Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Ο Χριστός είναι η απάντηση στον θάνατο, στον πόνο, στη δοκιμασία Πρωτοπρεσβύτερος Μάριος Δημοσθένους, Θεολόγος


[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bit.ly/2jDR1as]
Ο πρώτος, λοιπόν, λόγος είναι γιατί αντιστεκόμαστε στην ίδια μας την φθαρτή φύση. Αντιστεκόμαστε σ’ αυτό το αληθινό γεγονός, ότι κάποια στιγμή θα αντιμετωπίσουμε αυτό που λέγεται, όπως προείπαμε, πόνος, ασθένεια και θάνατος. Αυτό δεν το λογαριάζουμε και δεν θέλουμε να το λογαριάσουμε ποτέ στη ζωή μας. Συνήθως όταν αρχίσουμε ή κάποιος αρχίσει να θυμάται δυσάρεστα του λέμε: «Ας τα ξεχάσουμε αυτά ή μην αναφέρεις κακά και δυσάρεστα πράγματα γιατί είναι ανεπιθύμητα». Αλλά, όμως, είναι αληθινά. Όντως είναι ανεπιθύμητα, αλλά είναι αληθινά. Πώς πρέπει ή οφείλουμε λοιπόν να ζούμε, ώστε να ζούμε αληθινά; Ξέρετε οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν μιλήσει για τη λεγόμενη μνήμη θανάτου. Όταν το λέμε σήμερα στους ανθρώπους πανικοβάλλονται λίγο, γιατί οι λέξεις και τα γεγονότα δεν είναι οικεία σε εμάς, είναι ξένα. Ο γέρων Πορφύριος αυτή τη μνήμη θανάτου την ονόμασε κάπως αλλιώς, της έδωσε μία διαφορετική έννοια, η οποία δίνει ίσως και την απάντηση στο ερώτημά μας. Την ονόμασε «μνήμη Χριστού».
ponos2
Πώς ο άνθρωπος θα πρέπει μέσα από τη σχέση του με τον Χριστό, να δίνει νόημα, προορισμό και σκοπό στη ζωή του; Χάσαμε το νόημα, χάσαμε τον σκοπό, χάσαμε την προοπτική στη ζωή μας. Από τις πρώτες μέρες της ζωής μας όταν πήγαμε στην εκκλησία 8 ημερών για την ονοματοδοσία, μας είπαν μία μικρή ευχή για την είσοδό μας μέσα στην εκκλησία. Λέει αυτή η ευχή: «…σημειωθήτω ο Σταυρός του Μονογενούς Σου Υιού εν τη καρδία και τοίς διαλογισμοίς αυτού». Δηλαδή, ο σταυρός του Χριστού να σημειωθεί μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, του μικρού βρέφους που προσεύχεται εκείνη την ώρα μέσα στο ναό για πρώτη φορά στις 8 μέρες. Και μετά, σε κάθε στιγμή της ζωής της Εκκλησίας, της ζωής του πιστού μέσα στην Εκκλησία, προβάλλεται το σημείο του σταυρού, το σημείο του σταυρού του Χριστού. Και προβάλλεται μάλιστα ως πρότυπο ζωής του Χριστιανού. Προβάλλεται ως πρότυπο ο ίδιος ο σταυρός του Χριστού και ο ίδιος ο Χριστός, γιατί ο Χριστός επάνω στον σταυρό νίκησε αυτόν τον εχθρό, ο οποίος καταδυναστεύει τον άνθρωπο. Επάνω στον σταυρό ο Χριστός νίκησε τον θάνατο και οδήγησε τον άνθρωπο στην Ανάσταση. Από τη μία μιλούμε για Ανάσταση και από την άλλη μιλούμε για θάνατο. Όντως παράδοξο. Όμως, βλέποντας τον σταυρό του Χριστού την Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης, λέμε: «Τον Σταυρό Σου προσκυνούμεν Δέσποτα και την Αγίαν Σου Ανάστασιν δοξάζομεν». Ή ο Σταυρός σημαίνει θάνατο ή σημαίνει Ανάσταση. Ο Χριστός με τον σταυρό του και με τη σταύρωσή του, με το Τίμιο και Πανάγιο Αίμα Του, ξέπλυνε την αμαρτία του ανθρωπίνου γένους, αγκάλιασε τον άνθρωπο, τον ανέβασε και του έδωσε τη δυνατότητα μετά, με τη δική Του Ανάσταση, να μην γεύεται τον πνευματικό θάνατο, που είναι ο χωρισμός από τον Θεό.
Έτσι, λοιπόν, ο άνθρωπος, ο καθένας μας σήμερα, μέσα στην Εκκλησία ψάλλει «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας». Γιατί πατήθηκε ο θάνατος, νικήθηκε ο θάνατος.
Ο Χριστός είναι η απάντηση στον θάνατο, στον πόνο και στη δοκιμασία. Ο Σταυρός του Χριστού είναι αυτός ο οποίος μεταμορφώνει τον πόνο, του δίνει μία νέα ερμηνεία, μία νέα και διαφορετική εντελώς σχέση. Μπαίνουμε πολλές φορές, και μπαίνουμε πολύ τακτικά, μέσα στα δωμάτια των ασθενών στο νοσοκομείο, στο Μακάρειο νοσοκομείο και στο Ογκολογικό για να κοινωνήσουμε ασθενείς. Και όταν μπαίνουμε μέσα και ρωτάμε, πώς είστε σήμερα και μας απαντούν «Δόξα σοι ο Θεός», αναρωτιόμαστε και λέμε: είναι αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι βιώνουν πρώτα έναν υπαρξιακό πόνο; Δηλαδή, βιώνουν και αναρωτιούνται, ότι πιθανόν να βρίσκονται κοντά στο τέλος της ζωής τους; Και μπαίνοντας μέσα να μας λένε «Δόξα σοι ο Θεός Πάτερ, καλά είμαστε». Τί είναι αυτό το οποίο τους κινεί για να δίνουν αυτή την απάντηση; Και σας ομολογώ, ότι είναι η πλειοψηφία.
Και αυτό συμβαίνει όταν μπαίνουμε μεταφέροντας τον Χριστό, μεταφέροντας τη Θεία Κοινωνία. Τί είναι αυτό που αλλάζει τη ζωή του ανθρώπου;
Μία παρένθεση, να κάνουμε εδώ. Ένας γιατρός στο Ογκολογικό μου λέει: «Πάτερ θέλω να μπαίνω μέσα στα δωμάτια μετά από εσένα, γιατί δεν ξέρω τι κάνεις στους ανθρώπους, αλλά μετά από εσένα είναι πιο δεχτικοί σε ό,τι τους πώ». Και του λέω, δεν είμαι εγώ που το κάνω. Είναι Αυτός που παίρνω μαζί μου που το κάνει και αυτός είναι ο Χριστός.
Τί πρέπει να κάνουμε, ώστε να μπορέσουμε να μεταμορφώσουμε τον πόνο και να αποκτήσει νόημα, να μεταμορφώσει τον θάνατο και να έχει ελπίδα και μάλιστα την ελπίδα της Αναστάσεως; Το μυστικό θα λέγαμε είναι η σχέση μας με τον Χριστό. Είναι αυτή η αληθινή μας σχέση μαζί με τον Αναστημένο Χριστό. Αυτόν ο οποίος είναι το πάν και πρέπει να είναι το πάν μέσα στη ζωή μας. Είναι Αυτός που όταν ο άνθρωπος του ανοίγει την καρδιά του, του ανοίγει την διάνοιά του, του δίνει την πρόθεσή του, Αυτός βρίσκει τόπο και τρόπο να αλλάζει τα πάντα στη ζωή του, να αλλάξει το νόημα της ζωής του, να αλλάξει την προοπτική της ζωής του.

