀπόστολος Παῦλος[2]…». 

Ἡ ἄσκηση δέν εἶναι σκοπός, ἀλλά μέσον.
«Σκοπός τῆς ἀσκήσεως εἶναι πάντοτε ἡ ἕνωση τοῦ ἀσκουμένου πιστοῦ μέ τήν Ἁγία Τριάδα ἐν Χριστῷ καί μάλιστα ἐντός τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἄσκηση ἀποτελεῖ τήν ὁδό πρός τήν θεανθρώπινη ἕνωση. Εἶναι εὔκολο ὁ ἀσκούμενος νά λησμονήσει τό γιατί ἀσκεῖται καί νά ἐκλάβει τό μέσον ὡς σκοπό (αὐτοδικαίωση, ἠθικισμός, νομικισμός, φαρισαϊσμός)…».
Λέει ὁ ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ ὅτι σκοπός τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀκτίστου, μεθεκτῆς, προσιτῆς καί κοινωνητής θείας Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα καί ἡ ἄσκηση πρέπει νά μᾶς βοηθᾶ νά ἀποκτήσουμε τήν θεία Χάριν. «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑποταγεῖ στόν Θεό καί ὑποτάξει τά πάθη του στόν λόγο, τότε μπορεῖ νά ὑποτάξει καί τήν ἄλογη φύση ὡς βασιλιάς της…».
«Ὁ κατά Χριστόν ἀσκητής μέ τήν θέλησή του θέλει τόν Χριστό, μέ τόν νοῦ του σκέπτεται τόν Χριστό καί μέ τήν καρδιά του ἀγαπᾶ τόν Χριστό. Ὅλος ὁ ἄνθρωπος χριστοποιεῖται καί γίνεται ἁρμονικός ἄνθρωπος καί καινός-νέος ἄνθρωπος. Ἡ ἐσωτερική του δέ ἁρμονία ἐπεκτείνεται, ὅπως εἴδαμε, καί στήν ἄλογη φύση…».
Ἡ ἄσκηση δραστηριοποιεῖ τήν συνέργεια.
«Ἡ συνέργεια, δηλ. ἡ θεανθρώπινη συνεργασία γιά τήν σωτηρία μας, δέν νοεῖται ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ ἀνθρώπου χωρίς τήν ἄσκηση. Ὁ Θεός σώζει αὐτούς, πού θέλουν νά σωθοῦν. Θέλω δέ νά σωθῶ σημαίνει ἀγωνίζομαι νά σωθῶ…».

Ἡ ἄσκηση εἶναι ἔργο ὅλων τῶν Χριστιανῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν, μοναχῶν καί κοσμικῶν.
«Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐπί παραδείγματι, δέν θεωροῦσε τήν μοναστική ζωή ὡς μία ἀνώτερη κατεύθυνση γιά τούς ἐκλεκτούς, ἀλλά μᾶλλον ὡς γενικό εὐαγγελικό κανόνα, προοριζόμενο γι' ὅλους τους Χριστιανούς. Στό σημεῖο αὐτό συμφωνεῖ πλήρως μέ τήν κύρια παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἀπό τοῦ Μ. Βασιλείου καί τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου μέχρι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου στούς μετέπειτα χρόνους[3]…».
Ὁ μοναχισμός δέν εἶναι κάτι ξένο πρός τήν Ἐκκλησία. «Δέν εἶναι ὀρθό νά ἑρμηνεύσουμε τόν μοναχισμό ὡς ἀποτέλεσμα ἐπιδράσεως ἄλλων θρησκειῶν ἤ ὡς διαμαρτυρία μόνο κατά τῆς ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ μοναχισμός ἀποτελεῖ τόν καρπό τοῦ ἀσκητικοῦ ἰδεώδους ὁλοκλήρου της Ἐκκλησίας. Ὅταν τό ἰδεῶδες αὐτό ἀτονεῖ, διέρχεται κρίση καί ὁ μοναχισμός. Ἐδῶ ἴσως πρέπει νά ἀναζητήσουμε τά αἴτια τῆς κρίσεως τοῦ μοναχισμοῦ σήμερα. Ὁ μοναχισμός εἶναι σάρξ ἐκ τῆς σαρκός τῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι φυσικό καί νά ἐπιδρᾶ στήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί νά ἀντανακλᾶ σ’αὐτόν ἡ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας…».
Ἀγάπη καί ἄσκηση συνυφαίνονται καί ἀλληλοσυμπληρώνονται.
«Τήν ἀγάπη μποροῦν νά ἀποκτήσουν οἱ Χριστιανοί μέ τήν ἄσκηση. «Ὅσοι ἀγαποῦν αὐτόν τόν κόσμο, δέν μποροῦν νά ἀποκτήσουν τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων», λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος[4]. Κάθε ἄσκηση κατά βάθος εἶναι προετοιμασία ἀγάπης. Πῶς θά μοιρασθεῖ κανείς τό φαγητό του μέ αὐτόν πού πεινάει, ἐάν δέν νικήσει τήν λαιμαργία μέ τήν νηστεία;… Ἡ κατά Θεόν ἀγάπη εἶναι κίνητρο καί ἀποτέλεσμα τῆς ἀληθινῆς ἀσκήσεως, ὅπως βλέπουμε στούς θαυμαστούς βίους τῶν Ἁγίων.
Αὐτή τήν τελεία ἀγάπη ἐκφράζουν καί οἱ κατωτέρω λόγοι τοῦ προαναφερθέντος Πατρός : «Καρδία ἐλεήμων εἶναι καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης της κτίσεως, ἤγουν ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ὀρνέων καί τῶν ζώων καί τῶν δαιμόνων καί ὑπέρ παντός κτίσματος»[5].
Ἡ ἄσκηση ἔχει ἐκκλησιαστικό καί ὄχι ἀτομικιστικό χαρακτήρα.
«Ὁ Χριστιανός ὑπακούοντας στήν Ἐκκλησία ἀσκεῖται στήν ταπείνωση καί ἐνεργεῖ ὡς καθολικός (πανανθρώπινος, ὁλόκληρος) ἄνθρωπος, δηλ. ὡς ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου ἡ ἀτομική συνείδηση ἔχει ἐξαγιασθεῖ καί ἐναρμονισθεῖ μέσα στήν καθολική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ὁ Χριστιανός ἐνεργεῖ ἐκκλησιαστικῶς, συνοδικῶς, καθολικῶς, μέ τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του, μέ τούς ὁποίους ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα. Ἡ τήρηση μάλιστα τῶν κοινῶν νηστειῶν, προσευχῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἐθίμων συντελεῖ στήν στενότερη σύσφιγξη τοῦ ἀσκουμένου μέ τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία, πού ἐκτείνεται σέ πλάτος καί μῆκος χρόνου…».