ΘΑΝΑΤΩ ΘΑΝΑΤΟΝ ΠΑΤΗΣΑΣ Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς

ΘΑΝΑΤΩ ΘΑΝΑΤΟΝ ΠΑΤΗΣΑΣ

Οι άνθρωποι καταδίκασαν τον Θεό σε θάνατο. Ο Θεός όμως, διά μέσου της Ανάστασής Του, «καταδικάζει» τους ανθρώπους σε αθανασία. Για τα κτυπήματα, τους ανταποδίδει τις σφικτές αγκαλιές. Για τις ύβρεις, τις ευλογίες. Για το θάνατο, την αθανασία. Ποτέ δεν έδειξαν οι άνθρωποι τόσο μίσος προς τον Θεό, όσο, όταν Τον σταύρωσαν. Και ποτέ δεν έδειξε ο Θεός τόση αγάπη προς τους ανθρώπους, όση όταν αναστήθηκε.
Οι άνθρωποι ήθελαν να καταστήσουν τον Θεό θνητό, αλλ’ ο Θεός διά (μέσου) της Ανάστασής Του κατάστησε τους ανθρώπους αθάνατους. «Ανέστη» ο σταυρωμένος Θεός και θανάτωσε τον θάνατο. Ο θάνατος δεν υπάρχει πλέον. Η αθανασία κατάκλυσε τον άνθρωπο και όλους τους κόσμους του.
Δια (μέσου) της Ανάστασης του Θεανθρώπου, η ανθρώπινη φύση οδηγήθηκε τελεσίδικα στην οδό της αθανασίας, και έγινε φοβερή και γι’ αυτό τον θάνατο. Γιατί πριν από την Ανάσταση του Χριστού, ο θάνατος ήταν φοβερός για τον άνθρωπο. Και από την εποχή της Ανάστασης του Κυρίου, γίνεται ο άνθρωπος φοβερός για το θάνατο. Εάν ζει δια (μέσου) της πίστης στον Αναστημένο Θεάνθρωπο ο άνθρωπος, ζει πάνω από το θάνατο. Καθίσταται απρόσβλητος και από το θάνατο. Ο θάνατος μετατρέπεται σε «Υποπόδιον των ποδών αυτού»: «Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου άδη, το νίκος;» (πρβλ. Α΄ Κορ. 15, 55-56). Έτσι, όταν ο «εν Χριστώ άνθρωπος» πεθαίνει, αφήνει απλά το ένδυμα του σώματός του για να το ντυθεί πάλι κατά την ημέρα της Δεύτερης Παρουσίας.
Μέχρι την Ανάσταση του Θεανθρώπου Χριστού, ο θάνατος ήταν η δεύτερη φύση του ανθρώπου. Η πρώτη ήταν η ζωή, και ο θάνατος η δεύτερη. Ο άνθρωπος είχε συνηθίσει το θάνατο σαν κάτι το φυσικό. Αλλά με την Ανάστασή Του ο Κύριος άλλαξε τα πάντα: η αθανασία έγινε η δεύτερη φύση του ανθρώπου, έγινε κάτι το φυσικό στον άνθρωπο, και το αφύσικο καταστάθηκε ο θάνατος. Όπως μέχρι την Ανάσταση του Χριστού, ήταν φυσικό στους ανθρώπους το να είναι θνητοί, έτσι μετά την Ανάσταση έγινε φυσική γι’ αυτούς η αθανασία.
Δια (μέσου) της αμαρτίας ο άνθρωπος καταστάθηκε θνητός και πεπερασμένος. Δια (μέσου) της Ανάστασης του Θεανθρώπου γίνεται αθάνατος και αιώνιος. Σ’ αυτό δε ακριβώς έγκειται η δύναμη και το κράτος και η παντοδυναμία της Ανάστασης του Χριστού. Και για τούτο χωρίς της Ανάστασης του Χριστού, δεν θα υπήρχε καν ο Χριστιανισμός. Μεταξύ των θαυμάτων, η Ανάσταση του Κυρίου είναι το μεγαλύτερο θαύμα. Όλα τ’ άλλα θαύματα πηγάζουν απ’ αυτό και συνοψίζονται σ’ αυτό. Απ’ αυτό εκπηγάζουν και η πίστη και η αγάπη και η ελπίδα και η προσευχή και η θεοσέβεια. Οι δραπέτες μαθητές, αυτοί οι οποίοι έφυγαν (πολύ) μακριά από τον Ιησού, όταν πέθαινε, επιστρέφουν προς Αυτόν, όταν αναστήθηκε. Και ο Ρωμαίος εκατόνταρχος όταν είδε τον Χριστό να ανασταίνεται από τον τάφο, τον ομολόγησε σαν Υιό του Θεού. Κατά τον ίδιο τρόπο και όλοι οι πρώτοι Χριστιανοί έγιναν Χριστιανοί, διότι αναστήθηκε ο Χριστός, διότι νίκησε το θάνατο. Αυτό είναι εκείνο το οποίο ουδεμιά άλλη θρησκεία έχει. Είναι εκείνο το οποίο κατά τρόπο μοναδικό και αναμφισβήτητο, δείχνει και αποδεικνύει, ότι ο Ιησούς είναι ο μόνος αληθινός Θεός και Κύριος σ’ όλους τους ορατούς και αόρατους κόσμους.
Χάρη στην Ανάσταση του Χριστού, χάρη στη νίκη πάνω στο θάνατο, οι άνθρωποι γινόντουσαν και γίνονται και θα γίνονται πάντοτε Χριστιανοί. Όλη η ιστορία του Χριστιανισμού δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ιστορία ενός και μοναδικού θαύματος, της Ανάστασης του Χριστού. (Αυτό) το οποίο συνεχίζεται διαρκώς σε όλες τις καρδιές των Χριστιανών, από μέρα σε μέρα, από έτος σε έτος, από αιώνα σε αιώνα, μέχρι τη Δεύτερη Παρουσία.
Ο άνθρωπος γεννιέται στ’ αλήθεια όχι όταν (τον) φέρνει στο κόσμο η μητέρα του, αλλά όταν πιστεύει στον Αναστημένο Σωτήρα Χριστό, γιατί τότε γεννιέται στην αθάνατη και αιώνια ζωή, ενώ η μητέρα γεννά το παιδί της προς (τον) θάνατο, για τον τάφο. Η Ανάσταση του Χριστού είναι η μητέρα όλων μας, όλων των Χριστιανών, η μητέρα των αθάνατων. Δια (μέσου) της πίστης στην Ανάσταση του Κυρίου, γεννιέται πάλι ο άνθρωπος, γεννιέται για την αιωνιότητα.
-Τούτο είναι αδύνατο! Παρατηρεί ο σκεπτικιστής (άνθρωπος). Και ο Αναστημένος Θεάνθρωπος απαντά: «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (πρβλ. Μάρκ. 9, 23). Και αυτός που πιστεύει, είναι εκείνος ο οποίος μ’ όλη τη καρδιά, μ’ όλη τη ψυχή, μ’ όλο του το είναι, ζει κατά το Ευαγγέλιο του Αναστημένου Κυρίου Ιησού.
Η πίστη μας είναι η νίκη δια (μέσου) της οποίας νικάμε το θάνατο, η πίστη δηλαδή στον Αναστημένο Κύριο. «Που σου, θάνατε, το κέντρον;» «Τό δε κέντρον του θανάτου η αμαρτία» (Α’ Κορ. 15, 55-56). Δια (μέσου) της Ανάστασής Του ο Κύριος «άμβλυνε του θανάτου το κέντρον». Ο θάνατος είναι ο όφις, η δε αμαρτία είναι το κεντρί του. Δια (μέσου) της αμαρτίας ο θάνατος εκχύνει το δηλητήριο στη ψυχή και το σώμα του ανθρώπου. Όσο περισσότερες αμαρτίες έχει ο άνθρωπος, τόσο περισσότερα είναι τα κέντρα διά των οποίων χύνει ο θάνατος το δηλητήριό του (μέσα) σ’ αυτόν.
Όταν η σφήκα κεντρίσει τον άνθρωπο, βάζει αυτός κάθε δυνατή προσπάθεια για να βγάλει το κεντρί από το σώμα του. Όταν δε τον κεντρίσει η αμαρτία – το κέντρο αυτό του θανάτου – τι πρέπει να κάμει; – Πρέπει με τη πίστη και (τη) προσευχή να επικαλεσθεί τον Αναστημένο Σωτήρα Χριστό, για να βγάλει Αυτός το κεντρί του θανάτου από τη ψυχή του. Και Αυτός σαν πολυεύσπλαχνος θα το κάμει, γιατί είναι Θεός του Ελέους και της Αγάπης. Όταν πολλές σφήκες πέσουν πάνω στο σώμα του ανθρώπου και τον τραυματίσουν πολύ με τα κέντρα τους, τότε ο άνθρωπος δηλητηριάζεται και πεθαίνει. Το ίδιο γίνεται και με τη ψυχή του ανθρώπου, όταν τη τραυματίσουν τα πολλά κέντρα των πολλών αμαρτιών. Πεθαίνει αυτός θάνατο, πού δεν έχει ανάσταση.
Νικώντας δια (μέσου) του Χριστού την αμαρτία μέσα του ο άνθρωπος, νικάει το θάνατο. Εάν περάσει μια μέρα και εσύ δεν έχεις νικήσει ούτε μια αμαρτία σου, γνώρισε ότι έγινες περισσότερο θνητός. Εάν όμως νικήσεις μια ή δυο ή τρεις αμαρτίες σου, έγινες πιο νέος, με τη νεότητα η οποία δεν γερνάει, την αθάνατη και αιώνια! Ας μη το λησμονάμε ποτέ: το να πιστεύει κανένας στον Αναστημένο Χριστό, αυτό σημαίνει να αγωνίζεται διαρκώς τον αγώνα ενάντια στην αμαρτία, στο κακό και στο θάνατο.
Το ότι ο άνθρωπος πιστεύει «αληθώς» στον Αναστημένο Κύριο, το αποδεικνύει με το να αγωνίζεται ενάντια στην αμαρτία και στα πάθη και εάν αγωνίζεται, πρέπει να γνωρίζει ότι αγωνίζεται για την αθανασία και την αιώνια ζωή. Εάν όμως δεν αγωνίζεται, τότε είναι μάταιη η πίστη του! Γιατί, εάν η πίστη του ανθρώπου δεν είναι αγώνας για την αθανασία και την αιωνιότητα, τότε τι είναι; Εάν με τη πίστη στο Χριστό δεν φτάνει κανένας στην αθανασία και τη νίκη πάνω στο θάνατο, τότε σε τι (χρησιμεύει) η πίστη μας; Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, αυτό σημαίνει ότι η αμαρτία και ο θάνατος δεν έχουν νικηθεί. Εάν δε, δεν έχουν αυτά τα δυο νικηθεί, τότε γιατί να πιστεύει στο Χριστό; Εκείνος όμως ο οποίος δια (μέσου) της πίστης στον Αναστημένο Χριστό αγωνίζεται ενάντια σε κάθε αμαρτία του, αυτός ενισχύει βαθμιαία στον εαυτό του την αίσθηση, ότι ο Κύριος όντως αναστήθηκε, όντως άμβλυνε το κέντρο του θανάτου, όντως νίκησε το θάνατο σ’ όλα τα μέτωπα της μάχης.
Η αμαρτία βαθμιαία μικραίνει τη ψυχή του ανθρώπου, τη πλησιάζει προς το θάνατο, τη μεταβάλλει από αθάνατη σε θνητή, από άφθαρτη και απέραντη σε φθαρτή, σε πεπερασμένη. Όσο περισσότερες αμαρτίες έχει ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο είναι θνητός. Και εάν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται τον εαυτό του αθάνατο, είναι φανερό ότι βρίσκεται όλος βυθισμένος στις αμαρτίες, σε σκέψεις μυωπικές, σε αισθήματα νεκρωμένα. Ο Χριστιανισμός είναι μια κλήση στον μέχρι «εσχάτης αναπνοής» αγώνα ενάντια στο θάνατο, μέχρι δηλαδή τη τελική νίκη πάνω σ’ αυτόν. Κάθε αμαρτία αποτελεί μια υποχώρηση, κάθε πάθος μια προδοσία, κάθε κακία μια ήττα.
Δεν πρέπει να διερωτιέται κανένας γιατί και οι Χριστιανοί πεθαίνουν το σωματικό θάνατο. Αυτό γίνεται, γιατί ο θάνατος του σώματος είναι μια σπορά. Σπέρνεται σώμα θνητό, λέγει ο Απόστολος Παύλος (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 42 εξ.), και βλασταίνει, αυξαίνει και γίνεται αθάνατο. Όπως ο σπόρος που σπέρνεται, έτσι και το σώμα διαλύεται, για να το ζωοποιήσει και (το) τελειοποιήσει το Άγιο Πνεύμα. Εάν ο Κύριος Ιησούς δεν είχε αναστήσει το σώμα, τι όφελος θα είχε αυτό απ’ Αυτόν; Αυτός δεν θα είχε σώσει ολόκληρο τον άνθρωπο. Εάν δεν ανέστησε το σώμα, τότε γιατί σαρκώθηκε, γιατί ανάλαβε το σώμα, αφού δεν του έδωσε τίποτα από τη θεότητά Του; [1].
Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, γιατί τότε να πιστεύει κανένας σ’ Αυτόν; Ομολογώ ειλικρινά, ότι εγώ ποτέ δε θα πίστευα στο Χριστό, εάν δεν είχε αναστηθεί και δεν είχε νικήσει το θάνατο, το μεγαλύτερο εχθρό μας. Αλλ’ ο Χριστός αναστήθηκε και δώρισε σε μας την αθανασία. Χωρίς αυτή την αλήθεια, ο κόσμος μας είναι μια χαώδης έκθεση απεχθών ανοησιών. Μόνο με τη ένδοξη Ανάστασή Του ο θαυμαστός Κύριος και Θεός μας, μας ελευθέρωσε από το παράλογο και την απελπισία. Γιατί χωρίς την Ανάσταση δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό, ούτε κάτω από τον ουρανό, τίποτα πιο παράλογο από τον κόσμο αυτό. Ούτε μεγαλύτερη απελπισία από τη ζωή αυτή, δίχως αθανασία. Γι’ αυτό σ’ όλους τους κόσμους, δεν υπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ύπαρξη από τον άνθρωπο που δεν πιστεύει στην Ανάσταση του Χριστού και την ανάσταση των νεκρών (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 19). «Καλόν ήν αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος» (Ματθ. 26, 24).
Στον ανθρώπινο κόσμο μας, ο θάνατος είναι το μεγαλύτερο βάσανο και η πιο φρικιαστική απανθρωπιά. Η απελευθέρωση απ’ αυτό το βάσανο και απ’ αυτή την απανθρωπιά είναι ακριβώς η σωτηρία. Τέτοια σωτηρία δώρισε στο ανθρώπινο γένος μόνο ο Νικητής του θανάτου – ο Αναστημένος Θεάνθρωπος. Δια (μέσου) της Ανάστασής Του Αυτός μας αποκάλυψε όλο το μυστήριο της σωτηρίας μας. Σωτηρία σημαίνει το να εξασφαλισθεί για το σώμα και τη ψυχή αθανασία και αιώνια ζωή. Πώς (λοιπόν) κατορθώνεται αυτό; Μόνο δια (μέσου) της θεανθρώπινης ζωής, της νέας ζωής, αυτής μέσα στον Αναστημένο και για τον Αναστημένο Χριστό!
Για μας τους Χριστιανούς, η ζωή αυτή πάνω στη γη είναι σχολείο, στο οποίο μαθαίνουμε πως να εξασφαλίσουμε την αθανασία και την αιώνια ζωή. Γιατί τι όφελος έχουμε απ’ αυτή τη ζωή, εάν μ’ αυτή δεν μπορούμε να αποκτήσουμε την αιώνια; Αλλά, για να αναστηθεί μαζί με το Χριστό ο άνθρωπος, πρέπει πρώτα να πεθάνει μαζί Του και να ζήσει τη ζωή του Χριστού, σαν δική του. Εάν το κάνει αυτό, τότε την μέρα της Ανάστασης θα μπορέσει μαζί με τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο να πει: «Χθες συνεσταυρούμην Χριστώ, σήμερον συνδοξάζομαι, χθες συνενεκρούμην, ζωοποιούμαι σήμερον, χθες συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι» [2].
Σε τέσσερες μόνο λέξεις συγκεφαλαιώνονται και τα τέσσερα Ευαγγέλια του Χριστού: Χριστός Ανέστη! – Αληθώς Ανέστη!… Σε κάθε (μια) απ’ αυτές βρίσκεται από ένα Ευαγγέλιο, και στα τέσσερα Ευαγγέλια βρίσκεται όλο το νόημα όλων των κόσμων του Θεού, των ορατών και αόρατων. Και όταν τα αισθήματα του ανθρώπου και όλες οι σκέψεις του συγκεντρωθούν στη βροντή του πασχαλινού αυτού χαιρετισμού: «Χριστός Ανέστη!», τότε η χαρά της αθανασίας σείει όλα τα όντα και αυτά μέσα σε αγαλλίαση απαντούν, επιβεβαιώνεται το πασχαλινό θαύμα: Αληθώς Ανέστη!»
Ναι, αληθώς Ανέστη ο Κύριος! και μάρτυρας αυτού είσαι εσύ, μάρτυρας εγώ, μάρτυρας κάθε Χριστιανός, αρχίζοντας από τους Αγίους Απόστολους μέχρι και τη Δεύτερη Παρουσία. Γιατί μόνο η δύναμη του Αναστημένου Θεανθρώπου Χριστού μπόρεσε να δώσει, – και συνεχώς δίνει και συνεχώς θα δίνει – τη δύναμη σε κάθε Χριστιανό – από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο – να νικήσει ολόκληρο το θνητό (μέρος) και αυτό τούτο το θάνατο. Ολόκληρο το αμαρτωλό (μέρος) και αυτή τούτη την αμαρτία. Ολόκληρο το δαιμονικό (μέρος) και αυτόν τούτον τον διάβολο. Γιατί μόνο με την Ανάστασή Του ο Κύριος, κατά τον πιο πειστικό τρόπο, έδειξε και απέδειξε ότι η ζωή Του είναι αιώνια Ζωή, η αλήθεια Του, είναι αιώνια αλήθεια, η αγάπη Του είναι αιώνια αγάπη, η αγαθότητά Του είναι αιώνια αγαθότητα, η χαρά Του αιώνια χαρά. Και επίσης έδειξε και απέδειξε ότι όλα αυτά τα δίνει Αυτός, κατά την απαράμιλλη φιλανθρωπία Του, σε κάθε Χριστιανό, σ’ όλες τις εποχές.
Κοντά σ’ αυτά, δεν υπάρχει ούτε ένα γεγονός, όχι μόνο στο Ευαγγέλιο, αλλά ούτε σ’ ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπινου γένους, το οποίο να είναι μαρτυρημένο κατά τρόπο τόσο δυνατό, τόσο απρόσβλητο, τόσο αναντίρρητο, όσο η Ανάσταση του Χριστού. Αναμφίβολα ο Χριστιανισμός σ’ όλη του την ιστορική πραγματικότητα, την ιστορική του δύναμη και παντοδυναμία, θεμελιώνεται πάνω στο γεγονός της Ανάστασης του Χριστού, δηλαδή πάνω στην αιώνια ζώσα Υπόσταση του Θεανθρώπου Χριστού. Και για τούτο μαρτυράει όλη η μακραίωνη και πάντοτε θαυματουργική ιστορία του Χριστιανισμού.
Γιατί αν υπάρχει ένα γεγονός στο οποίο θα μπορούσε να συνοψισθούν όλα τα γεγονότα, από τη ζωή του Κυρίου και των Αποστόλων και γενικά ολόκληρου του Χριστιανισμού, το γεγονός αυτό θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Επίσης, αν υπάρχει μια αλήθεια στην οποία θα μπορούσε να συνοψισθούν όλες οι Ευαγγελικές αλήθειες, η αλήθεια αυτή θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Και ακόμα, εάν υπάρχει μια πραγματικότητα στην οποία θα μπορούσε να συνοψισθούν όλες οι Καινοδιαθηκικές πραγματικότητες, η πραγματικότητα αυτή θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Και τέλος, αν υπάρχει ένα Ευαγγελικό θαύμα στο οποίο θα μπορούσε να συνοψισθούν όλα τα Καινοδιαθηκικά θαύματα, τότε το θαύμα αυτό θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Γιατί μόνο μέσα στο φως της Ανάστασης του Χριστού, αναδείχνεται θαυμάσια (και) με σαφήνεια και το πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού και το έργο Του. Μόνο μέσα στην Ανάσταση του Χριστού παίρνουν τη πλήρη εξήγησή τους όλα τα θαύματα του Χριστού, όλες οι αλήθειες Του, όλα τα λόγια Του, όλα τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης.
Μέχρι την Ανάστασή Του ο Κύριος δίδασκε για την αιώνια ζωή, αλλά μετά την Ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος όντως είναι η αιώνια ζωή. Μέχρι την Ανάστασή Του δίδασκε για την ανάσταση των νεκρών, αλλά με την Ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος είναι πράγματι η Ανάσταση των νεκρών. Μέχρι την Ανάστασή Του δίδασκε ότι η πίστη σ’ Αυτόν μεταφέρει (τον άνθρωπο) από το θάνατο στη ζωή, αλλά με την Ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος νίκησε το θάνατο και εξασφάλισε μ’ αυτό το τρόπο στους θανατωμένους ανθρώπους τη μετάβαση από το θάνατο στην Ανάσταση. Ναι, ναι, ναι: ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός με την Ανάστασή Του έδειξε και απέδειξε, ότι είναι ο μόνος αληθινός Θεός, ο μόνος αληθινός Θεάνθρωπος σ’ όλους τους ανθρώπινους κόσμους.
Και κάτι ακόμα: χωρίς την Ανάσταση του Θεανθρώπου δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε η αποστολικότητα των Αποστόλων, ούτε το μαρτύριο των Μαρτύρων ούτε η ομολογία των Ομολογητών, ούτε η αγιότητα των Αγίων, ούτε η ασκητικότητα των Ασκητών, ούτε η θαυματουργικότητα των Θαυματουργών, ούτε η πίστη των πιστευόντων, ούτε η αγάπη των αγαπώντων, ούτε η ελπίδα των ελπιζόντων, ούτε η νηστεία των νηστευόντων, ούτε η προσευχή των προσευχομένων, ούτε η πραότητα των πράων, ούτε η μετάνοια των μετανοούντων, ούτε η ευσπλαχνία των εύσπλαχνων, ούτε οποιαδήποτε χριστιανική αρετή ή άσκηση. Εάν ο Κύριος δεν είχε αναστηθεί και σαν Αναστημένος δεν είχε γεμίσει τους μαθητές Του με τη ζωοποιό δύναμη και τη θαυματουργική σοφία, ποιος θα μπορούσε αυτούς τους φοβισμένους και δραπέτες να τους συγκεντρώσει και να τους δώσει το θάρρος και τη δύναμη και τη σοφία για να μπορέσουν τόσο άφοβα και με τόση δύναμη και σοφία να κηρύττουν και να ομολογούν τον Αναστημένο Κύριο και να πηγαίνουν με τόση χαρά στο θάνατο γι’ Αυτόν; Και αν ο Αναστημένος Σωτήρας δεν τους είχε γεμίσει με τη θεία δύναμή Του και σοφία, πως θα μπορούσαν ν’ ανάψουν μέσα στο κόσμο την άσβεστη πυρκαγιά της Καινοδιαθηκικής πίστης, αυτοί οι απλοϊκοί και αγράμματοι, αμαθείς και φτωχοί άνθρωποι; Εάν η Χριστιανική πίστη δεν ήταν πίστη του Αναστημένου και κατά συνέπεια του αιώνια ζώντα και ζωποιούντα Κυρίου, ποιος θα μπορούσε να εμπνεύσει τους Μάρτυρες στον άθλο του μαρτυρίου, και τους Ομολογητές στον άθλο της ομολογίας, και τους Ασκητές στον άθλο της άσκησης και τους Ανάργυρους στον άθλο της αναργυρίας, και τους Νηστευτές στον άθλο της νηστείας και εγκράτειας, και οποιοδήποτε Χριστιανό σε οποιονδήποτε Ευαγγελικό άθλο;
Όλα αυτά είναι λοιπόν αληθινά και πραγματικά και για μένα και για σένα και για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Γιατί ο θαυμαστός και γλυκύτατος Κύριος Ιησούς, ο Αναστημένος Θεάνθρωπος, είναι η μόνη Ύπαρξη κάτω από τον ουρανό, με την οποία μπορεί ο άνθρωπος εδώ στη γη να νικήσει και το θάνατο και την αμαρτία και τον διάβολο, και να κατασταθεί μακάριος και αθάνατος, συμμέτοχος στην Αιώνια Βασιλεία της Αγάπης του Χριστού… Γι’ αυτό, για την ανθρώπινη ύπαρξη ο Αναστημένος Κύριος είναι τα πάντα, μέσα στα πάντα, για όλους τους κόσμους: Ό,τι το Ωραίο, το Καλό, το Αληθινό, το Προσφιλές, το Χαρμόσυνο, το Θείο, το Σοφό, το Αιώνιο. Αυτός είναι όλη η Αγάπη μας, όλη η Αλήθεια μας, όλη η Χαρά μας, όλο το Αγαθό μας, όλη η Ζωή μας, η Αιώνια Ζωή σε όλες τις θείες αιωνιότητες και απεραντοσύνες.
– Γι’ αυτό και «πάλι και πολλάκις», και αναρίθμητες φορές: Χριστός Ανέστη!
Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς

«Θανάτω θάνατον πατήσας»Γέροντας Χριστοφόρος, Καθηγούμενος Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου


Η Ανάσταση του Χριστού είναι το πιο συγκλονιστικό από όλα τα γεγονότα στην ανθρώπινη ιστορία, επειδή ο θάνατος είναι η πιο μεγάλη τραγωδία της ανθρωπίνης υπάρξεως. Αλλά θάνατος δεν είναι μόνον ο βιολογικός. Είναι και ο υπαρξιακός, ο κοινωνικός, ο εθνικός, και κυρίως ο πνευματικός θάνατος. Στην προσωπική μας ιστορία υπάρχουν στιγμές, τις οποίες χωρίς Χριστό τις βιώνουμε ως υπαρξιακό θάνατο.
Με την Ανάστασί Του ο Χριστός κατενίκησε τον θάνατο (Ρωμ. στ’ 9). Κατανικά όμως και όλους τους δικούς μας θανάτους, οσάκις η Ζωή Του γίνεται δική μας ζωή διά της Αναστάσεως (Β’ Κορ. δ’ 10-11). Σε όλους αυτούς τους θανάτους ο Χριστός απαντά με τον μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο, αναστάς εκ των νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας.
ger.xristoforos1
Μέσα στο Φως της Αναστάσεως του Χριστού δεν υπάρχει απελπισία, αδιέξοδο, κατάρρευσις. Τα πάντα ζωοποιούνται, γίνονται καινά. Και ο ίδιος ο θάνατος, από διαδικασία φθοράς γίνεται εφαλτήριον ζωής. Όπως έλεγε ο σεβαστός μας Γέροντας, Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης: «Τί θα ήταν ο κόσμος χωρίς τον Αναστάντα Χριστόν και την Ανάστασι που περιμένουμε να μας χαρίση; Ένα απέραντο νεκροταφείο. Και εμείς τι θα είμεθα; Μελλοθάνατοι που περιμένουμε την σειρά μας να σβήσουμε και να εξαφανισθούμε. Κανένα νόημα δεν θα είχε η ζωή, κανένα σκοπό. Πολύ σωστά είπε ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς, ότι δεν θα επίστευε εις τον Χριστόν, εάν ο Χριστός δεν είχε νικήσει τον θάνατον».
Οι διηγήσεις των αγίων Ευαγγελιστών και η εκκλησιαστική Υμνολογία μας παραδίδουν ότι ο Χριστός εβάδισε εκουσίως προς το Πάθος, αλλά οι Μαθηταί Του δεν το είχαν καταλάβει. Οι ώρες του Πάθους δεν τους ήταν καιρός πρόσφορος για αισιόδοξες σκέψεις και προσδοκίες. Θλίψις και φόβος τους συνείχαν, δικαιολογημένα. Μόνο μετά την Ανάστασι ανεθάρρησαν οι Μαθηταί. «Εχάρησαν ουν οι Μαθηταί ιδόντες τον Κύριον» ( Ιω. κ’ 20).
Και οι ώρες των ιδικών μας καθημερινών θανάτων, των πειρασμών, των αδιεξόδων, των αποτυχιών, δεν είναι εύκολες ώρες. Δεν βρίσκουμε τον εαυτό μας τότε έτοιμο για αισιοδοξία. Συνήθως τα συναισθήματα μας, οι λογισμοί μας και τα θελήματά μας δεν είναι ευχάριστα, και κυρίως δεν είναι θεάρεστα και δεν μας βοηθούν να ζήσουμε τήν χαρά της κοινωνίας με τον Θεό, την χαρά της κοινωνίας μεταξύ μας, την χαρά της κοινωνίας με τον ίδιο μας τον εαυτό.
Στις δύσκολες αυτές ώρες έχουμε υποδείγματα ζωής τους Αγίους μας, οι οποίοι ως υιοί της Αναστάσεως γεύθηκαν τους καρπούς της και έγιναν στην συνέχεια αδιάψευστοι μάρτυρές της. Από την εμπειρία των Αγίων μας μαθαίνουμε ότι η εκούσια συμπόρευσις με τον Χριστό προς το Πάθος είναι το εχέγγυο για την συνανάστασι μαζί Του. Εάν από αγάπη για τον Χριστό σηκώσουμε εκουσίως και με υπομονή τους καθημερινούς μας θανάτους, αυτοί γίνονται ευκαιρίες και οδοί προς την εν Χριστώ ανάστασί μας. «Εί γάρ συναπεθάνομεν, και συζήσομεν εί υπομένομεν, και συμβασιλεύσομεν εί αρνησόμεθα, κακείνος αρνήσεται ημάς· εί απιστούμεν, εκείνος πιστός μένει, αρνήσασθαι γάρ εαυτόν ού δύναται» (Β’ Τιμ. β’ 12-13). Τότε η χαρά και η ειρήνη της Αναστάσεως θα είναι αναφαίρετα δώρα του Χριστού, που θα μας συνοδεύουν στην πρόσκαιρη ζωή μας και στην αιωνιότητα. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς το τονίζει αυτό στην περίφημη επιστολή του Προς την σεμνότατη Μοναχή Ξένη.
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που η Πατρίδα μας ανεβαίνει στον πιο πρόσφατο Γολγοθά της. Οι περισσότεροι αδελφοί μας υποφέρουν από τις συνέπειες της ποικιλώνυμης κρίσεως. Πολλοί έχασαν το γέλιο, την χαρά, την γαλήνη, την αισιοδοξία, τα όνειρα, τις προσδοκίες. Γέμισε η ατμόσφαιρα από κατήφεια, λύπη, απογοήτευσι και οργή. Αλλά ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζή έτσι. Αναζητεί διεξόδους. Ιδίως οι νέοι.
Ας ρίξουμε και εφέτος το βλέμμα μας στον Αναστάντα Χριστό. Θα αντιληφθούμε ότι Αυτός είναι η λύσις του προβλήματος. Ο Αναστάς Κύριος φέρνει την αληθινή ειρήνη στις καρδιές και την αληθινή χαρά στα πρόσωπά μας. Όπως έλεγε ο άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης: «Ο Χριστός είναι η πηγή της ζωής, της χαράς, του φωτός του αληθινού. Ο Χριστός είναι το πάν».
Μάλιστα. Το πάν είναι ο Χριστός της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, της Ορθοδόξου Παραδόσεώς μας, ο Χριστός των αγίων Πατέρων μας, των Ομολογητών και των Οσίων, ο Χριστός που τώρα εκδιώκεται από την δύσμοιρη Πατρίδα μας με τον διαθρησκειακό συγκρητισμό στα νέα σχολικά προγράμματα με την κατάργησι της Κυριακής αργίας, με την ψήφισι αντιευαγγελικών νομοθετημάτων, με την ίδρυσι Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών στην Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, θέματα που κάνουν πιο μακρύ και πιο οδυνηρό τον θρήνο του Γένους, και το «εάλω η Πόλις» ένα θρηνητικό τραγούδι που δεν λέει να τελειώση ακόμη.
Όμως ο ευσεβής λαός μας δεν έχει απεμπολήσει τον Χριστό. Αντιστέκεται στις μεθοδείες των εχθρών της ελληνορθοδόξου ταυτότητάς του. Μένει πιστός σε ό,τι παρέλαβε από τούς αγίους διδασκάλους της Εκκλησίας και του Γένους. Πιστεύει, ελπίζει και υπομένει. Τον τελευταίο λόγο δεν έχει ο θάνατος, αλλά η Ζωή.
Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
Αρχιμανδρίτης ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ
Καθηγούμενος Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Οσίου Γρηγορίου
Πηγή: Περιοδικό Ορθόδοξη μαρτυρία

Το Πάσχα του Κυρίου - Γιορτή χαράς, ειρήνης και Αναστάσεως

Το λαμπρό μήνυμα της Αναστάσεως του Κυρίου είναι παρόν στις ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας καθ’ όλη τη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους, αφού κάθε Κυριακή είναι ένα μικρό Πάσχα. Η Ημέρα της Αναστάσεως είναι η γιορτή της νίκης του Χριστού, την οποία μας υπενθυμίζουν οι λέξεις του κοντακίου που ενισχύουν την πίστη μας: «Εἰ καὶ ἐν τάφῳ κατῆλθες ἀθάνατε, ἀλλὰ τοῦ ᾍδου καθεῖλες τὴν δύναμιν, καὶ ἀνέστης ὡς νικητής, Χριστὲ ὁ Θεός, γυναιξὶ Μυροφόροις φθεγξάμενος. Χαίρετε, καὶ τοῖς σοῖς Ἀποστόλοις εἰρήνην δωρούμενος, ὁ τοῖς πεσοῦσι παρέχων ἀνάστασιν».
Το μήνυμα της γιορτής της νίκης του Σωτήρος δεν περιορίζεται μόνο στις Κυριακές και στην περίοδο του Πάσχα, αλλά μεταφέρεται καθημερινά σε όλο τον χρόνο. Υπό αυτή την έννοια η προτροπή του Αναστάντα Κυρίου στις μυρχαφόρους γυναίκες «χαίρετε!» έχει όλους μας ως αποδέκτες. Το Πάσχα του Κυρίου, η Ανάσταση του Χριστού, είναι η νίκη της ζωής και της Θείας Αγάπης. Να χαιρόμαστε λοιπόν με τον τρόπο μυρχαφόρων για αυτό το μήνυμα, που μας δίνει παρηγοριά και χαλυβδώνει την πίστη μας.
Το Πασχαλινό κοντάκιο μας εξιστορεί και για την ειρήνη, την οποία - θανάτω θάνατον πατήσας ο Χριστός, ο Θεός, χάρισε στους Αγίους Αποστόλους και μέσω αυτών και σε εμάς, οι οποίοι εορτάζουμε τη μεγάλη γιορτή της Αναστάσεως του Σωτήρος. Αυτή η Ειρήνη στην οποία  αναφέρεται η Εκκλησιαστική ψαλμωδία, είναι η πίστη και βεβαιότητα, ότι ο Ιησούς ζει και Αυτός είναι Κύριος και Βασιλεύς της ζωής μας, αυτός ο οποίος είναι ο νικητής του θανάτου και του Κακού. Αυτός ο Σωτήρας μας έχει πει: «Φεύγω και σας αφήνω την ειρήνη. Τη δική μου ειρήνη σας δίνω, δεν σας τη δίνω όπως τη δίνει ο κόσμος”(Ιωάνν. 14:27). Η τήρηση του θελήματος του Σωτήρος μας προσφέρει την εσωτερική ειρήνη και φέρνει ηρεμία στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.
Με το θάνατό Του, τις δυνάμεις του Άδη πατήσας, ο Χριστός ο Θεός φέρνει την ανάσταση σε όλους τους πεσόντες. Αυτός σημαίνει την καινούργια αρχή και τη θεία υποστήριξη στους πλανημένους από αμαρτία ανθρώπους. Ο νικητής του θανάτου λέει σε αυτούς: Χαίρετε!
Εύχομαι σε όλους σας τη χαρά της εορτής της Αναστάσεως του Σωτήρος και την ειρήνη, που αυτή φέρνει.
Μετά βαθυτάτου σεβασμού και πολλής της εν Χριστώ Αναστάντι αγάπης,
Ο Αρσένιος - Μητροπολίτης Κούοπιο και Καρελίας

Ο νικητής του θανάτου και το αναστημένο του σώμα ανοίγει την οδό προς την αθανασία







Φως ενός άλλου κόσμου καταυγάζει την αποψινή νύκτα. Φως προερχόμενο από την χώρα των ζώντων. Νεκρό έσπευσαν να τον τιμήσουν οι Μυροφόρες και επέστρεψαν έμπλεες χαράς από την διαβεβαίωση του Αγγέλου:

«Αυτός που ζητείτε ανέστη! Δεν έχει θέση ο ζωντανός μεταξύ των νεκρών».

Συνοδοιπόροι των Μυροφόρων υπήρξαμε και εμείς. Μέχρι χθες βρισκόμασταν ενώπιον νεκρού, από θάνατο επώδυνο και επονείδιστο.  Και αν δεν βρεθήκαμε στον Γολγοθά κατά τη φοβερή εκείνη ώρα, γνωρίζουμε καλά το σκότος που σκέπασε την γη κατά την στιγμή του «τετέλεσται». Είναι το ίδιο σκοτάδι που σκιάζει και την σημερινή ανθρωπότητα. Είναι ο ίδιος τρόμος που συνθλίβει τον σημερινό εξουθενωμένο και απελπισμένο άνθρωπο.

Μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, ακολουθήσαμε το άδικο και φρικτό μαρτύριο του Χριστού μας. Κι αν δεν βρεθήκαμε στο πραιτόριο, γνωρίζουμε καλά την οδύνη και την μοναξιά Του. Είναι το ίδιο διαχρονικό ανθρώπινο μαρτύριο, το προερχόμενο, όμως, από τα δίκαια αποτελέσματα της εγωπάθειας και της απιστίας μας.

Οικεία μας είναι και η απελπισία των Μαθητών ενώπιον του καθημαγμένου Διδασκάλου τους, κατά την ώρα της αποκαθηλώσεως. Ο φόβος της οριστικής κατάρρευσης των πάντων χτυπά την πόρτα και της δικής μας ψυχής, που γίνεται, όλο και συχνότερα,  περίλυπη έως θανάτου (Ματθ. 26,38).

Απόψε, όμως, το πένθος και η ψυχική κατάρρευση της ανθρωπότητας δίνει τη θέση της στην ανέκφραστη χαρά και στην ακλόνητη ελπίδα. Ο θάνατος φάνηκε να καταβάλλει το άχραντο σώμα του Θεανθρώπου, ενώπιόν μας, όμως, βρίσκεται ο νικητής του θανάτου και το αναστημένο Του σώμα ανοίγει την οδό προς την αθανασία. Από το κενό μνημείο Του αναβλύζει συγχώρηση και άφατη χαρά.

Σήμερα απολαμβάνουμε τον πλούτο της αναστάσιμης δωρεάς. Σήμερα η ζωή φανερώνεται στις αληθινές της διαστάσεις και ο θάνατος αποκαλύπτεται όσο ποτέ αταίριαστος με την φύση μας και συντετριμμένος από τον Ζωοδότη Κύριο. Προς Αυτόν, έμπλεοι ευγνωμοσύνης, ας σπεύσουμε να αναγνωρίσουμε το μεγαλείο Του και ας Τον δοξάσουμε μαζί με τον μελωδό:

«Χθες συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον Αναστάντι σοι. συνεσταυρούμην σοι χθες, αυτός με συνδόξασον Σωτήρ, εν τη βασιλεία σου».

Η δόξα της Εκκλησίας Του είναι οι πληγές της αγάπης Του για τον κόσμο. Την δόξα της θυσίας Του αναζητούμε και εμείς. Τον δρόμο της φιλανθρωπίας Του καλούμεθα να βαδίσουμε. Διατηρούμε τον σύνδεσμο μαζί Του, διατηρούμε την ενότητα μεταξύ μας και αποκαλύπτουμε στον κόσμο με τη ζωή και τον λόγο μας την Θεϊκή ευσπλαχνία και την επουράνια φιλανθρωπία. Τον δικό Του δρόμο βαδίζουμε, το δικό Του έργο αναλαμβάνουμε. Έργο καταλλαγής μεταξύ των αντιθέσεων, έργο αποδοχής του διαφορετικού, έργο απάντησης στο αίτημα της ανθρωπότητας για ειρήνη και δικαιοσύνη. Ζώντας την Ανάσταση, κρατάμε ζωντανή την ελπίδα του κόσμου και  αποδεχόμενοι το φως του κενού Του μνημείου, μεταβαλλόμεθα σε μάρτυρες ελπίδας και διαβεβαιώνουμε έναν κόσμο «καθήμενον εν σκότει»: «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου, απαρχήν. Και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον, τον μόνον ευλογητόν των πατέρων θεόν και υπερένδοξον».

Ο γέροντας Πορφύριος συμβούλευε, σε κάθε λύπη, σε κάθε πειρασμό, αυτόν τον ύμνο να φέρνουμε στον νου μας και να θυμίζουμε στον εαυτό μας, πως θάνατος και λύπη, πλέον, δεν υπάρχουν, διότι  ο Αίτιος της χαράς βρίσκεται ανάμεσά μας και μας καλεί να πολιτογραφηθούμε πολίτες μιας νέας πολιτείας, μίας νέας ζωής. Αυτής της άλλης, της αναστάσιμης βιωτής την απαρχή, εορτάζομε σήμερα. Ελάτε, λοιπόν αδελφοί μου. «Αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή».

Μετά θερμών  πασχαλίων  ευχών  και  της  εν  Χριστώ Αναστάντι αγάπης,

Ομιλία για τον Νικητή του θανάτου Ζωοδότη Χριστό

Ο ΝΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1. Ἡ χαρά ὅλων νικᾶ κάθε θάνατο


Μέ τήν εὐλογία καί τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ ἤρθαμε ὅλοι σήμερα στήν ἁγία Ἐκκλησία νά τιμήσουμε καί νά δοξάσουμε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Καί νά τόν παρακαλέσουμε, ὅλοι μαζί, γιά τή σωτηρία μας καί ὁ καθένας χωριστά γιά τά προσωπικά του αἰτήματα. Καί εἴθε νά δεχθεῖ τήν προσευχή μας καί νά μᾶς εἰσακούσει σέ ὅ,τι ποθοῦμε καί σέ ὅ,τι τοῦ ζητᾶμε, κατά τήν ἁγία αὐτή ἡμέρα. Καί ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς μας νά μᾶς εἰσακούει, ὁ εὔσπλαγχνος καί φιλάνθρωπος Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός. Γιά τόν ὁποῖο ἕνα τροπάριο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς λέγει:
«Ἡ πάντων χαρά, Χριστός ἡ ἀλήθεια, τό φῶς, ἡ ζωή, τοῦ κόσμου ἡ ἀνάστασις».
Ὁ Χριστός εἶναι «ἡ πάντων χαρά, ἡ ἀλήθεια, τό φῶς, ἡ ζωή, ἡ ἀνάσταση τοῦ κόσμου». Καί ἦλθε στόν κόσμο ἐπίτηδες γιά νά μᾶς δείξει, τί θέλει νά κάνει γιά μᾶς καί ποῦ θέλει νά μᾶς ἀνυψώσει. Ποῦ θέλει νά μᾶς ὁδηγήσει. Τί θέλει νά μᾶς δώσει. Πόσο μᾶς ἀγαπάει.