[1] Λκ. 6,37.
[2] Α΄ Κορ. 9,27.
[3] π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, «Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ προφήτης τῆς ἀγάπης», Ἀκτίνες 18 (1959) 9.
[4] ΟΣΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ, Τά σωζόμενα ἀσκητικά, Λόγος πα΄ (81), Ἀθήνα 1871, σ. 383.
[5] Ό.π., σ. 381.

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Λόγοι Ἁγίων Πατέρων γιά τήν μνήμη θανάτου



Λόγοι Ἁγίων Πατέρων γιά τή μνήμη θανάτου

http://img255.imageshack.us/img255/9739/1001331j.jpg


1. Κάθε ἀρετή πηγάζει ἀπό τή μνήμη τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτό ἄς τή χρησιμοποιοῦμε ὅπως τήν ἴδια τήν ἀναπνοή μας.
Ὅσιος σύχιος ὁ πρεσβύτερος

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg7Go_nrOVuTyGiS99oPiGL3C-BwZVv7ej2PP1JR9khIkBEVQY9o7yYmmhZaUOq9pQYjNtjqc0ZbwWSRGVb9FWUHlgevkFSFB_eOb9Dzwenw7-77lSn4iDh1HUBgFrPsuFDyPgArVn0zQ0/s1600/nekrotafio.jpg


2. Ὅποιος κατορθώνει νά λέει κάθε μέρα στόν ἑαυτό του: σήμερα εἶναι ἡ τελαυταῖα μέρα τῆς ζωῆς μου, οὐδέποτε θά ἁμαρτήσει θεληματικά πρός τόν Θεό. Ἐκεῖνος ὅμως πού περιμένει πώς ἔχει πολλά χρόνια ἀκόμα νά ζήσει, δίχως ἄλλο θά περιπλακεῖ στά βράγχια τῆς ἁμαρτίας. 
Ἀββάς Ἡσαΐας ὁ Ἀναχωρητής

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh9JfrLggXuJJcsQOhNZBg4tU62EERPssL0rmm-dOjIhWcGokw0gB386okrMrp9yPyIad9PmtyFyNlPwea-uMqSWcfE6yHPJJt7OGqCJo4-aIh3lY8TX5mqUG2dTSchZqjFYDIJzrc00KNi/s640/81102993q6cuxay0.jpg

3. Ἐκεῖνος πού καθημερινά περιμένει τόν θάνατο, εἶναι ὁπωσδήποτε δόκιμος καί σπουδαῖος ἀγωνιστής. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού τόν ἐπιθυμεῖ κάθε ὥρα, εἶναι ἅγιος.
Ἅγιος Ἰωάννης Σιναΐτης 