Εἶναι δυνατόν νά φανταστεῖ κανείς, ἀγάπη μεγαλύτερη ἀπό τό νά σταυρώνεται κάποιος γι’ αὐτόν; Ὁ μόνος πού σταυρώθηκε γιά μᾶς εἶναι ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἦλθε στόν κόσμο γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό κάθε κακό. Νά μᾶς βοηθήσει νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό κάθε κακό. «Γέγονε», λέει τό ἴδιο τροπάριο «τύπος ἀναστάσεως, πᾶσι παρέχων θείαν ἄφεσιν».
Αὐτό σημαίνει, ὅτι ὑπάρχει δύο εἰδῶν «θάνατος». Ὁ ἕνας εἶναι ὁ θάνατος τοῦ σώματος. Μισητό πράγμα. Κανένας δέν τόν θέλει. Τό πιό λυπηρό πράγμα· ὅταν χάνουμε ὁποιονδήποτε δικό μας ἄνθρωπο. Στενοχωρούμεθα περισσότερο ἀπό τό ὅτι νἄχε καταστραφεῖ τό σπίτι μας, ἡ περιουσία μας ὁλόκληρη. Πολύ περισσότερο, δέν ἔχει πιά ἀξία τίποτε ἀπό τά δικά μας, ὅταν πεθαίνουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. «Ἐπελθών ὁ θάνατος», λέει ἕνα τροπάριο τῆς κηδείας, «ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται». Ὅταν ἔλθη ὁ θάνατος εἶχες, δέν εἶχες, ὑπάρχουν δέν ὑπάρχουν στόν κόσμο, πάψανε νά ἔχουν πιά καμία ἀξία. Μηδέν γίνανε.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνας ἄλλος θάνατος. Πού εἶναι ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς. Καί αὐτός εἶναι χειρότερος ἀπό τόν θάνατο τοῦ σώματος. Γιατί ὁ θάνατος τοῦ σώματος σημαίνει: τελείωσε τό σῶμα, ἀλλά ζεῖ ἡ ψυχή κοντά στό Θεό. Καί ζεῖ, τή ζωή τήν αἰώνια. Καί στήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πού εἶναι χιλιάδες φορές καλύτερη ἀπό τή ζωή αὐτή.
Γιά φαντασθεῖτε ὅμως ἀδελφοί, ὅταν πεθάνει ἡ ψυχή, καί πεθάνει τόν αἰώνιο θάνατο, δηλαδή καταδικαστεῖ στήν αἰώνια κόλαση, νά βασανίζεται αἰώνια, κατάσταση ἀπό θάνατο χειρότερη, γιά φανταστεῖτε πόσο μεγάλο εἶναι τό κακό. Καί ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τόν θάνατο καί τοῦ σώματος καί τῆς ἁμαρτίας. Καί τόν θάνατο τῆς ψυχῆς.
2. Τό πιστοποιητικό τῆς ἀνάστασης
Κάποια ἡμέρα, λέει τό Εὐαγγέλιο, ἐνῶ καθόταν ὁ Χριστός μαζί μέ τούς μαθητές του, εἶπε ὁ ἴδιος:
—Πᾶμε τώρα νά ἰδοῦμε τόν Λάζαρο. Ὁ Λάζαρος ὁ φίλος μας εἶναι ἄρρωστος.
—Ἔ, καί ἄν εἶναι ἄρρωστος, θά γίνει καλά», τοῦ εἶπαν.
—Ὁ Λάζαρος ὁ φίλος μας» λέει «κεκοίμηται», κοιμήθηκε.
—Χριστέ μου, τοῦ λένε οἱ μαθητές, ἅμα κοιμήθηκε θά σηκωθεῖ ὅπως σηκώνονται οἱ ἄνθρωποι. Κοιμοῦνται καί σηκώνονται».
—Δέν καταλάβατε τί σᾶς λέω. Κοιμήθηκε σημαίνει πέθανε. Τόν χάσαμε τόν Λάζαρο. Ἀλλά πᾶμε νά τόν ξυπνήσομε. Πᾶμε.
Σηκώθηκαν λοιπόν καί φτάσανε στήν Βηθανίαν. Ὁ Λάζαρος εἶχε πεθάνει τέσσερες ἡμέρες. Τόν εἶχαν θάψει καί ἦταν τέσσερες ἡμέρες πεθαμένος.
Συνήθως, τήν πρώτη ἡμέρα, ὁ πεθαμένος κρατάει, δέν κρατάει.
Τήν δεύτερη ἡμέρα δέν κρατάει. Βρωμᾶ.
Τήν τρίτη ἡμέρα, δέν μπορεῖ νά πλησιάσει ἄνθρωπος.
Καί τήν τέταρτη... φεύγετε νά φεύγομε.
Οἱ Ἑβραῖοι, εἶχαν μιά συνήθεια. Ὅταν ἔθαβαν ἄνθρωπο, τήν πρώτη, δεύτερη, τρίτη ἡμέρα, ὅσες ἄντεχαν, ἄνοιγαν τόν τάφο, τόν σκέπαζαν πρόχειρα βέβαια στήν ἀρχή, καί κάθονταν καί τόν μοιρολογοῦσαν μερικές ἡμέρες. Μέχρι πού ἡ βρώμα ἦταν τέτοια πιά, πού δέν ἄντεχαν νά σταθοῦν ἐκεῖ μέ κανένα τρόπο. Τίς πρῶτες ἡμέρες, δεύτερη καί τρίτη ἡμέρα, γιά νά σταθοῦν λίγο γύρω του καί νά μοιρολογήσουν, ἔριχναν ἀρώματα ἐπάνω του. Νά κόβουν τήν βρώμα. Ἀλλά τί νά κάνουν τά ἀρώματα, μπροστά στή βρώμα τοῦ ψοφιμιοῦ; Θά ἔχει τύχει νά ἀκούσετε: «Ψοφίμι, τί φοβερή βρώμα πού βγάζει». Τότε ἔκλειναν τόν τάφο μία γιά πάντα. Καί ἔφευγαν.
Ἔφτασε ὁ Χριστός στή Βηθανία καί τόν ὑποδέχθηκε ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου ἡ Μαρία.
—Κύριε, ἄν ἤσουνα ἐδῶ, δέν θά πέθαινε ὁ ἀδελφός μου, τοῦ λέει.
—Μή φοβᾶσαι, ἀπαντᾶ ὁ Χριστός, «ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου». Θά σηκωθεῖ.
Τοῦ λέει ἡ Μαρία.
—Κύριε, ἐγώ τό πιστεύω ὅτι θά σηκωθοῦμε ὅλοι καί θά ἀναστηθοῦμε ὅλοι, τήν ἡμέρα τοῦ τέλους τοῦ κόσμου. Ὅταν θά τελειώσει ὁ κόσμος αὐτός, θά ἀναστηθοῦμε ὅλοι.
—Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καί ἡ ζωή, λέει ὁ Χριστός. Ἀπό μένα ἐξαρτᾶται ἡ ἀνάσταση. Ὅποιος πιστεύει σέ μένα, δέν θά δεῖ θάνατο. Ἀλλά ἐγώ θά τόν ἀναστήσω τήν ἡμέρα ἐκείνη. Ὅποιος πιστεύει σέ μένα, καί ἄν πεθάνει ἀκόμη, ἐγώ θά τοῦ δώσω ζωή.
Πῆγαν στόν τάφο καί λέει ὁ Χριστός:
—Ἀνοῖχτε τόν τάφο. Ἀνοῖχτε τον.
Πέφτουν ἐπάνω του.
—Μή Χριστέ μου, δέν ἀντέχει πιά ἄνθρωπος νά σταθεῖ κοντά του. Τέσσερες ἡμέρες εἶναι πεθαμένος. Μυρίζει, ἔχει βρωμίσει φοβερά βρωμάει.
Ἀλλά ὁ Χριστός ἐπέμεινε:
—Ἀνοῖξτε τόν τάφο.
Καί ἀνοίγοντας τόν τάφο, φώναξε:
—Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. Ἔλα ἔξω.
Καί βγῆκε ὁ πεθαμένος. Πῶς βγῆκε;
Ἐμεῖς τούς βάζουμε τούς πεθαμένους στόν τάφο μέ τά ροῦχα τους. Τήν παλαιά ἐποχή οἱ Ἑβραῖοι τούς φάσκιωναν, ὅπως φασκιώναν τήν παλαιά ἐποχή τά μωρά παιδάκια. Χέρια καί πόδια. Γιά φανταστεῖτε... Χέρια καί πόδια φασκιωμένα, καί ὅταν διάταξε ὁ Χριστός ὁ Λάζαρος βγῆκε ἔξω.
Πῶς περπάτησε; Μέ τί πόδια περπάτησε, πού ἦταν φασκιωμένα;
Ὅταν διατάζει ὁ Χριστός πρέπει ὅλα νά γίνονται. Εἴτε εἶσαι δεμένος, εἴτε εἶσαι λυτός, πρέπει νά ἀνταποκρίνεσαι στήν ἐντολή του. Ὅτι ἐμπόδιο καί ἄν αἰσθάνεσαι, πρέπει νά τό ξεπερνᾶς, γιά νά ἐκτελέσεις τήν ἁγία ἐντολή του. Καί ὁ Λάζαρος, τέσσερες ἡμέρες πεθαμένος, ἄκουσε τήν φωνή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ποῦ τήν ἄκουσε; Ποιός τήν ἄκουσε;
Τό σῶμα τό πεθαμένο καί τό διαλυμένο, τό βρωμισμένο;
Ἡ ψυχή του τήν ἄκουσε, πού ἦταν στόν Ἅδη.
Καί ξαναγύρισε καί μπῆκε μέσα στό σῶμα του καί τό σῶμα ἀπό ὑπακοή στό λόγο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πῆρε δύναμη καί δεμένο, περπάτησε καί βγῆκε ἔξω.
Καί ὅταν βγῆκε ἔξω καί πῆγε κοντά στόν Χριστό, τότε διάταξε ὁ Χριστός καί εἶπε: «Λύσατε αὐτόν. Τώρα λύστε τον, καί ἀφεῖστε τον νά περπατάει φυσιολογικά. Λύσατε αὐτόν καί ἄφετε αὐτόν ὑπάγειν». Περπάτησε, μέ τήν δύναμη τῆς ὑπακοῆς στόν ἅγιο λόγο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἐκεῖνος ἦταν πεθαμένος σωματικά καί ἀναστήθηκε. Γιατί ἀναστήθηκε;
Λέει τό τροπάριο: «Τήν κοινήν ἀνάστασιν, πρό τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τόν Λάζαρον». Γιά νά δώσεις πιστοποιητικό, Χριστέ μου, ὅτι κάποια ἡμέρα θά ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅσο καί ἄν ἔχουν βρωμίσει, ὅσο καί ἄν ἔχουν διαλυθεῖ, ὅσο καί ἄν ἔχουν σαπίσει, ὅσο καί ἄν ἔχουν σβύσει καί δέν ὑπάρχει πιά οὔτε κοκκαλάκι τους. Ὅταν θά δώσεις ἐντολή, θά γυρίσουν πάλι στή ζωή. Καί θά ἀναστηθοῦνε μέ τά σώματά τους καί θά κληρονομήσουν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί μέ τά σώματά τους. Γιατί καί τό σῶμα ἐκοπίασε.
Ποῦ κοπίασε; Νά ποῦμε ἕνα ἁπλό παράδειγμα.
Στήν ὀρθοστασία μέσα στήν Ἐκκλησία.
Στίς γονυκλισίες, γιά τήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ μας.
Στήν νηστεία γιά τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Χριστοῦ.
Στά καλά ἔργα μέ τά χέρια.
Στά καλά λόγια μέ τό στόμα, γιά τήν δοξολογία τοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν ἔπαινο καί γιά τήν παρηγορία τῶν ἀνθρώπων καί γιά ὁποιοδήποτε ἄλλο καλό.
Τά πόδια κοπίασαν γιά νά τρέχουν πάντα στό καλό καί ὅλο τό σῶμα γιά νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό σῶμα θά δοξασθεῖ καί θά ἀπολαύσει ἑκατονταπλάσια καί χιλιαπλάσια ἀπό αὐτά πού ἄφησε καί στερήθηκε γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ καί γιά τήν ὑπακοή εἰς τό ἅγιο θέλημα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πιστοποιητικό ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, πού βρώμαγε καί ἦταν σάπιος, ὅτι θά ὑπάρξει καί θά γίνει ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
3. Τύπος τῆς πνευματικῆς ἀνάστασης
Ἀλλά ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἦταν καί τύπος τῆς ἀνάστασης ἀπό τόν θάνατο τῆς ψυχῆς. Ἕνας βρωμισμένος ἄνθρωπος, σηκώνεται καί βγαίνει ἔξω. Ἕνας δεμένος ἄνθρωπος σηκώνεται καί βγαίνει ἀπό τόν τάφο. Ἔτσι εἶναι ὁ θάνατος τῆς ἁμαρτίας. Βρώμικη ψυχή. Καί δεμένη ψυχή. Ἀπό τί δεμένη; Ἀπό τά πάθη. Χειρότερα δεσμά καί χειρότερη δουλεία ἀπό τά πάθη δέν ὑπάρχει.
Νά πάρουμε τό σύγχρονο πάθος, τῶν ναρκωτικῶν. Τό ξέρει ὁ ἄνθρωπος ὅτι θά διαλυθεῖ καί θά πεθάνει. Τό ξέρει ὅτι ἔχει μπεῖ στό χαμό καί στόν ὄλεθρο. Καί πίσω δέν κάνει. Γιατί; Γιατί τόν ἔχει δέσει τό πάθος του. Χειροπόδαρα. Δεμένος. Δοῦλος. Καί πεθαμένος.
Τί βγάζει ἡ ψυχή του; Βρώμα βγάζει. Δυσωδία βγάζει. Γιατί ἀδελφοί μου; Ὅλα του τά ἔργα, ὅλες του οἱ κινήσεις, ὅλη του ἡ συμπεριφορά πρός τούς δικούς του, πρός τούς ἄλλους ἀνθρώπους, εἶναι βρώμα. Νά βρεῖ, νά πάρει, νά ἀποκτήσει, γιά νά πάρει μία πρέζα πού τόν ὁδηγεῖ στό θάνατο. Κλέβει τόν πατέρα του, κλέβει τήν μάνα του, κλέβει τήν ἀδελφή του κτλ.
Ἀνάλογα πράγματα εἶναι ἡ πορνεία καί ἡ μοιχεία.
Ἀνάλογα πράγματα εἶναι καί οἱ ἄλλες ἁμαρτίες πού δέν φαίνεται μέν ἡ βρώμα, τί βρώμα προκαλοῦν στήν ψυχή, ἀλλά τήν αἰσθάνονται, οἱ ἅγιοι καί οἱ ἄγγελοι καί προπαντός τήν αἰσθάνεται Ἐκεῖνος πού ἦλθε γιά νά σκορπίσει τήν εὐωδία του στόν κόσμο, καθαρίζοντάς μας ἀπό τήν βρώμα τῆς ἁμαρτίας. Καί μᾶς λέει: «ἔτσι καί ἄν εἴσαστε», αὐτή εἶναι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ, «ἔτσι καί ἄν εἴσαστε, βρώμικοι ἄνθρωποι, μέ βρωμισμένη ψυχή καί δεμένοι μέ τά πάθη χειροπόδαρα, ἀκοῦστε τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ πού λέει: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω». Καί βάλτε δύναμη, πᾶρτε ἀπόφαση καί περπατᾶτε μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ νά περπατήσετε. Ὄχι μέ τήν δική σας. Ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ θά σᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τό κακό, ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀπό τόν θάνατο».
Γι' αὐτό, ὅταν πηγαίνει ἕνας ἄνθρωπος νά ἐξομολογηθεῖ, ὅταν ἀρχίζει νά μετανιώνει, νά διορθώνεται, νά ἐγκαταλείπει τό κακό, τί λέμε;
«Τόν ἔλυσε, τόν ἔλυσε. Πῆγε στόν παπά καί τόν ἔλυσε». Τοῦ ἔλυσε τά χέρια καί τά πόδια. Τοῦ ἔδωκε τήν εἰρήνη καί τήν γαλήνη τῆς ψυχῆς. Τόν ἐκαθάρισε καί τόν ἔκανε πάλι ὑγιή ἄνθρωπο.
4. Ἡ ὁδός τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι «καμάρι»
Μετά ἀπό αὐτό τό μεγάλο θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου μέ τό διπλό μήνυμα, γιά τό σῶμα καί γιά τήν ψυχή, πῆγε ὁ Χριστός στήν Ἱερουσαλήμ. Καί μπῆκε στήν Ἱερουσαλήμ καβάλα σέ ἕνα γαϊδουράκι. Μαζεύτηκε ὁ κόσμος πού εἶχε μάθει ὅτι ἀνάστησε τόν Λάζαρο καί χειροκροτοῦσε, κρατοῦσαν βάγια στά χέρια τους, σύμβολα τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου, ἔστρωναν τά ροῦχα τους κάτω, γιά νά πατήσει τό γαϊδούρι πού βάσταζε ἐπάνω τόν Χριστό καί τόν χειροκροτοῦσαν καί ἐφώναζαν: «Ὡσανά, Υἱέ Δαυΐδ. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Τό «Ὡσανά», σημαίνει «Σῶσε μας Χριστέ μου. Σῶσε μας Υἱέ τοῦ Δαυΐδ. Ἐσύ εἶσαι πού νικᾶς τόν θάνατο. Ὁ θάνατος εἶναι ὁ χειρότερος ἐχθρός μας. Ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς εἶναι ἀκόμη χειρότερος. Ἐλευθέρωσέ μας, ἀπό τά κακά πού μᾶς βασανίζουν. Δῶσε εἰρήνη καί γαλήνη στή ζωή μας. Ἀξίωσέ μας τῆς Βασιλείας σου».
Αὐτά φώναζαν οἱ ἄνθρωποι. Καί τόν δοξολογοῦσαν σάν Βασιλέα τοῦ κόσμου.
Καί ὁ Βασιλιάς τοῦ κόσμου καθόταν σέ ἕνα γαϊδουράκι, γιατί ἤθελε νά μᾶς πεῖ: «Ἡ ὁδός τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι τό καμάρι. Δέν εἶναι ἡ φιλοδοξία. Δέν εἶναι ὁ ἐγωισμός. Ἀλλά εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ καλωσύνη, ἡ ἀγάπη, ἡ συμπόνια». Ὅπως Ἐκεῖνος μᾶς συμπόνεσε καί ἔδειξε στόν κόσμο ὅλο τήν συμπόνια καί τήν καλωσύνη του, ἔτσι καί ἐμεῖς ἔχουμε ὑποχρέωση νά ξεχνᾶμε τόν ἑαυτό μας. Νά παραμερίζουμε τόν κακό ἑαυτό μας, τίς κακές μας ἐπιθυμίες καί διαθέσεις καί νά γεμίζουμε τήν καρδιά μας μέ τήν εὐωδία τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ ἀγάπη, ἡ καλωσύνη του, ἡ συγχώρησή του γιά ὅλους τούς ἐχθρούς του καί ὅλες οἱ ἄλλες ἅγιες ἀρετές πού κάνουν τόν ἄνθρωπο ἄγγελο.
5. Τό μύρο τῆς Μαρίας καί τό δικό μας
Ἀφοῦ ἔγινε ἡ εἴσοδος εἰς τήν Ἱερουσαλήμ μᾶς λέγει τό Εὐαγγέλιο, πῆγε ὁ Χριστός σέ κάποιο σπίτι. Ἐκεῖ πῆγε καί τόν βρῆκε ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου ἡ Μαρία εἶχε μαζί της ἕνα βαζάκι μέ ἕνα λίτρο μύρο, πολύτιμο ἄρωμα. Καί σήμερα εἶναι πολύ ἀκριβά. Τότε ἦταν πανάκριβα. Γιατί δέν ἦταν τόσο εὔκολο νά τά φτειάξουν, δέν ὑπῆρχαν τέτοια ἐργοστάσια πού ἔχουμε σήμερα. Ὅπως καί τότε καί τά ροῦχα ἦταν πανάκριβα. Θυμοῦνται οἱ μεγελύτεροι, ὅτι πρίν ἀπό τό «σαράντα» εἴμαστε ὅλοι μέ μπαλωμένα ροῦχα καί ξυπόλητοι. Σήμερα δόξᾳ τῷ Θεῷ, ἔχουμε ὅλοι καί ροῦχα καί παπούτσια. Τότε, στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ἀκόμη πιό φτωχοί οἱ ἄνθρωποι.
Καί τό λίτρο τοῦ μύρου ἦταν πανάκριβο.
Ἀλλά ἡ Μαρία δέν σκέφτηκε τήν δαπάνη. Γιατί ἤθελε νά πεῖ ἕνα «εὐχαριστῶ» στόν Χριστό πού ἀνέστησε τόν Λάζαρο, τόν ἀδελφό της, ἀπό τόν θάνατο. Τί εἴπαμε στήν ἀρχή; «Θάνατος ἀνθρώπου; Καλύτερα νά εἶχε γκρεμίσει τό σπίτι, καλύτερα νά εἶχαν ψοφήσει τά ζῶα ὅλα, καλύτερα νά εἶχαν καταστραφεῖ τά χωράφια, παρά θάνατος ἀνθρώπου. Καί μάλιστα ἀγαπητοῦ μας καί δικοῦ μας ἀνθρώπου, τοῦ ἀδελφοῦ μας».
Καί ἔτσι λοιπόν γιά νά τόν εὐχαριστήσει ἡ Μαρία τόν Χριστό, ἔχυσε τό μύρο ἐκεῖνο στά πόδια του, καί τοῦ τά ἔπλυνε μέ μύρο, γιά νά τοῦ πεῖ: «εὐχαριστῶ».
Ἐρώτημα τώρα. Ἐμεῖς τί κάνουμε γιά νά ποῦμε «εὐχαριστῶ» στόν Χριστό; Τί κάνουμε γιά νά λέμε «εὐχαριστῶ» στόν Χριστό γιά κεῖνα πού ἔκανε γιά μᾶς;
Ἔγιναν βέβαια λίγο παλαιά. Περίπου δυό χιλιάδες χρόνια πᾶνε, ἀλλά καί γιά μᾶς τά ἔκανε· τό ξέρουμε καί τό πιστεύομε. Καί πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε νά μαθαίνουμε ὅσα ἔκανε ὁ Χριστός γιά μᾶς. Καί νά τά πιστεύουμε βαθειά. Γιατί αὐτά εἶναι ἡ ζωή. Ἡ ζωή εἶναι κοντά στόν Χριστό. Μακρυά ἀπό τόν Χριστό εἶναι μόνο θάνατος, δυσωδία, διάλυση.
Ἀπό ποῦ νά ἀρχίσομε, ποῦ νά τελειώσομε; Νά ποῦμε μόνο ἕνα πράγμα. Ποῦ καταντάει ὁ ἄνθρωπος ὅταν σκεφθεῖ περισσότερο τόν ἑαυτό του καί δέν ὑπολογίσει γυναίκα καί παιδιά. Ἤ ἡ γυναίκα δέν ὑπολογίζει ἄνδρα καί παιδιά. Καί διαλυθεῖ τό σπίτι. Τί θλίψη, τί κατάντια, τί κακό γίνεται ἄν δέν σταθεῖ ὁ ἄλλος «βράχος». Καί τί λένε ὅλοι οἱ κοινωνιολόγοι;
«Τά παιδιά τῶν διεζευγμένων ἀνθρώπων κινδυνεύουν νά γίνουν ἀντικοινωνικοί τύποι καί οἱ περισσότεροι ἐγκληματίες προέρχονται ἀπό οἰκογένεις πού διαλύθησαν καί ἄφησαν τά παιδιά χωρίς τήν στοργή. Χωρίς νά καταλάβουν τί σημαίνει ἀγάπη. Καί ἔτσι γέμισαν οἱ καρδιές τους πόνο. Καί ὁ πόνος τους βγῆκε καί ἔγινε κακία, ἐκδικητικότητα καί δέν ξέρει ποῦ ξεσπάει».
Λέμε «ἐξ ὄνυχος τόν λέοντα». Τό ἀναφέρουμε γιά παράδειγμα. Κάθε ἀπομάκρυνση ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι θάνατος. Καί διάλυση. Καί καταστροφή. Πόσα «εὐχαριστῶ» πρέπει νά τοῦ λέμε τοῦ Χριστοῦ; Ἡμέρα καί νύχτα ἔπρεπε νά τόν δοξάζομε. Ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία γιά νά τοῦ ποῦμε «εὐχαριστῶ». Καί τά πολυτιμότερα μύρα πού μποροῦμε νά τοῦ προσφέρομε, πολυτιμότερα ἀπό τά μύρα ἐκεῖνα πού ἔχυσε ἡ Μαρία, εἶναι νά χύνουμε στά πόδια του τά δάκρυά μας. Ὅταν προσευχόμαστε καί τόν παρακαλοῦμε νά συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες μας, νά μᾶς δίνει ζωή, νά μᾶς μᾶς δίνει χαρά καί εἰρήνη, νά στερεώνει τόν κόσμο του, νά γεμίζει τίς ψυχές ὅλου τοῦ κόσμου μέ τό καλό... Τό ἐπαναλαμβάνομε: τό πολυτιμότερο μύρο εἶναι τά δάκρυα πού χύνουμε ὅταν προσευχόμαστε. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού προσευχόμενος τρέχουν τά μάτια του τά δάκρυα τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό.
Πολυτιμότερο πράγμα λένε οἱ Πατέρες ἀπό τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί τῆς ἀγάπης στόν Χριστό δέν ὑπάρχουν στόν κόσμο.
6. Τά δάκρυα τοῦ ληστῆ
Ἦταν παλιά ἕνας μεγάλος ληστής. Ληστής τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, σημαίνει ἄνθρωπος ἐγκληματικός. Ἔκλεβε γιά νά ἔχει ἐκεῖνος, διασκέδαζε, καί ἀφοῦ ἔφτανε μέχρι πού νά σκοτώνει ἀνθρώπους γιά νά πάρει χρήματα, φυσικό εἶναι ὅτι ἔκανε καί ὁποιαδήποτε ἄλλη ἁμαρτία πέρναγε ἀπό τό χέρι του. Καί ἀφοῦ ἔκανε πολλές ἁμαρτίες, κάποια στιγμή μετενόησε. Καί ἄρχισε νά κλαίει. Συναισθάνθηκε τίς ἁμαρτίες καί ἄρχισε νά κλαίει. Ἔκλαιγε, ἔκλαιγε, ἔκλαιγε, παρακαλώντας τόν Θεό καί ἔλεγε: «Λυπήσου με Χριστέ μου, λυπήσου με γιά τίς ἁμαρτίες μου. Δῶσ’ μου συγχώρηση σάν τόν ληστή. Σάν τόν τελώνη. Σάν τήν πόρνη. Καί σάν ὁποιοδήποτε ἄλλο χειρότερο ἁμαρτωλό, λυπήσου με».
Εἶχε ἕνα μαντήλι καί σκούπιζε τά δάκρυά του. Καί πέθανε ἀπό τά κλάματα.
Καί τότε, εἶδε ἕνας μεγάλος ἅγιος ἕνα ὅραμα. Εἶδε τήν ψυχή αὐτοῦ τοῦ ληστοῦ νά κρίνεται. Καί εἶδε τά δαιμόνια νά φέρνουν καί νά παρουσιάζουν τίς ἁμαρτίες του, τίς πολλές καί χαλεπές, καί ἀπάνθρωπες. Τίς ἔβαζαν ἐπάνω στή ζυγαριά. Ποῦ νά τίς βαστήξει!
Οἱ ἄγγελοι κοίταζαν, μετροῦσαν τίς ἁμαρτίες καί τά εἶχαν χαμένα.
Ἔψαξαν γιά καλά ἔργα καί δέν βρῆκαν τίποτε ἀπολύτως, ἐκτός ἀπό τό μαντήλι πού σκούπιζε τά δάκρυα του. Ἦταν τό μόνο τό ὁποῖο εἶχε νά παρουσιάσει ὁ ληστής. Ὅτι ἔκλαψε γιά τίς ἁμαρτίες του καί ὅτι βγῆκαν μερικά δάκρυα ἀπό τά μάτια του, τά ὁποῖα εἶχε μαζέψει στό μαντήλι.
Πῆραν οἱ ἄγγελοι τό μαντήλι, τό ἔβαλαν πάνω στή ζυγαριά, στόν ἄλλο δίσκο καί βάρυνε τόσο πού πετάχτηκαν καί ἐξαφανίστηκαν ὅλες οἱ ἁμαρτίες του. Καί χάρηκαν οἱ ἄγγελοι καί ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός πού εἶπε στόν πρῶτο ληστή ἐπάνω στό Σταυρό: «Ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ», σέ παίρνω ἀπό σήμερα στόν Παράδεισο..., ὅταν ἐκεῖνος τοῦ εἶπε «Μνήσθητί μου Κύριε, ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου», κατέβηκε ἀγκάλιασε τόν ληστή καί τόν ἐπῆρε εἰς τήν Βασιλεία του μέ δόξα καί χαρά. Γιατί ἐπόνεσε γιά τίς ἁμαρτίες του καί παρακάλεσε μέ δάκρυα τόν σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό νά τόν συγχωρήσει.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού θυμᾶται τόν θάνατο ἀπό τόν ὁποῖο μᾶς ἀνάστησε ὁ Χριστός. Τόν θάνατο τῆς ψυχῆς.
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού θυμᾶται ὅτι ὁ Χριστός ἀνάστησε τόν Λάζαρο καί σωματικά καί ψυχικά.
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού περιμένει τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού καταφεύγει συνεχῶς στόν Χριστό, γιά νά πάρει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του καί νά ἀναστηθεῖ ἀπό τόν θάνατο τῆς ἁμαρτίας.
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού ψάχνει νά βρεῖ ἀφορμή καί εὐκαιρία νά βρίσκεται κοντά στόν Χριστό. Εἴτε διαβάζοντας τόν λόγο του, σπουδαῖο πράγμα, ποτέ δέν πρέπει νά τό παραλείπομε. Εἴτε προσευχόμενος, εἴτε νηστεύοντας, εἴτε κάνοντας καλά ἔργα, εἴτε καί προπαντός τό κύριο καί βασικό, πού δείχνει τόν φωτισμό τόν μεγάλο καί τήν δύναμη τῆς ψυχῆς, στρέφοντας τόν ἑαυτό του τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ τόπος πού τόν λατρεύομε, τόν δοξάζομε, τόν ἐπικαλούμεθα. Καί μᾶς εἰσακούει καί μᾶς δίδει διά τῶν ἱερέων του τίς εὐλογίες του καί τήν χάρη του καί τή ζωή του.
Εἴθε ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ νά ἐνσκηνώνει στίς ψυχές μας.
Νά μᾶς εὐλογεῖ, νά μᾶς δυναμώνει στόν κόπο τῆς ζωῆς καί στόν ἀγώνα γιά τήν εὐαρέστησή του.
Νά γεμίσει τή ζωή μας μέ χαρά καί μέ εἰρήνη.
Νά μᾶς ἀξιώσει νά περάσουμε καί τήν ἁγία Μεγάλη Ἑβδομάδα γεμάτοι ἀνάταση ψυχική, γεμάτοι ἀπό τήν εὐλογία του.
Καί νά φθάσουμε ὅλοι στήν ἁγία του ἀνάσταση, ἀρχή τῆς ἀναστάσεως τοῦ κόσμου -γιατί εἶναι ὁ πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν- γεμάτοι μέ χαρά καί μέ εἰρήνη. Καί νά τόν εὐλογοῦμε καί νά τόν δοξάζουμε γιά πάντοτε.
Καί νά εἶναι γεμάτη ἡ ζωή μας, ὅλη ἡ ζωή μας ἀπό τήν χάρη του καί τήν εὐλογία του. Ἀμήν.-