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh9aJnYRTP4qIDW-0XwuRT1B0nOrU1EWxEMUaOqYxs1j-siea19kfg_x45kP0SklZc5wTWXyzXmCUnfuBrXRb3eO6pTfVhtDki17ut4VlyqFaCOOqMIY_-sujt0KBUmm-biPy3x5Wb739LR/s400/images%CF%83%CF%83%CF%83.jpg


4. ζωηρή μνήμη τοῦ θανάτου περιέχει πολλές ἀρετές. Γεννᾶ τό πένθος, προτρέπει σέ ἐγκράτεια, ὑπενθυμίζει γέεννα, εἶναι μητέρα τῆς προσευχῆς καί τῶν δακρύων, φρουρεῖ τήν καρδιά, παύει τήν ἐμπαθῆ προσκόλληση στή σάρκα ἀφοῦ αὐτή εἶναι ἀπό πηλό, ἀναβλύζει ὀξύτητα τοῦ νοῦ μαζί μέ διάκριση.
Ὅσιος Φιλόθεος Σιναΐτης
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg2mT0Na0hwMKvLa89VXyvaivb_mGLTv0XhCxcvBWbRo-Jb-YUnv1CxvL5gBNZU2u09ICuwEztksFNy00Y-jtrIGbqV8Yw6o3ZLLACTfHMgTFh2Du-_BJKEsFRk_zliUGJXrkKrsQ4v09co/s1600/chanter.jpg


5. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου ἀποφεύγουν τή θύμηση τοῦ θανάτου, γιά νά μήν κόψουν τήν ἀρέσκεια καί τήν ὄρεξή τους, πού ἔχουν στά γήϊνα πράγματα, πού μέ τό νά εἶναι προσκολλημένοι  σ’ αὐτά λυποῦνται, ἄν σκεφθοῦν πώς πρόκειται νά τά ἀφήσουν!
Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhXA2b_QgNw41AokJRmXXFlrBUztJpynWsul3vYupLNkCNLdjrPtssNab0B-YVf143kDuoMEXd4M1DCPy9EPGQpmI4u23yPKQqulwKCtJ0G8N7v_ZtCWCr6tE6gaZuewh1S1FI3DtnTdqkH/s640/2456278-3-rise-of-the-cross.jpg

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

«Ἡ Φραγκοκρατία καὶ ἡ Τουρκοκρατία ἤσαν ὑποδούλωσις τοῦ σώματος. Ὁ Γραικισμὸς καὶ Νεογραικισμὸς εἶναι ὑποδούλωσις τοῦ πνεύματος»

«Ἡ Φραγκοκρατία καὶ ἡ Τουρκοκρατία ἤσαν ὑποδούλωσις τοῦ σώματος. Ὁ Γραικισμὸς καὶ Νεογραικισμὸς εἶναι ὑποδούλωσις τοῦ πνεύματος»

Γράφει ὁ π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης
Κατὰ παράκληση φίλων ἠτοίμασα δι΄ ἐκτύπωσιν τὸ παρὸν δοκίμιον χάριν ἐκείνων ποὺ συγκινοῦνται μὲ τὴν Ρωμηοσύνην μας, πὰρ΄ ὅλην τὴν ὠργανωμένην καὶ ἔντονον πλύσιν ἐγκεφάλου ποὺ ὑφιστάμεθα, διὰ νὰ τὴν ἐγκαταλείψωμεν καὶ τὴν ἀντικαταστήσωμε μὲ τὸν Γραικισμόν, τὸν ὁποίων προσπαθοῦν οἱ Εὐρωπαῖοι νὰ μᾶς ἐπιβάλουν ἀπὸ τὸν Θ΄ αἰώνα καὶ οἱ Ρῶσοι μετὰ τὴν Ἅλωσιν, ὡς περιγράφομεν ἐν τῷ δοκιμίο τοῦτο.
Τὸ πόνημα οὖτο εἶναι περιλιψις τῶν ὅσων διδάσκω περὶ τῶν ἱστορικῶν καὶ ἰδεολογικῶν πλαισίων καὶ θεμελίων της Ρωμαίϊκης ὑποστάσεως τοῦ Γένους.
Ὁ ἀναγνώστης θὰ διαπιστώσει ὅτι πολλὰ ἐκ τῶν ἐκτιθέμενων ἐνταύθα, ἑρμηνευτικὰ ἀλλὰ καὶ ἱστορικά, ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὰ ἐν χρήσει ἐγχειρίδια τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἐν Ἑλλάδι ἱδρυμάτων ὡς καὶ ἀπὸ τὴν ἐπίσημον ἐμφάνισις τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας.  Τὰ ἐν λόγω ἑρμηνευτικὰ καὶ ἱστορικὰ στοιχεῖα ὡς ἐμφανίζονται ἐν Ἑλλάδι εἶναι πιστὴ παραλλαγὴ τῆς εὐρωπαϊκῆς, ρωσικῆς καὶ ἀμερικανικῆς περὶ τῶν ἐν προκειμένω θεμάτων ἐπιστήμης.  Τὰ περισσότερα ἐν τῷ δοκιμίω τούτω ἀναφερόμενα γεγονότα ὡς γεγονότα δὲν δημοσιεύονται διὰ πρώτην φοράν. Ἔχουν σχεδὸν ὅλα δημοσιευθῆ καὶ ὑπάρχουν κατεσπαρμένα εἰς παλαιὰ καὶ νέα βιβλία, ξένα καὶ Ἑλληνικά.
Ἡ προσφορὰ τοῦ βιβλίου τούτου εἶναι ἡ Ρωμαίϊκη σύνθεσις καὶ ἑρμηνεία τῶν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον γνωστῶν στοιχείων.  Ἀκριβῶς εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο ἡ μελέτη αὐτὴ εἶναι ἀντίθεσις καὶ διαμαρτυρία κατὰ τῆς εὐρωπαϊκῆς, ρώσικης, καὶ ἀμερικανικῆς συνθέσεως καὶ ἑρμηνείας, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπεδουλώθη ἡ Ρωμηοσύνη μέσω.... τοῦ ἐν Ἑλλάδι ἐπικρατοῦντος Νεογραικισμοῦ.
Μὲ Γραικισμὸν καὶ Νεογραικισμὸν ἐννοοῦμεν ὄχι τὸν Νεοελληνισμόν, ἀλλὰ μόνον τὸ μὴ Ρωμαίϊκον μέρος τοῦ Νεοελληνισμοῦ.
Ὁ Νεογραικισμὸς ὡς καὶ ὁ πρὸ τῆς Ἁλώσεως Γραικισμὸς εἶναι ἐκ τῆς φύσεως τῶν δουλεία χειροτέρα της Φραγκοκρατίας κᾶ τῆς Τουρκοκρατίας.
Ἡ Φραγκοκρατία καὶ ἡ Τουρκοκρατία ἤσαν ὑποδούλωσις τοῦ σώματος. Ὁ Γραικισμὸς καὶ Νεογραικισμὸς εἶναι ὑποδούλωσις τοῦ πνεύματος.
Οἱ Ρωμηοὶ τῆς Φραγκοκρατίας καὶ τῆς Τουρκοκρατίας εἶναι ὅσοι δὲν ἠκολούθησαν τὸ παράδειγμα ἐκείνων ποὺ ἐφράγκευσαν καὶ ἐτούρκευσαν.
Οἱ σημερινοὶ ἀπομείναντες Ρωμηοὶ ἀσφαλῶς δὲν τουρκεύουν ἂλλ΄ οὔτε φραγκεύουν οὔτε γραικεύουν.
Ὅπως οἱ Γραικοὶ πρὸ τῆς Ἁλώσεως εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐφράγκευσαν, οὕτω καὶ οἱ Νεογραικοὶ ἐγραίκευσαν γενόμενοι οἱ σημερινοὶ Γραικύλοι τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ρώσων καὶ τώρα τῶν Ἀμερικανῶν ἐξαδέλφων τῶν Εὐρωπαίων.