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (†)
ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του στην Ἄνω Σκαφιδωτή, στίς 20/4/1997

Ο Θεάνθρωπος Ιησούς, νικητής του θανάτου


Γράφει ο
Γιώργος Παπαθανασόπουλος
Για μιαν ακόμη χρονιά βιώνουμε το Μυστήριο της απέραντης αγάπης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού προς τον άνθρωπο. Για τη σωτηρία του πλάσματός Του ο «αχώρητος παντί εχωρήθη εν γαστρί» και στη συνέχεια εδέχθη τον φθόνο, την απιστία, τη συκοφαντία, τα ραπίσματα, τους κολαφισμούς, τις ειρωνείες, την άδικη καταδίκη και τον σταυρικό θάνατο. Οι εχθροί του πίστεψαν πως με την ταφόπλακα τέλειωσαν με τον ενοχλητικό. Όμως ο Χριστός, Υιός και Λόγος του Θεού, που τόσο ταπεινώθηκε για τη σωτηρία μας, νίκησε τον θάνατο, τον κατήργησε και βασιλεύει στις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων.

Οι γραμματείς, οι φαρισαίοι, ο όχλος και οι Πιλάτοι δεν έπαυσαν ποτέ να υπάρχουν. Είναι όσοι ζουν μέσα στον εγωκεντρισμό τους, όσοι είναι αιχμάλωτοι της ηδονής και όσοι είναι εγκλωβισμένοι στη θνησιμαία λογική τους και δεν αφήνουν στον εαυτό τους χρόνο να βιώσει το μήνυμα του Χριστού. Όλοι αυτοί είτε είναι απέναντι στον Θεάνθρωπο και δεν πιστεύουν στη θεότητά του, είτε είναι αγνωστικιστές και «νίπτουν τας χείρας των» ενώπιον του υπαρξιακού προβλήματος.

Κάνει εντύπωση ότι τα τελευταία χρόνια συστηματικά τη Μεγάλη Εβδομάδα παρουσιάζονται διάφορα θέματα, υβριστικά και συκοφαντικά για τον Θεάνθρωπο Ιησού. Όλα επιδιώκουν να τον παρουσιάσουν ως ένα κοινό άνθρωπο. Να θυμηθούμε τις μυθιστορίες του Νταν Μπράουν, τα παραμύθια περί της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, τα απόκρυφα ευαγγέλια του Θωμά και άλλων αποστόλων, τις πλάκες που βρίσκονται εδώ κι εκεί. Και η φετινή χρονιά δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Βρέθηκε λέει χειρόγραφο του 6ου αιώνα, που παρουσιάζει τον Θεάνθρωπο με γυναίκα και παιδιά...Όλα αυτά δεν είναι τυχαία. Δεν μπορεί όλες οι επιθέσεις σε βάρος του Χριστού να συμβαίνουν κάθε χρόνο τις ημέρες του Πάσχα. Φέτος τη μόδα των αμερικανών και των συμπολιτών μας Ευρωπαίων αρνητών και υβριστών του Χριστού  ακολούθησε στην Ελλάδα ο 79χρονος επικοινωνιολόγος, ο οποίος προκαλεί θόρυβο γύρω από τον εαυτό του, βάλλοντας κατά του Ιησού και της Εκκλησίας Του, καθώς είναι υποψήφιος για τις Ευρωεκλογές. Είναι και αυτό σημείο των καιρών, να υπάρχουν σήμερα υποψήφιοι, που να διακηρύσσουν την ομοφυλοφιλία τους, ή την αθεΐα τους, πιστεύοντας ότι έτσι αποκομίζουν ψήφους.

Οι αρνητές του Χριστού δεν καταλαβαίνουν αυτό που τονίζει ο Γιώργος Σαραντάρης,  πως «όποιος δεν κατέχει πίστη είναι σαν να μην κατέχει τίποτε». Ο σημαντικός ποιητής και στοχαστής σημειώνει πως «δεν έχουν  νικήσει το θάνατο εκείνοι που τον λησμόνησαν» και πως μόνο όποιος με την πίστη στον Θεάνθρωπο Χριστό και στην Ανάστασή Του νικήσει το φόβο του θανάτου μπορεί να διδάξει στους άλλους (σ’ ένα άτομο ή σ’ ένα λαό) τη λύση δευτερευόντων προβλημάτων, όπως είναι λ.χ. το λεγόμενο σεξουαλικό ή το οικονομικό πρόβλημα! Φτάνει να υφίστανται αυτιά που ν’ ακούνε». Και προσθέτει ο Γ. Σαραντάρης: «Εκείνοι που ανάγουν το σεξουαλικό ή το οικονομικό πρόβλημα σε προβλήματα συνολικά, μπορούν να χαμογελάσουν. Δεν μιλάω σ’ αυτούς, εφ’ όσον δυστυχώς συναντούν ψυχολογικά εμπόδια να πιστεύουν, εφ’ όσον ένας ψευδοπολιτισμός κατάστρεψε τη διανοητική τους υγεία κ’ εστείρεψε  τις πηγές του αισθήματός τους».  Και ο ψευδοπολιτισμός αυτός προέρχεται από την Ευρώπη της οποίας, όπως πάλι γράφει ο Γ. Σαραντάρης, « η φιλοσοφία της είναι φτωχή και ανεπαρκής για την τωρινή νεότητα, ακριβώς γιατί σα φιλοσοφία δεν νίκησε το φόβο του θανάτου».

Η άποψη που εκφράζεται από τους αρνητές της Θεότητας του Ιησού Χριστού είναι  διαστροφή τη πραγματικότητας, υποβάθμιση της ύπαρξης, στρουθοκαμηλισμός ως προς τον θάνατο και έκφραση της υλιστικής σκέψης της Δύσης, της οποίας οι θεμελιωτές, Μοντεσκιέ, Γίββωνας και άλλοι «σύμφρονές τους», όπως γράφει ο Σπ. Ζαμπέλιος στις «Βυζαντινές Μελέτες» του, «ευρίσκουσιν παρ’ ημίν  - Σημ. στους Έλληνες Ορθοδόξους Χριστιανούς - θάνατον αντί ζωής, ευρίσκουσι βασιλείαν τυφλής Ανάγκης, αντί νόμων προόδου και θείας συνεργίας. Τί παράδοξον; Η Ελληνική Αναγέννησις, θυγάτηρ Ορθοδόξου πίστεως, δεν επεφάνη εις αιώνα σεσοφισμένης απιστίας και πυρρωνισμού. Ανέτειλεν εις ημέρας αποκαταστάσεως, ευσεβείας επιστημονικής... Η συγγραφή του Γίββωνος, εκ του οποίου σήμερον η Ευρώπη αντλεί τας περί μεσαιώνος γνώσεις και κρίσεις όζει γαιώδες τι και νεκριμαίον και επιτύμβιον, αναμιμνήσκον την πένθιμον Μούσαν του Τακίτου».

Η διαστροφή της πραγματικότητας και η απολυτοποίηση αυτής της διαστροφής είναι ο λόγος που με τη βία και από τον 11ο αιώνα και μετά οι Παπικοί και οι Δυτικοί γενικώς επιδιώκουν με κάθε μέσο να μας «εκπολιτίσουν», βρίσκοντας κάποιους γραικύλους για βοηθούς. Όμως προς κέντρα λακτίζουν. Ο θριαμβευτής του θανάτου και ζωοδότης Χριστός είναι κυρίαρχος της Ιστορίας, ενώ οι αρνητές Του είτε χάνονται στη λήθη με το θάνατό τους, είτε παραμένουν ως θλιβερά στίγματα στην Ιστορία και παραδείγματα προς αποφυγήν.

ατο: Ο Νικητής του θανάτου Μεγάλο Σάββατο: Ο Νικητής του θανάτου Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου



Σήμερα λοιπόν ο Κύριός μας περιοδεύει στον Άδη. Σήμερα συνέτριψε τις χάλκινες πύλες και τους σιδερένιους μοχλούς του. Πρόσεξε την ακριβολογία. Δεν είπε, άνοιξε τις πύλες, αλλά «συνέτριψε τις χάλκινες πύλες», για να αχρηστεύσει το δεσμωτήριο.Δεν αφαίρεσε τους μοχλούς, αλλά τους συνέτριψε, για να αχρηστεύσει τη φυλακή. Όπου βέβαια δεν υπάρχει ούτε μοχλός ούτε θύρα, και αν κάποιος εισέλθει, δεν εμποδίζεται να εξέλθει. Όταν λοιπόν συντρίψει ο Χριστός, ποιος θα μπορέσει να διορθώσει; Οι βασιλείς όταν πρόκειται να αφήσουν ελεύθερους τους φυλακισμένους, δεν κάνουν αυτό που έκανε ο Χριστός, αλλά δίνουν διαταγές και αφήνουν στη θέση τους και τις πόρτες και τους φύλακες, δείχνοντας μ' αυτό πώς θα χρειαστεί να μπουν πάλι εκεί μέσα ή εκείνοι που αποφυλακίστηκαν ή κάποιοι άλλοι στη θέση τους. Αλλά ο Χριστός δεν ενεργεί μ' αυτόν τον τρόπο. Θέλοντας να δείξει ότι καταργήθηκε ο θάνατος, συνέτριψε τις χάλκινες πύλες του. Και τις ονόμασε χάλκινες όχι επειδή ήταν από χαλκό, αλλά για να δηλώσει τη σκληρότητα και την αδιαλλαξία του θανάτου. Και για να μάθεις ότι ο χαλκός και ο σίδηρος εκφράζουν την ακαμψία και τη σκληρότητα, άκουσε τι λέει σε κάποιον αδιάντροπο: «Τα νεύρα σου είναι από σίδηρο και ο τράχηλος και το μέτωπό σου από χαλκό». Και εκφράστηκε έτσι όχι διότι είχε σιδερένια νεύρα ή χάλκινο μέτωπο, αλλά επειδή έδειχνε πως είναι αυστηρός, αδιάντροπος και σκληρός.
Θέλεις να μάθεις πόσο αυστηρός και άκαμπτος και ασυγκίνητος είναι ο θάνατος; Κανένας δεν τον κατάφερε ποτέ ν' αφήσει ελεύθερο κάποιον από τους αιχμαλώτους του, έως ότου ήρθε και τον ανάγκασε ο Κύριος των αγγέλων. Πρώτα λοιπόν συνέλαβε και φυλάκισε εκείνον (το θάνατο) και ύστερα του πήρε ό,τι του ανήκε. Γι' αυτό προσθέτει: «Θησαυροί που βρίσκονται στο σκοτάδι και είναι κρυμμένοι και δεν φαίνονται». Αν και αναφέρεται σε ένα πράγμα, η σημασία του είναι διπλή. Υπάρχουν, δηλαδή, τόποι σκοτεινοί, οι οποίοι μπορεί πολλές φορές να φωτιστούν, αν τοποθετήσουμε μέσα τους λυχνία και φως. Οι χώροι όμως του Άδη ήταν πολύ σκοτεινοί και θλιβεροί και ποτέ δεν μπήκαν μέσα του ακτίνες φωτός, γι' αυτό και τους χαρακτήρισε σκοτεινούς και αόρατους. Επειδή ήταν στην πραγματικότητα σκοτεινοί μέχρι τη στιγμή που κατέβηκε σ' αυτούς ο Ήλιος της δικαιοσύνης και τους κατελάμπρυνε με το φως του και έκανε τον Άδη ουρανό. Γιατί όπου βρίσκεται ο Χριστός, ο τόπος μεταβάλλεται σε ουρανό. Εύλογα ονομάζει τον Άδη σκοτεινό θησαυροφυλάκιο, γιατί εκεί υπήρχε σωρευμένος πολύς πλούτος. Πραγματικά, όλο το ανθρώπινο γένος που αποτελούσε πλούτο του Θεού ληστεύτηκε από τον διάβολο που εξαπάτησε τον πρωτόπλαστο και τον υποδούλωσε στο θάνατο. Το ότι το ανθρώπινο γένος αποτελούσε πλούτο του Θεού, το αποδεικνύει και ο Παύλος με όσα λέει: «Ο Κύριος είναι πλούσιος σε όλους και ιδιαίτερα σ' εκείνον που τον επικαλείται». Όπως, λοιπόν, ένας βασιλιάς, όταν συλλάβει κάποιον ληστή, που λήστευε τις πόλεις, που άρπαζε από παντού, που κρυβόταν μέσα σε σπηλιές και αποθήκευε εκεί τα κλεμμένα πλούτη, αφού φυλακίσει τον ληστή, εκείνον μεν τον παραδίνει σε τιμωρία, τους δε θησαυρούς του μεταφέρει στα βασιλικά ταμεία, έτσι έκανε και ο Χριστός, με το θάνατό Του φυλάκισε τον ληστή και τον δεσμοφύλακα, δηλαδή τον διάβολο και το θάνατο, και μετέφερε όλα τα πλούτη, εννοώ το ανθρώπινο γένος, στα βασιλικά ταμεία. Αυτό δηλώνει και ο Παύλος λέγοντας: «Ο Κύριος μάς λύτρωσε απ' την υποδούλωσή μας στο σκοτάδι και μάς μετέφερε στο βασίλειο της αγάπης του». Και το πιο σπουδαίο είναι ότι ασχολήθηκε με το γεγονός αυτό ο Ίδιος ο βασιλιάς, τη στιγμή που κανένας άλλος βασιλιάς δεν κατδέχτηκε να κάνει κάτι παρόμοιο, αλλά δίνει εντολή στους υπηρέτες του να ελευθερώσουν τους φυλακισμένους. Εδώ όμως δεν συνέβη έτσι, αλλά ήρθε ο Ίδιος ο βασιλιάς στους φυλακισμένους και δε ντράπηκε ούτε τη φυλακή ούτε τους φυλακισμένους. Γιατί ήταν αδύνατο να ντραπεί το πλάσμα Του. Και συνέτριψε τις πύλες και διέλυσε τους μοχλούς και κυριάρχησε στον Άδη και εξαφάνισε όλη τη φρουρά και, αφού συνέλαβε δέσμιο τον δεσμοφύλακα (τον θάνατο), επανήλθε σ' εμάς. Ο τύραννος μεταφέρθηκε αιχμάλωτος, ο ισχυρός δεμένος. Ο ίδιος ο θάνατος πέταξε τα όπλα του και έτρεξε άοπλος και δήλωσε υποταγή στο βασιλιά.
Είδες τι αξιοθαύμαστη νίκη; Είδες τα κατορθώματα του σταυρού; Να σου πω και κάτι άλλο πιο αξιοθαύμαστο; Αν μάθεις με ποιον τρόπο νίκησε ο Χριστός, ο θαυμασμός σου θα γίνει μεγαλύτερος. Με τα όπλα δηλαδή που νίκησε ο διάβολος, με τα ίδια τον υπέταξε ο Χριστός. Αφού του άρπαξε (ο Χριστός) τα όπλα του, με εκείνα τον κατετρόπωσε. Και άκουσε πώς; Παρθένος, ξύλο και θάνατος ήταν τα σύμβολα της ήττας μας. Παρθένος ήταν η Εύα, γιατί δεν είχε γνωρίσει ακόμα τον άνδρα της. ξύλο ήταν το δέντρο και θάνατος η τιμωρία του Αδάμ. Αλλά να, και πάλι Παρθένος και ξύλο και θάνατος, αυτά τα σύμβολα της ήττας έγιναν σύμβολα της νίκης. Γιατί αντί της Εύας έχουμε τη Μαρία, αντί του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, το ξύλο του σταυρού, και αντί του θανάτου ως τιμωρία του Αδάμ, το θάνατο του Χριστού. Βλέπεις ότι ο διάβολος νικήθηκε με τα όπλα που νίκησε άλλοτε; Τον Αδάμ πολέμησε ο διάβολος και τον νίκησε κοντά στο δέντρο, τον διάβολο νίκησε ο Χριστός πάνω στο σταυρό. Το ξύλο την πρώτη φορά έστελνε απ' τον Άδη στη ζωή ακόμη κι όσους είχαν πάει εκεί. Το ξύλο επίσης την πρώτη φορά έκρυψε τον αιχμάλωτο που ήταν γυμνός, τη δεύτερη έδειχνε σ' όλους γυμνό το νικητή (το Χριστό) που ήταν κρεμασμένος ψηλά. Και ακόμη, ο πρώτος θάνατος (του Αδάμ) καταδίκασε κι όλους εκείνους που γεννήθηκαν μετά από αυτόν, ενώ ο δεύτερος (του Χριστού) ανάστησε κι εκείνους ακόμη που έζησαν πριν από Εκείνον. «Ποιος μπορεί να περιγράψει με λόγια τη δύναμη του Κυρίου; Από νεκροί που ήμασταν, γίναμε αθάνατοι. Αυτά είναι τα κατορθώματα του σταυρού. Έμαθες για τη νίκη; Έμαθες με ποιον τρόπο επιτεύχθηκε; Δες τώρα πώς επιτεύχθηκες χωρίς κόπο. Δεν βάψαμε τα όπλα μας στο αίμα, δεν παραταχθήκαμε σε θέση μάχης, δεν τραυματιστήκαμε, ούτε είδαμε κανέναν πόλεμο, κι όμως νικήσαμε. Αγωνίστηκε ο Κύριος και μεις στεφανωθήκαμε. Επειδή λοιπόν είναι και δική μας η νίκη, ας ψάλλουμε όλοι σήμερα σαν στρατιώτες ύμνο επινίκιο: «Κατανικήθηκε ο θάνατος και κατατροπώθηκε. Πού είναι θάνατε η νίκη σου; Πού είναι Άδη το κεντρί σου;».
Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ποιος μπορεί να περιγράφει και να εκτιμήσει το πάθος του Χριστού την τρομερή εκείνη νύχτα πριν από τη σταύρωση;


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ,
«Ποιός μπορεὶ νά περιγράφει καί νά ἐκτιμήσει τό πάθος τοῦ Χριστοῦ τήν τρομερή ἐκείνη νύχτα πρίν ἀπό τή σταύρωση, τήν ὥρα πού ὑπόφερε ψυχικά καί σωματικά;»

Και τώρα, αφου εξετάσαμε όλους τούς κακούργους που βρίσκονταν κοντά στο Χριστό, τον Κύριο, ας σταματήσουμε για λίγο μπροστά στον ίδιο τον Κύριο. Ας δούμε πώς φαίνεται Αυτός ανάμεσα στους κακούργους. Κυρίως όμως ας κοιτάξουμε προσεχτικά για λίγο τον κήπο της Γεθσημανή, εκεί όπου οι αποκαμωμένοι μαθητές Του κοιμούνταν, ενώ ο Κύριος είχε γονατίσει και προσευχόταν με αγωνία.
«Πάτερ, ει βούλει παρενεγκείν τούτο το ποτήριον απ’ εμού πλην μη το θέλημά μου, αλλά το σόν γενέσθω… εγένετο δέ ο ιδρώς αυτού ώσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην» (Λουκ. κβ’42,44).
Η θεότητα του Χριστού είναι αχώριστη από την ανθρωπότητα, μ’ όλο πού κατά καιρούς δείχνει να υπερισχύει πότε η μια και πότε η άλλη φύση. Όταν τον βλέπουμε μικρό παιδί στο σπήλαιο, τον θεωρούμε άνθρωπο. Όταν τον παρατηρούμε να φεύγει στην Αίγυπτο ή να εργάζεται στη Ναζαρέτ, τον θεωρούμε και πάλι άνθρωπο. Όταν τον βλέπουμε να πεινάει και να διψάει, στα μάτια μας είναι και πάλι άνθρωπος. Όταν όμως τον ατενίζουμε ν’ ανασταίνει τούς νεκρούς, να πολλαπλασιάζει τούς άρτους, να θεραπεύει τούς δαιμονισμένους και τούς λεπρούς, να ηρεμεί την καταιγίδα, να σταματά τον άνεμο και να περπατάει πάνω στα νερά σαν σέ στέρεο έδαφος, τότε δέ βλέπουμε άνθρωπο, αλλά Θεό.
Στον κήπο της Γεθσημανή τον βλέπουμε ως Θεό και ως άνθρωπο. Ως Θεό, γιατί αν και τρεις από τούς σπουδαιότερους ανθρώπους στον κόσμο, οι τρεις πρώτοι απόστολοί Του, δεν άντεξαν και κοιμήθηκαν από την κούραση, Εκείνος αντέχει, παραμένει άγρυπνος και προσεύχεται γονατιστός. Τον βλέπουμε σαν Θεό, γιατί ποιος άλλος θα μπορούσε ή θα τολμούσε να μιλάει στο Θεό όπως μιλάει κανείς στον πατέρα του, εκτός από το Μονογενή Του Υιό, πού σαν Υιός γνώριζε ότι ήταν ένα με το Θεό και Πατέρα Του, ενωμένος μαζί Του; Τον βλέπουμε σαν Θεό, γιατί ποιός άλλος από τούς θνητούς θα τολμούσε να πει ότι, μ’ ένα Του λόγο θα μπορούσε να καλέσει κοντά Του δώδεκα λεγεώνες αγγέλων (βλ. Ματθ. κστ’53); Τον βλέπουμε σαν άνθρωπο επειδή γονατίζει στο έδαφος, Ιδρώνει από την αγωνία, αγωνίζεται εσωτερικά, φοβάται τα πάθη και το θάνατο και προσεύχεται για ν’ αποφύγει το πικρό ποτήρι των βασάνων.
Ποιος μπορεί να περιγράφει και να εκτιμήσει το πάθος του Χριστού την τρομερή εκείνη νύχτα πριν από τη σταύρωση, την ώρα πού υπόφερε ψυχικά και σωματικά; Αν στο σταυρό ο σωματικός πόνος ήταν μεγαλύτερος, εδώ το μεγαλύτερο πόνο τον είχε η ψυχή Του. Ο ευαγγελιστής γράφει πώς είχε αγωνία. Αύτη είναι εσωτερική αγωνία, της ψυχής. Είναι η ανθρώπινη ψυχή Του πού ζητά παρηγοριά από τον Πατέρα Του.
Είναι ένας μυστικός διάλογος του Ανθρώπου με τον αόρατο Πατέρα Του, στον όποιο διάλογο κρέμεται η ανθρωπότητα ολόκληρη, ολόκληρος ο δημιουργημένος κόσμος, από την αρχή ως το τέλος του. Από τη μια μεριά έχουμε τα φοβερά πάθη του Ανθρώπου πού χύνει τον Ιδρώτα σαν θρόμβους από αίμα μέσα στην κρύα νύχτα. Κι από την άλλη έχουμε το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Τα δύο αυτά συγκρούονταν μεταξύ τους κι έπρεπε να συμφωνήσουν. Ο Άνθρωπος έλεγε: ει βούλει παρενεγχείν τούτο το ποτηριον απ’ εμού’ ο Θεάνθρωπος, ο υπάκουος Υιός, πρόσθετε: πλην μη το θέλημά μου, αλλά το σον γενέσθω. Κι ο Θεός αποφάσισε πώς το ποτήριο έπρεπε να το πιει ο Υιός Του.
Όταν ο Άνθρωπος δέχτηκε την απόφαση του Θεού, η ψυχή Του ειρήνεψε. Αύτη ήταν μια ειρήνη άγνωστη στη γη. Δεν μπορούσε να την διακόψει ούτε η προδοσία ούτε οι εμπτυσμοί, οι εμπαιγμοί, οι κολαφισμοί, το αγκάθινο στεφάνι, τα ψεύδη, οι συκοφαντίες, η αχαριστία κι οι πόνοι Του στο σταυρό. Ό Κύριος Ιησούς κατάφερε τη μεγαλύτερη νίκη Του ενάντια στο Σατανά στον κήπο της Γεθσημανή. Και το κατόρθωσε αυτό με την υπακοή στο Θεό Πατέρα Του. Με την παρακοή του στο Θεό ο Αδάμ νικήθηκε από το Σατανά. Με την υπακοή Του στο Θεό ο Χριστός κατατρόπωσε το Σατανά και χάρισε τη σωτηρία στον Αδάμ και στους απογόνους του. Στον κήπο της Εδέμ ο Σατανάς νίκησε τον άνθρωπο.
Στον κήπο της Γεθσημανή ο Άνθρωπος νίκησε το Σατανά. Αυτή είναι η σύγκρουση πού αναφέρει το ευαγγέλιο. Ήταν ο άνθρωπος πού έπρεπε να γίνει άνθρωπος-νικητής, όχι ο Θεός, ώστε όλοι οι άνθρωποι να έχουν μπροστά τους το παράδειγμα αυτό της σύγκρουσης και της νίκης – παράδειγμα ανθρώπινο, πού θα μπορούσαν να το μιμηθούν. Έτσι ο Θεός άφησε τον Άνθρωπο Ιησού ν’ αγωνιστεί και να συγκρουστεί με το Σατανά κι όλες του τις δυνάμεις. Από εκεί προκύπτει η μεγάλη αγωνία του Χριστού και η κραυγή παρενεγκείν τούτο το ποτήριον απ’ εμού. Από εκεί ο Ιδρώτας ωσεί θρόμβοι αίματος πού κυλούσαν στο πρόσωπό Του.
Αν όμως το σώμα του ανθρώπου είναι αδύναμο, το πνεύμα είναι δυνατό. Και το πνεύμα εξέρχεται νικηφόρο, πρώτα γιατί κυριαρχεί στο σώμα κι έπειτα στο Σατανά.
’Ίσως ο Σατανάς να μην μπόρεσε να δεχτεί πώς νικήθηκε κατά κράτος στον κήπο της Γεθσημανή, γι’ αυτό και συνέχισε να χαίρεται με τούς εμπαιγμούς πού δέχτηκε ο Χριστός, με τη σταύρωση και το θάνατο. Όταν ο Χριστός όμως μέσα από το θάνατο και τον τάφο Του κατέβηκε σαν κεραυνός στον Άδη, στο βασίλειο του Σατανά, αυτός συνειδητοποίησε πώς η φαινομενική νίκη του στο Γολγοθά ήταν απλά το μεσουράνημα της ήττας του στον κήπο της Γεθσημανή.
Με τον ίδιο τρόπο πού ο Κύριος Ιησούς σαν άνθρωπος πεινούσε και διψούσε, αγωνιούσε, έτρωγε και κοιμόταν, περπατούσε, μιλούσε, έκλαιγε και χαιρόταν, έτσι και έπαθε ως άνθρωπος. Κανένας μας λοιπόν ας μην πει πώς «του ήταν εύκολο να υποφέρει, αφού ήταν Θεός – εγώ πώς ν’ αντέξω αυτά τα πάθη;» Αυτά τα λόγια είναι άδεια, κενά, προέρχονται από άγνοια και χαυνότητα του νου. Τα πάθη δεν ήταν εύκολα για το Χριστό, γιατί δεν υπόφερε ως Θεός, άλλ’ ως άνθρωπος. Πρέπει να πούμε ακόμα πώς τα πάθη ήταν σκληρότερα γι’ Αυτόν πού ήταν αθώος, παρά για μάς πού είμαστε ένοχοι κι αμαρτωλοί. Ας μην ξεχνάμε ποτέ πώς όταν εμείς υποφέρουμε, είναι για τις αμαρτίες μας.
Ο Κύριος Ιησούς δεν υπόφερε επειδή έφταιγε, για τις δικές Του αμαρτίες, αλλά για τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Όταν μια αμαρτία ήταν αρκετή να προκαλέσει θάνατο στον Αδάμ, όταν μια αμαρτία ήταν αρκετή να σημαδέψει για πάντα το μέτωπο του Κάιν, όταν για δύο ή τρεις αμαρτίες ο Δαβίδ υπόφερε τόσο πολύ, όταν για πολλές αμαρτίες καταστράφηκε η Ιερουσαλήμ και αιχμαλωτίστηκε ο Ισραήλ, τότε μπορείς να φανταστείς πόσο έπρεπε να υποφέρει Εκείνος πού ήταν φορτωμένος με βουνά ολόκληρα από τις αμαρτίες όλου του κόσμου πού είχε φορτωθεί στους ώμους Του!
Αυτές ήταν φοβερές αμαρτίες. Αμαρτίες που έκαναν τη γη ν’ ανοίξει και να καταπιεί ανθρώπους και κτήνη. Αμαρτίες πού προκάλεσαν τον αφανισμό ολόκληρων πόλεων και λαών. Αμαρτίες πού έγιναν αιτίες για τον κατακλυσμό, για λιμούς, ξηρασίες, λοιμούς κι επιδρομές από ακρίδες και κάμπιες. Αμαρτίες πού έγιναν αιτίες να γίνουν πόλεμοι ανάμεσα σέ έθνη, με μεγάλες απώλειες και καταστροφές. Αμαρτίες πού άνοιξαν τις πύλες της ανθρώπινης ψυχής για να μπουν οι πονηροί δαίμονες. Αμαρτίες πού σκότισαν τον ήλιο, τάραξαν τη θάλασσα και στέγνωσαν ποτάμια. Τί νόημα έχει να τ’ απαριθμήσουμε όλα; Μπορεί να μετρήσει κανείς την άμμο της θάλασσας ή τα χόρτα των κάμπων; Όλες αυτές οι αμαρτίες, πού καθεμιά τους είναι τόσο θανατηφόρα όσο το δηλητήριο του πιο φαρμακερού φιδιού (τα γάρ οψώνια της αμαρτίας θάνατος), τις φορτώθηκε στους ώμους Του ο αθώος Άνθρωπος Ιησούς. Τας αμαρτίας ημών έλαβε.
Είναι περίεργο λοιπόν πού ο ιδρώτας Του έτρεχε ωσεί θρόμβοι αίματος; Είναι περίεργο πού ως άνθρωπος ζητούσε παρενεγκείν τούτο το ποτήριον; Ό απόστολος Παύλος λέει: «Μόλις γάρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται… αλλά… ετι αμαρτωλών οντων ημών, Χριστός υπέρ ημών απέθανεν» (Ρωμ. ε’7-8).
Φαντάσου να σε τοποθετούσαν σέ ικρίωμα για χάρη κάποιου δίκαιου ανθρώπου, αναλογίσου πόσο δύσκολο θα ήταν. Και φαντάσου μετά να σέ τοποθετούσαν πάλι σε ικρίωμα για χάρη κάποιου κακούργου, πού είχε εγκληματήσει σέ βάρος σου. Σκέψου να σέ καταδίκαζαν σέ θάνατο για να σωθεί αυτός. Και μόνο με τη σκέψη αυτή θα Ιδρώσεις… Μόνο τότε θα πάρεις κάποια ιδέα για τον ιδρώτα του Χριστού πού έτρεχε ωσεί θρόμβοι αίματος. Και τότε, τρομοκρατημένος και φτάνοντας στα όρια της απόγνωσης, θα έκραζες δυνατά: ’Ίδε ο Άνθρωπος, πού είναι Θεός!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙΡΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Οι επτά φράσεις του Χριστού στον σταυρό