Τὸ γραικεύω εἶναι σχεδὸν ταυτὸν μὲ τὸ φραγεκύω.
Σημαίνει σήμερον ἀμερικανεύω, ρωσεύω, φραντσεύω, γερνμανεύω, δηλαδὴ γίνομαι πνευματικὸς δοῦλος τῶν ἔξω της Ρωηοσύνης.
Ὁ Ρωμηὸς γνωρίζει σαφῶς ὅτι ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ συμμαχίας καὶ δουλείας. Γίνεται σύμμαχος μὲ ὁποινδήποτε, ἒφ΄ ὅσον συμφέρει εἰς τὸ Ἔθνος, ἀλλὰ ποτὲ δοῦλος τῶν συμμάχων.
Ὁ Γραικύλος ὅμως νομίζει ὅτι συμμαχία σημαίνει πνευματικὴ δουλείαν, δηλαδὴ συγχώνευσιν πολιτισμῶν καὶ σύγχυσιν ἰδεολογικῶν. Ὁ Γραικύλος δὲν γίνεται μόνον σύμμαχος, ἀλλὰ γίνεται καὶ θέλει νὰ γίνει ἕνα πράγμα μὲ τὸν σύμμαχο. Νομίζει ὅτι συμμαχία εἶναι τὸ νὰ προσφέρεται δὶ΄ ἔρωτα ὡς δούλη πρὸς κύριον ἴνα ἀποκτήση ἰσχυρὸν προστάτην, ὁ ὁποῖος θὰ σώση τὴν Ἑλλαδίτσαν του. Ὁ Νεογραικύλος εἶναι συνεχιστὴς τῆς παραδόσεως τῶν Γραικύλων πρὸ τῆς Ἁλώσεως, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐκήρυττον τὴν ἀνάγκην τῆς φραγκεύσεως τοῦ πνεύματος, διὰ νὰ σωθῶμεν ἀπὸ τὴν δουλείαν τοῦ σώματος.
Μὲ ἄλλα λόγια ὁ Γραικύλος φοβεῖται καὶ ἄρα οὔτε εἶναι οὔτε μπορεῖ νὰ εἶναι Ρωμηός, ἐφόσον φοβεῖται. Φοβεῖται τὴν πνευματικὴν ἀνεξαρτησίαν καὶ ἐλευθερίαν. Θέλει ἐλευθερίαν τοῦ σώματος μόνον. Καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἠμπορεῖ καν νὰ φαντασθῆ ὅτι Ρωμηοσύνη ὄχι μόνον δὲν ὑποδουλώνεται πνευματικῶς, ἀλλὰ εἶναι ἐν τῷ κόσμω πολιτιστικὴ δύναμις ἡγετική. Πῶς ἠμπορεῖ ὁ Γραικύλος νὰ ἔχη αἰσθήματα καὶ πεποίθεσιν ἠγέτου, ὅταν εἶναι δοῦλος;
Ὁ Ρωμηὸς ἔχει ἡγετικὰ αἰσθήματα ἀπὸ τὴν Ρωμηοσύνην του.
Ὁ Γραικύλος τὸν ἠγέτην κάμνει μόνον ἐντός της Ἑλλαδίτσας του, ἀφοῦ τὰ ἡγετικά του αἰσθήματα καὶ τὴν πολιτικὴν τοῦ δύναμιν ἀντλεῖ ἀπὸ πηγὴν ἔξω της Ρωμηοσύνης καὶ ἐκτός της Ἑλλαδίτσας του.
Ὁ Ρωμηὸς εἶναι ἀπὸ τὴν Ρωμηοσύνην τοῦ ἀετός. Οἱ Ρωμηοὶ εἶναι πρὸς ἀλλήλους ἀετοὶ καὶ πρὸς ξένους ἀετοί.
Ὁ Γραικύλος κάμνει τὸ λεοντάρι εἰς τοὺς Ρωμηοὺς μὲ τὴν βοήθεια τῶν ξένων, ἀλλὰ εἴανι φρόνιμον ποντικάκι εἰς τοὺς ξένους.
Δὲν ἐνδιαφέρει τὸν Ρωμηὸν τί λέγουν οἱ ξένοι δὶ΄ αὐτόν, διότι τὰ κριτήρια τοῦ εἶναι ρωμαΐκα.
Ὁ Γραικὸς ἀγωνίζεται νὰ βρεθῆ εἰς θέσιν νὰ διατυμπανίζει τί καλὰ λέγουν οἱ ξένοι δὶ΄ αὐτόν, φια νὰ ἀποδείξη τὴν ἀξίαν του, διότι τὰ κριτήρια του δὲν εἶναι ρωμαίϊκα ἀλλὰ εὐρωπαϊκά, ρώσικα καὶ ἀμερικάνικα.
Ὁ Ρωμηὸς εἶναι σκληρὸς καὶ ἐλεύθερος καὶ οὐδέποτε ἀφελής. Καὶ ὅταν τὸ σῶμα του ἢ τὰ συμφέροντα τοῦ σκλαβωθοῦν, κάμνει ἑλιγμοὺς καὶ ὑποκρίνεται ἀναλόγως τῶν περιστάσεων, διὰ νὰ παραμείνη μὲ τὴν εὐφυΐαν τοῦ ὅσον τὸ δυνατὸν πλέον ἐλευθέρα ἡ Ρωμηοσύνη του. Μὲ ὑπερηφάνειαν τὸν Καραγκιόζη κάμνει καὶ πάντοτε ἀδούλωτος ἀετὸς τῆς Ρωμηοσύνης παραμένει.
Ὁ Νεογραικισμὸς ἀρκετὰ ἐζημίωσε τὸ Ρωμαίϊκον μὲ τὴν γεγόμενην ξενομανίαν του, ἡ ὁποία εἶναι εἰς τὴν πραγματικότητα δουλοπρέπεια εἰς τὰ ἀφεντικά του.
Ἀκριβῶς ἐπειδὴ οἱ Νεογραικοὶ εἶναι διηρμένοι μεταξὺ τῶν ἀφεντικῶν τῶν, συμπεριφέρονται ὁ ἕνας Γραικύλος πρὸς τὸν ἄλλον Γραικύλον ὡσὰν τὰ ἀφεντικὰ τῶν. Οἱ Γραικύλοι τῶν Ρώσων φέρονται πρὸς τοὺς Γραικύλους τῶν Ἀμερικανῶν ὡς οἱ Ρῶσοι πρὸς Ἀμερικανοὺς καὶ τανάπαλιν. Τὸ ἴδιον κάμνουν οἱ Γραικύλοι τῶν Φρατσέζων, Ἄγγλων, Γερμανῶν, κλπ.
Δία τοῦτο παρατηρεῖται τὸ περίεργον φαινόμενον νὰ ἐρωτεύεται ὁ Γραικύλος τὸν Ρῶσον φίλον του καὶ νὰ μισῆ τὸν Γραικύλον τῶν Ἀμερικανῶν καὶ τανάπαλιν.
Τὸ παράδοξον εἶναι ὅτι ἕκαστος θεωρεῖ τὸν ἄλλον Γραικύλον ἐχθρὸν καὶ προδότην τοῦ Ἔθνους.
Ἐξ ἀπόψεως ὅμως Ρωμηοσύνης οἱ Γραικύλοι εἶναι ὅλοι προδόται.
Τοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει πάλιν ὅτι δέχεται ὁτιδήποτε τὸ ἀκλὸν καὶ τὸ κάμνει ρωμαίϊκον. Ὅπως γίνεται σύμμαχος μὲ ὅποιον συμφέρει ἐθνικῶς, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον ἀποκτᾶ ὅλα ὅσα χρειάζονται ἀπὸ τὴν σοφίαν τῶν ἐπιστημόνων τοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὰ προσαγάγει εἰς τὸν ρωαμαίϊκον πολιτισμόν του. Οὐδέποτε συγχέει τὰς θετικᾶς ἐπιστήμας μὲ τὸν πολιτιισμόν, ἀφοῦ γνωρίζει ὅτι καὶ ὁ βάρβαρος δύναται νὰ ἔχη ἢ νὰ ἀποκτήση καὶ νὰ προαγάγη τὰς θετικᾶς ἐπιστήμας, διὰ νὰ χρησιμοποιήση αὐτᾶς εἷς ὑποδούλωσιν καὶ καταστροφὴν ἀνθρώπων.
Δία τοῦτο ὁ Ρωμηὸς γνωρίζει ὅτι εἶναι πνευματικὸς ἡγέτης καὶ εἰς αὐτοὺς ποὺ εἶναι ὡς τεχνοκρᾶται καὶ ὡς οἰκονομικὴ δύναμις ἠγέται.
Ἀλλὰ οἱ Νεογραικύλοι ἔχουν τόσον πολὺ συνηθίσει νὰ συγχέουν τὸ τεχνοκρατικὸν καὶ οἰκονομικὸν στοιχεῖον μὲ τὴν πνευματικῆς ἡγεσίαν, ὥστε δὲν ἀντολαμβάνοναται πλέον τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ρωηοσύνη εἶναι σήμερον πολιτιστικὸς ἡγέτης ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων ἐκτός της Ἑλλαδίτσας τῶν.
Ὁ Γραικύλος νομίζει ὅτι τοιαύτη ἡγεσίαν εἶχον μόνον οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες καὶ φαντάζεται τὸν ἑαυτόν του ὡς τὸν φύλακα τῶν ἐρειπίων αὐτῶν. Θεωρεῖ συνεχιστᾶς καὶ ἠγέτας τοῦ πολιτιστικοῦ ἔργου τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων τοὺς Εὐρωπαίους. Δὲν εἶναι εἰς θέσιν νὰ καταλάβη ὅτι μόνον ἡ Ρωηοσύνη εἶναι συνεχιστὴς καὶ ἡγέτης τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Δία τοῦτο ὁ Γραικύλος εἶναι ὁ κύριος συντελεστὴς εἰς τὴν καλλιέργειαν τοῦ δουλουπρεποὺς φρονήματος τοῦ νεογραικισμοῦ ἐν Ἑλλάδι πνεύματος. Ὁ Γραικύλος ἔχει ἐμπιστοσύνην ὄχι εἰς τὸν ἑαυτὸν τοῦ ἀλλὰ μ΄νὸν εἰς τὰ ξένα ἀφεντικά του.
Ναὶ μὲν Ρωμηὸς ἔχει ἀπόλυτον πεποίθεσιν εἰς τὴν Ρωμηοσύνη του, ἀλλὰ οὔτε φανατικὸς οὔτε μισαλλόδαξος εἶναι καὶ οὔτε ἔχει καμμιὰν ξενοφοβίαν. Ἀντιθέτως ἀγαπᾶ τοὺς ξένους οὐχὶ ὅμως ἀφελῶς.