Θέλετε νὰ µάθετε τὴ σηµασία ἐκείνων τῶν ἑπτὰ φράσεων τὶς ὁποῖες εἶπε ὁ Κύριος πάνω στὸν σταυρό. Δὲν εἶναι σαφεῖς;
Πρώτη φράση: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς˙ οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23, 34). Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Χριστὸς ἔδειξε τὸ ἔλεός του ἀπέναντι στοὺς ἐκτελεστές Του, τῶν ὁποίων ἡ µοχθηρία δὲν ὑποχώρησε οὔτε ὅταν ὑπέφερε στὸν σταυρό. Τὸ δεύτερο εἶναι ὅτι βροντοφώναξε ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ βράχου τοῦ Γολγοθᾶ µία ἀποδεδειγµένη ἀλλά ποτὲ καλὰ συνειδητοποιηµένη ἀλήθεια, δηλαδὴ ὅτι αὐτοὶ ποὺ πράττουν τὸ κακὸ ποτὲ δὲν ξέρουν τί κάνουν. Σκοτώνοντας τὸν Δίκαιο στὴν πραγµατικότητα σκοτώνουν τὸν ἑαυτό τους καὶ ταυτόχρονα δοξάζουν τὸν Δίκαιο. Καταπατώντας τὸν νόµο τοῦ Θεοῦ δὲν βλέπουν τὴ µυλόπετρα, ἡ ὁποία ἀόρατα κατεβαίνει πρὸς αὐτοὺς γιὰ νὰ τοὺς συνθλίψει. Ἐµπαίζοντας τὸν Θεὸ δὲν βλέπουν τὰ πρόσωπά τους νὰ µεταµορφώνονται σὲ θηριώδη ρύγχη. Διαποτισµένοι ἀπὸ τὸ κακὸ ποτὲ δὲν ξέρουν τί κάνουν.
Δεύτερη φράση: «Ἀµὴν λέγω σοι, σήµερον µετ’ ἐµοῦ ἔση ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκ. 23, 43). Αὐτὸς ὁ λόγος ἀπευθύνεται στὸν µετανιωµένο ληστὴ στὸν σταυρό. Πολὺ παρήγορος λόγος γιὰ τοὺς ἁµαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι τουλάχιστον τὴν τελευταία στιγµὴ µετανοοῦν. Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπερίγραπτα µεγάλο. Ὁ Κύριος ἐκπληρώνει τὴν ἀποστολὴ Του ἀκόµα καὶ στὸν σταυρό. Ἕως τὴν τελευταία του πνοὴ ὁ Κύριος σώζει ἐκείνους ποὺ δείχνουν καὶ τὴν παραµικρὴ ἐπιθυµία νὰ σωθοῦν.
Τρίτη φράση: «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου» (Ἰωάν. 19, 26). Ἔτσι εἶπε ὁ Κύριος στὴν Ἁγία Μητέρα Του ποὺ στεκόταν κάτω ἀπὸ τὸν σταυρὸ µὲ τὴν ψυχὴ σταυρωµένη. Καὶ στὸν ἀπόστολο Ἰωάννη λέγει: «Ἰδοὺ ἡ µήτηρ σου» (Ἰωάν. 19, 27). Αὐτὸς ὁ λόγος δείχνει τὴ φροντίδα, ποὺ ὁ καθένας χρωστᾶ στοὺς γονεῖς του. Γιὰ δές, Ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνθρώπους: «Τίµα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν µητέρα σου» (Ἐξ. 20, 12) ἐκπληρώνει τὴν ἐντολὴ Του τὴν ὕστατη στιγµή.
Τέταρτη φράση: «Θεέ µου, Θεέ µου, ἱνατί µὲ ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27, 46). Αὐτὲς οἱ λέξεις δείχνουν, τόσο τὴν ἀδύναµη ἀνθρώπινη φύση, ὅσο καὶ τὴν προορατικότητα τοῦ Κυρίου. Ὁ ἄνθρωπος πάσχει, ἀλλά κάτω ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο πόνο ὑπάρχει ἕνα µυστήριο. Δές, µόνον αὐτὲς οἱ λέξεις µποροῦσαν νὰ διαλύσουν τὴν αἵρεση, ἡ ὁποία ἀργότερα τράνταζε τὴν ἐκκλησία καὶ ἡ ὁποία λανθασµένα κήρυττε ὅτι ἡ Θεία φύση ὑπέφερε στὸν σταυρό. Ὅµως, ἐν τῷ µεταξύ, ὁ αἰώνιος Υἱός τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτὸ καὶ ἐνσαρκώθηκε ὡς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ εἶναι ὡς ἄνθρωπος στὸ σῶµα καὶ τὴν ψυχή, γιὰ νὰ µπορέσει ὅταν ἔλθει ἡ στιγµὴ νὰ πάσχει γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ πεθάνει γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Γιατί ἂν ἡ Θεία φύση τοῦ Χριστοῦ ἔπασχε στὸν σταυρό, θὰ σήµαινε ὅτι ἡ Θεία φύση τοῦ Χριστοῦ θὰ πέθαινε. Καὶ αὐτὸ οὔτε κἄν ἐπιτρέπεται νὰ διανοηθοῦµε. Ἐντρυφῆστε ὅσο πιὸ πολὺ µπορεῖτε σ’ αὐτὲς τὶς µεγάλες καὶ φοβερὲς λέξεις: «Θεέ µου, Θεέ µου, ἱνατί µὲ ἐγκατέλιπες;».
Ἡ πέµπτη φράση: «Διψῶ» (Ἰωάν 19,28). Τὸ αἷµα Του ἔρρεε. Γι’ αὐτὸ καὶ διψοῦσε. Ὁ ἥλιος ἦταν κατὰ τὴ δύση του, ἤδη Τοῦ χτυποῦσε τὸ πρόσωπο καὶ µαζὶ µὲ τὰ ἄλλα βασανιστήρια καιγόταν πολύ. Φυσικὸ ἦταν νὰ διψᾶ. Ἀλλά, Κύριε, διψοῦσες ὄντως γιὰ νερὸ ἤ γιὰ ἀγάπη; Μήπως διψοῦσες ὡς ἄνθρωπος ἤ ὡς Θεός, ἤ καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο; Ἰδοὺ ὁ Ρωµαῖος λεγεωνάριος Σοῦ πρόσφερε ἕνα σπόγγο βρεγµένο στὸ ξύδι. Μιά σταγόνα ἐλέους, τὴν ὁποία δὲν αἰσθάνθηκες ἀπό τούς ἀνθρώπους γιὰ τρεῖς ὁλόκληρες ὧρες κρεµασµένος στὸν σταυρό! Αὐτὸς ὁ Ρωµαῖος στρατιώτης ἁπαλύνει κάπως τὴν ἁµαρτία τοῦ Πιλάτου -τὴν ἁµαρτία τῆς Ρωµαϊκῆς αὐτοκρατορίας- ἀπέναντί Σου, ἔστω καὶ µὲ ξύδι. Γι’ αὐτὸ θὰ ἀφανίσεις τὴ Ρωµαϊκὴ αὐτοκρατορία, ἀλλά στὴ θέση της θὰ οἰκοδοµήσεις νέα.
Ἡ ἕκτη φράση: «Πάτερ, εἰς χεῖρας σου παρατίθεµαι τὸ πνεῦµα µου» (Λουκ. 23, 46). Πού σηµαίνει ὅτι ὁ Υἱός παραδίδει τὸ πνεῦµα Του στὰ χέρια τοῦ Πατρός Του. Γιὰ νὰ γίνει γνωστό, ὅτι ἀπὸ τὸν Πατέρα ἦρθε καὶ ὄχι αὐτεξουσίως, ὅπως Τὸν κατηγοροῦσαν οἱ Ἑβραῖοι. Ἀλλά ἀκόµα οἱ λέξεις αὐτὲς ἐλέχθησαν γιὰ νὰ τὶς ἀκούσουν οἱ βουδιστές, οἱ πυθαγόρειοι, οἱ ἀποκρυφιστές, καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι φλυαροῦσαν περὶ µετοίκισης τῆς ψυχῆς τῶν νεκρῶν ἀνθρώπων σὲ ἄλλους ἀνθρώπους, ἤ ζῶα, ἤ φυτά, ἤ ἀστέρια, ἤ µεταλλικὰ στοιχεῖα. Πετάξετε ὅλες αὐτὲς τὶς φαντασίες καὶ δεῖτε ποῦ κατευθύνεται τὸ πνεῦµα τοῦ νεκροῦ Δικαίου: «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεµαι τὸ πνεῦµα µου»!
Ἡ ἕβδοµη φράση: «Τετέλεσται» (Ἰωάν.19, 30). Αὐτὸ δὲν σηµαίνει ὅτι τελειώνει ἡ ζωή. Ὄχι! Ἀλλά ὅτι τελειώνει ἡ ἀποστολὴ ἡ ἐπικεντρωµένη στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τελείωσε, καὶ ἐπισφραγίσθηκε µὲ τὸ αἷµα καὶ τὸν ἐπίγειο θάνατο, τὸ θεῖο ἔργο τοῦ µοναδικοῦ ἀληθινοῦ Μεσσία τῶν ἀνθρώπων. Τελείωσαν τὰ βασανιστήρια, ἀλλά ἡ ζωὴ µόλις ἀρχίζει. Τελείωσε ἡ τραγωδία ἀλλά ὄχι καὶ τὸ δράµα. Στὴ σειρὰ ἕπεται, τὸ µεγαλειῶδες ἀξίωµα: νίκη πάνω στὸν θάνατο, ἀνάσταση, δόξα.
Ἀπό τό βιβλίο: Δρόμος χωρίς Θεό δέν ἀντέχεται, ἐκδ .”Ἐν Πλῶ”
Αναδημοσίευση από katanixis.gr

Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Φοβερά η καταδίκη του Θεού


(Oμιλία εις την Μεγάλη Παρασκευή)