Τοῦτο διότι γνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ ὄλας τὰς φυλᾶς καὶ ὅλα τὰ ἔθνη χωρὶς διάκρισιν καὶ χωρὶς προτίμησιν. Ὁ Ρωμηὸς γνωρίζει ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη τοῦ κατέχει τὴν ἀλήθειαν καὶ εἶναι ἡ ὑψιλὴ μορφὴ τῶν πολιτισμῶν. Ἀλλὰ κατανοεῖ ἄριστα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν Ρωμηὸν ὄχι ὅμως περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν κάτοχόν της ἀλήθειας ἂλλ΄ ἐξ ἴσου ἀγαπᾶ τὸν κήρυκα τοῦ ψεύδους. Ἀγαπᾶ τὸν Ἅγιον ἂλλ΄ ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου ἀκόμη καὶ τὸν διάβολον.
Δία τοῦτο ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι αὐτοπεποίθεσις, ἰταμότης καὶ ἐγωϊσμός. Ὁ ἠρωϊσμὸς τῆς Ρωμηοσύνης εἶναι ἀληθὴς καὶ διαρκῆς κατάστασις τοῦ πνεύματος καὶ ὄχι ἀγριότης, βαρβαρότης καὶ ἁρπακτικότης.
Οἱ μεγαλύτεροι ἥρωες τῆς Ρωμηοσύνης συγκαταλέγονται μεταξὺ τῶν Ἁγίων.
Ἡ Ρωμηοσύνη διαφέρει τῶν ἄλλων πολιτισμῶν, διότι ἔχει τὸ ἴδιον θεμέλιον διὰ τὸν ἠρωϊσμόν της ὡς καὶ διὰ τὴν ἁγιωσύνην της, δηλαδὴ τὸ ρωμαΐικον φιλότιμον τὸ ὁποῖον δὲν ὑπάρχει εἰς τὸν εὐρωπαϊκὸν πολιτισμόν. Παρὰ ταῦτα οἱ Γραικύλοι ἀπὸ τὸ 1821 μέχρι σήμερον προπαγανδίζουν ὅτι ὀφειλόμενον νὰ ἐγκαταλείψωμεν τὴν Ρωηοσύνην καὶ νὰ γίνωμεν Εὐρωπαῖοι, διότι δῆθεν ὁ εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὴν Ρωμηοσύνην.
Τὸ δοκίμιον τοῦτο δὲν προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξη τίποτε. Ἢ Ρωμηοσύνη δὲν ἀποδεικνύεται. Περιγράφεται. Δὲν χρειάζεται ἀπολογητᾶς. Εἶναι ἁπλῶς αὐτὸ ποὺ εἶναι. Τὸ δέχεται κανεὶς ἢ τὸ ἀπορρίπτει. Διὰ τοῦτο τὰ παιδιὰ τῶν Ρωμηῶν ἢ παραμένον πιστοὶ καὶ σκληροὶ Ρωμηοὶ ἢ ἐφράγκευον ἢ ἐτούρκευον.
Καὶ σήμερον ἄλλοι παραμένουν Ρωμηοί, ἄλλοι ὅμως ἀμερικανεύουν, ρωσεύουν, φραντσεύουν, ἀγγλεύουν, δηλαδὴ Γραικεύουν.
Εἰς τὸ παρεθὸν οἱ Ρωμηοὶ εἶχον τὴν ἡγεσίαν καὶ ἤσαν ὠργανωμένοι μὲ ρωμαΐικην ἐπιστήμην καὶ παιδείαν καὶ ἐπικρατοῦσαν εἰς τὸ Ρωμαΐικον.
Μὲ τὴν ἵδρυσιν τῆς Ἑλλαδίτσας τῶν ἑλλαδιστῶν ὅμως οἱ Ρωμηοὶ ἐξετοπήσθησαν ἀπὸ τὴν ἡγεσίαν καὶ ἀνέλαβον αὐτὴν οἱ Γραικύλοιτων Μεγάλων Δυνάμεων καὶ ἵδρυσαν τὸν Νεογρεκισμὸν μὲ ἐπίσημον πρόγραμμα νὰ μὴ εἴμεθα πλέον Ρωμηοὶ ἀλλὰ τὰ ταπεινὰ καὶ φρόνιμα γραικύλα παιδιὰ τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ρώσων.
Ὄχι μόνον ἔγινε τοῦτο ἀλλὰ οὔτε προεσπάθησαν οἱ Νεογραικύλοι νὰ τὸ ἀποκρύψουν. Ἤσαν ὑπερήφανοι διὰ τὴν ὑποδούλωσιν τῶν εἰς τὸν πολιτισμὸν τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ρώσων καὶ τὴν διετυμπάνιζαν εἰς ὄλας τὰς πολιτιστικᾶς ἐκδειλώσεις, τὴν μουσικήν, τοὺς χορούς, τὴν ἀρχιτεκτονικήν, τὰς ἐνδυμασίας κ.λ.π.