Ποτέ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν εἶχε λιγώτερο Θεό μέσα του ὁ ἄνθρωπος ἀπό σήμερα. Ποτέ λιγώτερος Θεός ἀπό σήμερα. Σήμερα ὁ διάβολος “σαρκώθηκε” μέσα στόν ἄνθρωπο, γιά νά ἀποσαρκώσῃ τόν Θεάνθρωπο. Σήμερα ὅλο τό κακό μπῆκε στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά ἀποδιώξῃ τόν Θεό ἀπό τό σῶμα. Σήμερα ὅλος ὁ Ἅδης μεταφέρθηκε στήν γῆ. Ποιός νά θυμᾶται ὅτι ἡ γῆ κάποτε ἦταν παράδεισος; Ἡ σημερινή πτῶσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἀπό τήν πρώτη πτῶσι [τοῦ Ἀδάμ].
Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀποστάτησε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά σήμερα ἐσταύρωσε τόν Θεό, σκότωσε τόν Θεό. Ἄνθρωπε, πῶς ἀλλοιῶς νά σέ ὀνομάσω παρά διάβολο; Μά καί αὐτό εἶναι ὕβρις γιά τόν διάβολο. Ὁ διάβολος ποτέ δέν ὑπῆρξε τόσο κακός, τόσο ἔντεχνα κακός ὅπως ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος κατέβηκε καί στόν Ἅδη, μά ἐκεῖ δέν τόν ἐσταύρωσαν. Ἐμεῖς ὅμως τόν ἐσταυρώσαμε! Δέν εἶναι λοιπόν οἱ ἄνθρωποι χειρότεροι ἀπό τόν διάβολο; Δέν εἶναι ἡ γῆ χειρότερος Ἅδης ἀπό τόν Ἅδη; Ἀπό τόν Ἅδη δέν ἔδιωξαν τόν Χριστό, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι σήμερα τόν ἔδιωξαν ἀπό τήν γῆ, τόν ἔδιωξαν ἀπό τό σῶμα τους, ἀπό τήν ψυχή, ἀπό τήν πόλη τους…
Στά κατάβαθα τῆς ψυχῆς μου, ἀδελφοί, κουλουριάσθηκε σάν φίδι ἕνα πονηρό ἐρώτημα καί χαιρέκακα μέ ἐρωτᾶ: Ὑπῆρξε ἄραγε ποτέ καλός ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ μπόρεσε νά σταυρώσῃ τόν Χριστό;
Ἐσύ [ὁ οὐμανιστής] πιστεύεις στόν ἄνθρωπο. Καυχιέσαι γι’ αὐτόν. Τοῦ δίνεις μεγάλη ἀξία; Ὤ…! κοίταξε τόν ἄνθρωπο, κοίταξέ τον τήν Μεγάλη Παρασκευή, κοίταξέ τον πῶς σκοτώνει τόν Θεάνθρωπο καί πές μου, ἀκόμη τοῦ δίνεις μεγάλη ἀξία; Δέν αἰσθάνεσαι ντροπή πού εἶσαι ἄνθρωπος; Δέν βλέπεις ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι χειρότερος ἀπό τόν διάβολο;
Ξεχᾶστε ὅλες τίς ἡμέρες πρίν καί μετά τήν Μεγάλη Παρασκευή, δεῖτε τόν ἄνθρωπο στό πλαίσιο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Δέν σᾶς φαίνεται ὁ ἄνθρωπος ἡ συμπύκνωσις ὅλων τῶν κακῶν, ὅλων τῶν πειρασμῶν, ὄλων τῶν ἀθλιοτήτων; Δέν δείχνει σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἡ γῆ ἀποτρελάθηκε; Δέν ἀπέδειξε σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὅτι, σκοτώνοντας τόν Θεάνθρωπο εἶναι στ’ ἀλήθεια ἡ παραφροσύνη τῆς γῆς;
Καί ἡ Μέλλουσα Κρίσις δέν θά εἶναι, ἀδελφοί, φοβερώτερη ἀπό τήν Μεγάλη Παρασκευή· δέν θά εἶναι. Ἀναμφίβολα θά εἶναι λιγώτερο φοβερή, διότι τότε ὁ Θεός θά κρίνῃ τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ σήμερα ὁ ἄνθρωπος κρίνει τόν Θεό. Σήμερα εἶναι ἡ Φοβερά Καταδίκη τοῦ Θεοῦ· Τόν καταδικάζει ὁ ἄνθρωπος. Σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὁρίζει ὅτι ὁ Θεός ἀξίζει τριάκοντα ἀργύρια. Ὁ Χριστός τριάκοντα ἀργύρια! Καί εἶναι τάχα ἡ τελευταία φορά; Μήπως ὁ Ἰούδας εἶναι ὁ τελευταῖος ἀπό ἐμᾶς πού ἀποτίμησε τόν Χριστό τριάκοντα ἀργύρια;
Σήμερα ὁ ἄνθρωπος κατεδίκασε τόν Θεό σέ θάνατο. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀνταρσία στόν οὐρανό καί στήν γῆ. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία στόν οὐρανό καί στήν γῆ.  Οὔτε οἱ πεπτωκότες ἄγγελοι δέν τό ἔκαναν αὐτό. Σήμερα ὡλοκληρώθηκε ἡ Φοβερά Δίκη κατά τοῦ Θεοῦ. Ποτέ δέν ὑπῆρξε πιό ἀθῶος κατάδικος. Ποτέ ὁ κόσμος δέν εἶδε πιό παράλογο δικαστή.
Περιγελᾶται σήμερα ὁ Θεός χειρότερα ἀπό κάθε ἄλλη φορά. Ὁ «παγγέλαστος Ἅδης» μπῆκε σήμερα στόν ἄνθρωπο καί περιγέλασε τόν Θεό καί κάθε τι τό θεϊκό. Περιγελᾶται σήμερα Ἐκεῖνος πού δέν ἐγέλασε ποτέ. Λένε πώς ὁ Κύριος ποτέ δέν ἐγέλασε, ἐνῶ συχνά τόν ἔβλεπαν νά κλαίει. Ὀνειδίζεται σήμερα Ἐκεῖνος πού ἦρθε νά μᾶς δοξάσῃ. Βασανίζεται σήμερα Ἐκεῖνος πού ἦρθε νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τά βάσανα. Παραδίδεται σήμερα σέ θάνατο Ἐκεῖνος πού ἔφερε τήν Αἰώνιο Ζωή. Ἄνθρωπε! ὑπάρχει τέλος στόν παραλογισμό σου; τέρμα στήν πτώση σου;
Σέ Ἐκεῖνον πού μᾶς ἐδώρισε τήν αἰώνια δόξα, ἀντιπροσφέραμε τόν Σταυρό, τό πιό εἰδεχθές ἀντίδωρο. Ἐσύ ὁ λεπρός, γι’ αὐτό τοῦ δωρίζεις τόν Σταυρό, ἐπειδή σέ ἐκαθάρισε ἀπό τήν λέπρα; Ἐσύ ὁ τυφλός, γι’ αὐτό σοῦ ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς, γιά νἄχεις μάτια νά φτιάξῃς τόν Σταυρό καί νά Τόν σταυρώσῃς ἐπάνω σ’ Αὐτόν. Ἐσύ ὁ νεκρός, γι’ αὐτό σέ ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν, γιά νά τόν στείλῃς στόν τάφο; Μέ χαρᾶς εὐαγγέλια ἐγλύκανε ὁ Γλυκύτατος Ἰησοῦς τό πικρό μυστήριο τῆς ζωῆς μας, ἀδελφοί, καί ἐμεῖς ἀντί αὐτῶν τοῦ προσφέρουμε τέτοια πίκρα;
«Λαέ μου, τί ἐποίησά σοι, καί τί μοι ἀνταπέδωκας;»
Ἡ Μεγάλη Παρασκευή εἶναι ἡ ντροπή μας, ἀδελφοί, τό ὄνειδος καί ἡ ἀποτυχία μας. Κατά κάποιον τρόπο στόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη ἔχει μερίδιο ἡ ψυχή ὅλων μας. Ἄν δέν ἦταν ἔτσι, θά ἤμασταν ἀναμάρτητοι. Διά τοῦ Ἰούδα ὅλοι μας πέσαμε, ὅλοι μας προδώσαμε τόν Χριστό, ὅλοι μας καταλιμπάνουμε τόν Χριστό καί παραλαμβάνουμε τόν διάβολο, ἐναγκαλιζόμεθα τόν σατανᾶ. Ναί, τόν σατανᾶ. Γιατί στό ἱερό Εὐαγγέλιο γράφει: «καί μετά τό ψωμίον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον [τόν Ἰούδα] ὁ σατανᾶς» (Ἰω. ιγ΄ 27). Μετά ἀπό ποιό ψωμί; Μετά ἀπό ἐκεῖνο πού τοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός· μετά πού Κοινώνησε· μετά πού πῆρε τόν Χριστό. Ἄχ, ὑπάρχει μεγαλύτερη πτῶσις, μεγαλύτερη φρίκη;
Ὤ φιλαργυρία, ἐσύ πρόδωσες τόν Χριστό! Ἐσύ καί σήμερα τόν προδίδεις. Τόν Ἰούδα, πού ἦταν μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού ἐπί τρία χρόνια ἦταν μαζί Του, πού ἦταν παρών σέ ὅλα τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ, πού στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καθάριζε λεπρούς, θεράπευε ἀρρώστους, ἀνάσταινε νεκρούς, ἔδιωχνε ἀκάθαρτα πνεύματα, αὐτόν τόν Ἰούδα ἡ φιλαργυρία τόν ἔκανε προδότη καί Χριστοκτόνο. Πῶς λοιπόν νά μή κάνῃ καί μένα καί σένα προδότη καί Χιστοκτόνο, ἐμένα πού δέν εἶδα ἐπί τρία χρόνια τόν Θεό ἐν σαρκί, πού δέν λεπρούς ἐκαθάρισα στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε ἀσθενεῖς ἐθεράπευσα οὔτε νεκρούς ἀνέστησα; Ὁ Ἰούδας τόσον καιρό ἦταν μαζί μέ Ἐκεῖνον πού δέν εἶχε ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ, μαζί μέ Ἐκεῖνον πού καί μέ ἔργα καί μέ λόγια ἐδίδαξε πώς δέν πρέπει νά ἔχουμε πάνω μας οὔτε ἄργυρο οὔτε χρυσό. Ἐνῶ ἐγώ; Ἐνῶ ἐσύ; Δέν ξέρεις νά χαίρεσαι μέ τήν φτώχεια, ἀδελφέ, νά εἶσαι χαρούμενος μέ τήν φτώχεια; Ἔχε ὑπ’ ὄψιν σου πώς εἶσαι ὑποψήφιος Ἰούδας. Μή ρωτᾶς: «μή τι ἐγώ Κύριε;», διότι ἀναμφίβολα θά ἀκούσῃς τήν ἀπάντησι: ναί, «σύ εἶπας». Λαχταρᾶς τά πλούτη; Ἄναψε μέσα σου ἐπιθυμία γιά χρήματα; Νά ξέρεις ὅτι μέσα σου κυοφορεῖται ὁ Ἰούδας. Φίλε μου καί ἀδελφέ μου, μή ξεχνᾶς σέ ὅλη σου τήν ζωή: ἡ φιλαργυρία σταύρωσε τόν Χριστό, σκότωσε τόν Θεό· ἡ φιλαργυρία ἔκανε τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ ἐχθρό τοῦ Χριστοῦ, φονιά τοῦ Χριστοῦ. Καί ὄχι μόνο αὐτό: ἡ ἴδια σκότωσε καί τόν Ἰούδα. Ἡ φιλαργυρία ἔχει ἐκεῖνο τό καταραμένο ἰδίωμα, νά κάνει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο Χριστοκτόνο ἀλλά καί αὐτο-κτόνο. Αὐτή σκοτώνει πρῶτα μέσα στήν ἀνθρώπινη ψυχή τόν Θεό καί ὕστερα σκοτώνει τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο.
Ὁ θάνατος εἶναι φοβερό μυστήριο, ἀδελφοί. Πιό φοβερό ὅμως εἶναι νά παραδίδουν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό σέ θάνατο καί νά ἐπιθυμοῦν νά τόν ἐξαφανίσουν ἐντελῶς. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν φοβεροί γιά τόν Θεό, γιατί βασανίζουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν Τόν βασάνισε· φτύνουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν τόν ἔφτυσε· σκοτώνουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν τόν ἐσκότωσε. «Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία»! Κανείς νά μή καυχιέται γιά τόν ἄνθρωπο, κανείς νά μή καυχιέται γιά τήν ἀνθρωπότητα, διότι ἰδού! ἡ ἀνθρωπότης δέν ἀνέχεται τόν Θεό ἀνάμεσά της· τόν παραδίδει σέ θάνατο. Τί νά καυχηθῇς γιά μιά τέτοια ἀνθρωπότητα; Κανείς νά μή καυχιέται γιά τόν οὐμανισμό, γιατί εἶναι μόνο σατανισμός, σατανισμός, σατανισμός…
Σήμερα ὄχι δαίμονες, ὄχι θηρία, ὄχι τσακάλια, ἀλλά ἄνθρωποι ἔπλεξαν ἀκάνθινο στεφάνι καί τό φόρεσαν στήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἀκάνθινο στεφάνι στολίζουν Ἐκεῖνον πού ἐστόλισε τόν ἄνθρωπο μέ ἀθανασία. Ἀκάνθινο στεφάνι πλέκει ἡ ἀνθρωπότης γύρω ἀπό τήν κεφαλή Ἐκείνου πού περιέβαλλε τήν γῆ μέ στεφάνι ἀπό ἀστέρια! Ἀκάνθινο στεφάνι πλέκουμε γιά τόν Χριστό, καί ἐγώ καί ἐσύ φίλε, ἄν εἶμαι φιλάργυρος, ἄν εἶμαι πόρνος, ἄν εἶμαι μοιχός, ἄν εἶμαι βλάσφημος, ἄν εἶμαι συκοφάντης, ἄν εἶμαι κατάλαλος, ἄν εἶμαι μέθυσος, ἄν εἶμαι ἀνελεήμων, ἄν εἶμαι θυμώδης, ἄν κάνω ἁμαρτωλές σκέψεις, ἄν ἔχω ἀκάθαρτα αἰσθήματα, ἄν δέν ἔχω πίστι, ἄν δέν ἔχω ἀγάπη. Κάθε μου ἁμαρτία, κάθε μας ἁμαρτία, εἶναι ἀγκάθι στό καταραμένο στεφάνι πού ἡ παραλογιασμένη ἀνθρωπότητα πλέκει ἀδιάκοπα γύρω ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος βασανίζει τόν Θεό πιό ἀνοικτίρμονα καί ἀπό τόν διάβολο. Δέν τό πιστεύετε; Ἀκοῦστε τί λέει ἕνας αὐτόπτης: «τότε ἐνέπτυσαν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ» (Ματθ. κστ΄ 67), στό ἐξαίσιο καί ὡραιότατο Πρόσωπό Του… Κύριε, πῶς τά χείλη τους δέν γέμισαν λέπρα καί πληγές; Ἀσφαλῶς, γιά νά διδαχθοῦμε ἐμεῖς τήν ὑπομονή καί τήν πραότητα. Ἔφτυσαν σ’ ἐκεῖνο τό θαυμαστό, τό γλυκύ Πρόσωπο, τό ὁποῖο ἀξίζει πιό πολύ ἀπ’ ὅλους τούς γαλαξίες, ἀπ’ ὅλες τίς μακαριότητες. Τί λέγω; Μάλιστα! περισσότερο ἀπό ὅλες τίς μακαριότητες, διότι σ’ αὐτό τό πρᾶο Πρόσωπο ὑπάρχει ὅλη ἡ αἰωνία θεότης, ὅλη ἡ αἰωνία χαρά… Ἔφτυσαν σ’ ἐκεῖνο τό φωτεινό Πρόσωπο, μπροστά στό ὁποῖο ἡ θάλασσα γαλήνεψε· σ’ ἐκεῖνο τό Πρόσωπο πού εἰρήνευσε ταραγμένες ψυχές καί χορήγησε σέ ὅλους τήν ἀνάπαυσι.
Καί σεῖς πλέκετε ἐγκώμια στόν ἄνθρωπο; Ὤ, χαμηλῶστε τούς τόνους οὐτιδανοί… σκουλήκια! Κανείς καί τίποτα δέν πρέπει νά ντρέπεται τόσο, ὅσο ὁ ἄνθρωπος, οὔτε οἱ δαίμονες, οὔτε τά θηρία, οὔτε τά κτήνη… Οἱ ἄνθρωποι φτύνουν τόν Θεό! Ὑπάρχει πιό φοβερό ἀπό αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν τόν Θεό. Ὑπάρχει πιό σατανικό ἀπό αὐτό; Ἀδελφοί, ἄν δέν ὑπάρχει κόλασις, ἔπρεπε νά ἐπινοήσουμε μία γιά τούς ἀνθρώπους, ναί γιά τούς ἀνθρώπους…
Ἐκεῖνον, τόν Δημιουργό καί Σωτῆρα, τόν φτύνουν καί τόν φονεύουν, ἐνῶ Ἐκεῖνος ταπεινά καί σιωπηλά τά ὑπομένει ὅλα. Ποιά δικαιολογία ἔχεις ἐσύ πού σέ κάθε ὕβρι ἀνταποδίδεις ὕβρι, σέ κάθε κακό κακό, στό μίσος μίσος; Ὅταν ἀνταποκρίνεσαι μέ κακία στήν κακία, φτύνεις τόν Δεσπότη Χριστό· ὅταν μισῇς αὐτούς πού σέ μισοῦν, φονεύεις τόν Χριστό καί τόν βασανίζεις· ὅταν ὑβρίζῃς αὐτούς πού σέ ὑβρίζουν, ἐξευτελίζεις τόν Χριστό, ἀφοῦ Ἐκεῖνος δέν ἔκανε τό ἴδιο.
Παρέδωκε ὁ Πιλᾶτος τόν πρᾶο Κύριο, ἵνα σταυρωθῇ (Ἰω. ιθ΄ 16). Οἱ ἄνθρωποι τόν ὁδηγοῦν ἀπό τελώνιο σέ τελώνιο, ἀπό βάσανο σέ βάσανο, ἀπό χλεύη σέ χλεύη. Καί τόν ἐχλευασμένο Θεό τόν σταυρώνουν, τόν καρφώνουν στόν Σταυρό.
Καρφιά ἐμπήγετε στά χέρια τοῦ Χριστοῦ, στά χέρια πού τόσους ἀρρώστους ἐθεράπευσαν, τόσους λεπρούς ἐκαθάρισαν, τόσους νεκρούς ἀνέστησαν; Πῶς νά σιωπήσουν τά χείλη πού μίλησαν ὅπως κανείς ποτέ ἄλλος ἄνθρωπος; Ἰάειρε, ποῦ εἶσαι; Λάζαρε, ποῦ εἶσαι; Χήρα τῆς Ναΐν, ποῦ εἶσαι νά ὑπερασπισθῇς τόν δικό σου καί δικό μου Κύριο; Σταυρώνετε [ἄνθρωποι] Ἐκεῖνον, τήν ἐλπίδα τῶν ἀπηλπισμένων, τήν παρηγορία τῶν ἀπαρακλήτων, τόν ὀφθαλμό τῶν τυφλῶν, τό οὖς τῶν κωφῶν, τήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν; Καρφιά ἐμπήγετε σέ ἐκεῖνα τά ἅγια πόδια, πού ἔφεραν τήν εἰρήνη, πού ἔφεραν τό εὐαγγέλιο, πού περιεπάτησαν στήν θάλασσα σάν νἆταν ξηρά, πού ἔτρεξαν σέ ὅλους τούς ἀρρώστους, στόν νεκρό Λάζαρο, στόν δαιμονισμένο τῶν Γαδαρηνῶν;
Σταυρωμένος Θεός. Ἱκανοποιηθήκατε θεομάχοι; χαρήκατε θεοκτόνοι; Τί νομίζετε πώς εἶναι ὁ Χριστός πάνω στόν Σταυρό; Ἀπατεώνας; ἀδύναμος; σκανδαλοποιός; «Ὁ καταλύων τόν ναόν καί ἐν τρισίν ἡμέραις οἰκοδομῶν, σῶσον σεαυτόν, εἰ υἱός εἶ τοῦ Θεοῦ, καί κατάβηθι ἀπό τοῦ σταυροῦ» (Ματθ. κζ΄ 40).
Τί ὅμως σκέπτεται ὁ Κύριος ἐπί τοῦ Σταυροῦ γιά τούς ἀνθρώπους πού εἶναι κάτω ἀπό τόν Σταυρό; Ἐκεῖνο πού μόνο ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καί τῆς πραότητος μπορεῖ νά σκέπτεται: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι!» (Μάρκ. κγ΄ 34).
Αναδημοσίευση από katanixis.gr