Τὰ πρῶτα κόμματα τῆς «ἐλευθέρας» Ἑλλάδος δὲν ἤσαν τὸ φραντσέζικον κόμμα, τὸ ἀγγλικὸν κόμμα καὶ τὸ ρώσικον κόμμα;
Καὶ ἕως σήμερον ποὺ τὰ ὑπουργεῖα παιδείας καὶ ἐξωτερικῶν ἀποτέλουν μέρος τῆς κομματικῆς πολιτικῆς, δὲν συνεχίζετο ἡ ἴδια κατάστασις;
Ἡ παιδεία καὶ ἡ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἴδιον δὶ΄ ὅλους τους Ρωμηοὺς καὶ ἐκτὸς κομματικῶν διαμαχῶν. Τοῦτο ὅμως δύναται νὰ ἐπιτευχθῆ μόνον ὅταν ἡ ἔχουσα σχέσιν μὲ θέματα πολιτισμοῦ ἐπιστήμη τῆς Ἑλλάδος ἐπανεύρη τὰ Ρωμαίϊκα κριτήρια καὶ βάση αὐτῶν ἀναδημιουργήση ἢ ἀναστήση τὴν ἀδέσμευτον ἀπὸ τὰς περὶ Ρωμηοσύνης πλαστογραφίας τῶν ξένων ἐπιστήμην.
Ἐνώπιόν του μεγέθους τοῦ ἐν προκειμένω θέματος τὸ παρὸν μελέτημα εἶναι μία προσπάθεια ὄχι λύσεως ἂλλ΄ ἁπλῶς ἀποκαλύψεως σημαντικῶν προβλημάτων ἢ θεμάτων τὰ ὁποία ἐμποδίζουν εἰς τὴν ἀνάπτυξιν μίας ρωμαίϊκης θεωρήσεως τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος τοῦ Γένους.
Οὐσιαστικῶς τὸ πόνημα τοῦτο εἶναι προσκλητήριον εἰς τοὺς Ρωμηοὺς καὶ τὲς Ρωμαίγισσες (ὡς τὶς ὀνομάζει ὁ Μακρυγιάννης) νὰ ἀναλάβουν τὸν ἐπιστημονικὸν ἀγώνα, νὰ ἀναστήσουν τὴν Ρωμηοσύνην ἀπὸ τὸν ἐπιστημονικὸν θάνατον, τὸν ὁποῖον ἐπεξειργάσθηκαν δὶ΄ αὐτὴν 1) οἱ Φράγκοι ἀπὸ τὸν 9ον αἰώνα, 2) οἱ Ρῶσοι μετὰ τὴν Ἅλωσιν, 3) οἱ Γραικοὶ πρὸ τῆς Ἁλώσεως καὶ 4) οἱ Νεογραικοὶ τῆς δούλης εἰς τοὺς Εὐρωπαίους καὶ Ρώσους Ἑλλαδίτσας τοῦ 19ου αἰῶνος, οἱ ὁποῖοι μετέτρεψαν τὴν ρωμαίϊκην Ἐπανάστασιν τοῦ 1821 εἰς ἥτταν τῆς Ρωμηοσύνης καὶ θρίαμβον τοῦ Γραικισμοῦ τοῦ Καρλομάγνου καὶ τοῦ Νεογραικισμοῦ τῶν «Φιλλελήνων» τῶν Μεγάλων Δυνάμεων.
Τὰ χρώματα τοῦ ἐξώφυλλου εἶναι τὰ χρώματα τῆς Ρωμηοσύνης ποὺ διασώζονται μέχρι σήμερον εἰς τὰ λάβαρα τῶν Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ἱεροσολύμων.
Ὁ χρυσοὺς ἀετὸς εἶναι ἡ Ρωμηοσύνη τῶν ρωμαίϊκων τραγουδιῶν καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀετοῦ εἶναι ὁ χρυσὸς σταυρός.
Ἡ σημαία τῆς Ρωμηοσύνης εἶναι ὁ χρυσοὺς σταυρὸς ἐπάνω εἰς κόκκινο πανί.
Κάποτε οἱ Ρωμαίϊσσες ἔβαφαν τὰ μαλλιὰ τῶν κόκκινα καὶ ἐφοροῦσαν φουστάνια μὲ τὰ ἐθνικὰ χρώματα.
Διὰ τοὺς Ρωμηοὺς τὰ ἐθνικὰ χρώματα καὶ σύμβολα δὲν εἶναι συζητήσιμα. Εἶναι ρωμαίϊκα.
Οἱ Γραικύλοι οὐδέποτε θὰ τὰ ἐπαναφέρουν χωρὶς τὴν ἄδειαν τῶν ἀφεντάδων τῶν.
Ὁ Ρωμηὸς ἀφεντάδες δὲν ἔχει καὶ θὰ τὰ ἐπαναφέρη μαζὶ μὲ τὸ προγονικόν του Γένους σύνθημα:
«Ἡ Ρωμανία Νικᾶ»

Ἀριστοτέλειον πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης
Τὴ 14η Σεπτεμβρίου 1974
Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης

AΠO THN ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ Ι. ΡΩΜΑΝΙΔΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ "ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ"